27.3 C
Chania
Δευτέρα, 9 Ιουνίου, 2025

Ο γέρος απού τσι Λουσακιές

Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΠΑΣΗΣ

Θα ήτανε αρχές του 1966 στο υποκατάστημα της ΑΤΕ Καστελλίου. Γεμάτο το γραφείο από κόσμο όταν εμπήκε μέσα ένας γέρος. Ψηλός, ίσιος, με κάτασπρα γένια, με γκιλότα και υποδήματα. Με κρουσάτο μαντήλι στη κεφαλή, έδειχνε πως στα νιάτα του θα ήτανε ένας πολύ ωραίος άντρας, έρχεται ίσια στο γραφείο μου γελαστός, γελαστός και μου λέει.
Απού τσι Λουσακιές είμαι. Ηρθα να σου δώσω μια αίτηση να πάρουμε δάνειο, να χτίσει το παιδί το σπίτι του, γιατί όπως λέμε στο χωριό σαν δεν χτίσεις του κουζίνι, δεν το περνάς το κατίνι και να με κεράσεις ένα καφέ και να σου πω μια ιστορία απού τα παλιά.
Εσειρα μια καρέκλα κοντά μου, του είπα γελαστός κάθισε εδώ κι ούλα θα γίνουνε, θάρθει κι ο καφές.
Εκάθισε. Οταν τελείωσα με τον άλλο κόσμο, του λέω, πες μου εδά την ιστορία σου.
Μου λέει.
Εκείνα τα παλιά χρόνια, όταν ήθελε να πάμε στα Χανιά να πουλήσουμε κάποιο εισόδημά μας, λάδι, κρασί, τυρί ή ό,τι άλλο είχαμε και να αγοράσουμε ό,τι είχαμε ανάγκη για το σπίτι, επέρναμε δανεικό ένα ή δύο μουλάρια ακόμα από συγγενείς γή φίλους και με συνεννόηση και με άλλους χωριανούς, ορισμένη μέρα, θα πηγαίναμε μαζί στα Χανιά.
Εσηκωνόμαστε την βάθε(ν) αυγή, εφορτώναμε τα μουλάρια και ξεκινούσαμε για τη χώρα.
Εκατεβαίναμε από πα, επερνούσαμε τα Καλουδιανά, το Δραπανιά, ανεβαίναμε τσι στροφές για να φτάσομε στα Πετράλωνα κι από εκεί, σιάδα και κατήφορο ως το φεύγα της μέρας εφτάναμε στο Χάνι που είναι πριν το Κολυμπάρι, εκεί που χωρίζει ο δρόμος που πάει στα Ροδωπού.
Εκεί στο Χάνι, εξεφορτώναμε τα μουλάρια, τα ποτίζαμε, των εκρεμούσαμε τον ντορβά με το γέμι στον λαιμό, εβάναμε τα φορτία μέσα και μπαίναμε κι εμείς μέσα στο Χάνι για ξεκούραση και διανυχτέρεψη.
Το χειμώνα καιρό πάντα άναβε μια πλούσια φωτιά σε μια γωνιά, εβολευόμαστε γύρω της για να στεγνώξωμε αν είμαστε βρεμένοι και να ζεσταθούμε.
Επιάναμε την κουβέντα με άλλους ταξιδιώτες από άλλα χωριά, ετρώγαμε το βρισκούμενο, επίναμε και κανένα ποτηράκι κρασί κι μετά όπως είμαστε ντυμένοι, με το ρασουλάκι βαθέ, βαθέ να βολευτούμε όπως – όπως γύρω από τη φωτιά ως το ξημέρωμα.
Καλά – καλά πριν ξημερώσει, εσηκωνόμαστε, εφορτώναμε τα μουλάρια και ξεκινούσαμε για τα Χανιά.
Οταν εφτάναμε στον Ταυρωνίτη, τότε δεν ήτανε γέφυρα, εκεί εκαθότανε ξαργουτού άνθρωποι που εσηκώνανε στη ράχη τους τους ανθρώπους και τους περνούσαν μέσα από το νερό στην άλλη μπάντα και παίρνανε μια αμοιβή.
Τα μουλάρια επερνούσαν και μοναχά τους. Από εκεί, περπάτημα ως το βράδυ και φτάναμε στα Χανιά και εκεί γραμμή στα Χανιά.
Κι εκεί όπως στο άλλο Χάνι στο Κολυμπάρι.
Με το ξημέρωμα να πάμε στα μαγαζιά, να πουλήσουμε το εισόδημά μας, να αγοράσουμε ό,τι ηθέλαμε να πάρουμε και την άλλη μέρα πρωί – πρωί να ξεκινήσουμε για την επιστροφή.
Να μείνουμε πάλι στο Χάνι στο Κολυμπάρι και την άλλη μέρα το βράδυ να φτάσουμε στα σπίτια μας.
Εκάναμε δηλαδή πέντε μέρες με τόσα βάσανα να πάμε και νάρθουμε.
Και τώρα, έρχεται κάθε πρωί στο χωριό ένα μεγάλο, ωραίο, φορτηγό αυτοκίνητο, φορτώνουμε ό,τι θέλουμε να πουλήσουμε, πάμε στα Χανιά, πουλούμε, αγοράζουμε και το βράδυ χωρίς κούραση είμαστε στα σπίτια μας.
Μα να σου πω καλλιά ήτανε εκείνα τα παλιά χρόνια.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα