(γ? μέρος)
Γράφει ο δρ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Β. ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ
Στα δυο προηγούμενα δημοσιεύματά μας (´Χ.Ν.´ 29 και 31-12-2010) παρουσιάσαμε τη χρησιμότητα της κλασικής σοφίας για μια μορφή κοινωνικής ζωής, στην οποία όχι μόνο θα αποφεύγουμε τη θυματοποίησή μας -να γινόμαστε δηλαδή θύματα- αλλά και θα μαθαίνουμε τρόπους θυματαγωγής -για το πώς δηλαδή πρέπει να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας, ώστε να μη γινόμαστε θύματα.
Η αναφορά στους κανόνες του Δικαίου στην Αρχαία Ελλάδα, μας βοηθά στη μη φορμαλιστική ερμηνεία των πράξεων τόσο των δικών μας όσο και των πράξεων των άλλων στη διαδικασία των κοινωνικών μας σχέσεων, οπότε είναι δυνατό να παρουσιαστούμε ως κριτές – κατήγοροι ή ως κατηγορούμενοι. Η παρουσίαση των κανόνων αυτών του Δικαίου, στα δυο προηγούμενα σημειώματά μας, σε μια παιδαγωγική, κοινωνιολογική και θυματολογική προσέγγιση, άρχισε από τα Ομηρικά χρόνια, με τα πολλά μυθολογικά στοιχεία και προχώρησε μέχρι τους πρώτους χρόνους της Αθηναϊκής Πολιτείας. Σταματήσαμε στην κυβέρνηση των Τετρακοσίων (411 π.Χ.), την περίφημη Δίκη των Στρατηγών (406 π.Χ.) και την τυραννία των Τριάκοντα, οπότε καταπατήθηκαν τα δικαιώματα των πολιτών με εκτελέσεις πολλών εκατοντάδων Αθηναίων.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας έγιναν οι συμφιλιώσεις επί της αρχοντίας του Ευκλείδη (403 π.Χ.), που περιγράφει ο Αριστοτέλης. Η διαδικασία της συμφιλίωσης αυτής αποτελεί άριστο δείγμα θυματαγωγής. Και τούτο, επειδή την εποχή εκείνη οι Αθηναίοι μόλις είχαν απελευθερωθεί από τους Τριάκοντα τυράννους και υπήρχε μεγάλος κίνδυνος εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους συνεργάτες της τυραννίας και σε εκείνους που διώχθηκαν απ? αυτήν. Δείγματα, επίσης, θυματαγωγής δίνει ο Αριστοτέλης, όταν αναφέρει τα καθήκοντα του Επώνυμου Αρχοντα επί της εποχής των Εννέα Αρχόντων. Ο Επώνυμος Αρχων επιλαμβάνετο υποθέσεων περί κακώσεως γονέων ή ορφανών εκ μέρους των Επιτρόπων ή των συνοικούντων με τα πρόσωπα αυτά, περί κακής διαχειρίσεως ορφανικής περιουσίας, περί φρενοβλαβίας, περί διορισμού διανεμητών, περί διορισμού επιτρόπων, περί αμφισβητήσεως επιτροπείας, περί εποπτείας ορφανών, περί εκδικάσεως κληρονομικής περιουσίας ή περιουσίας κόρης κληρονόμου.
Ο Επώνυμος Αρχων είχε την εποπτεία και των ορφανών και των ανύπανδρων γυναικών, κληρονόμων περιουσίας και των εγκύων γυναικών, των οποίων ο σύζυγος έχει πεθάνει. Ενεργούσε ακόμα και τις μισθώσεις των οικιών των ορφανών μέχρι τη συμπλήρωση του 14ου έτους της ηλικίας τους και των ανύπαντρων γυναικών κληρονόμων περιουσίας. Επίσης, εισέπραττε από τους επιτρόπους των επιτροπευόμενων παιδιών τα «προς συντήρησιν», αν αυτοί εθελουσίως δεν τα παρείχαν. Βλέπουμε, λοιπόν, πως στην Αθηναϊκή Δημοκρατία υπήρχε πλήρες πρόγραμμα προστασίας των αδυνάτων, που θα ζήλευε κάθε σύγχρονη κοινωνία. Αποτέλεσμα των διατάξεων αυτών ήταν η αποφυγή της θυματοποίησης μεγάλου αριθμού πολιτών με ειδικές ανάγκες.
Πολλές φορές και στα χρόνια μας γινόμαστε θύματα εξαιτίας συκοφαντικής μήνυσης. Για τη συκοφάντηση υπήρχαν στην Αθήνα ειδικές διατάξεις (για την ετυμολογία της λέξης υπάρχουν διάφορες ερμηνείες. Μερικοί τη συνδέουν με τα σύκα -σύκον φαίνων- και κυρίως σήμαινε «τον καταγγέλλοντα τινά ως εξάγοντα σύκα εκ της Αττικής ή ως καρπούμενον τας ιερά συκάς ή τον φανερώνοντα σύκα εκ της «σείσεως του δένδρου». Αλλοι πάλι λέγουν πως η ερμηνεία που συνδέεται με τα σύκα είναι απλώς επινόημα). Από τα χρόνια του Περικλέους οι συκοφάντες άρχισαν να πληθύνονται και ήταν αντικείμενο κοινής προσβολής εκ μέρους των κωμωδοποιών. Η συκοφαντία κατά το δεύτερο ήμισυ του 5ου αιώνα ήταν μια μεγάλη πληγή για τους πολίτες. Ο λόγος ήταν κερδοσκοπικός, διότι υπήρχε νόμος, σύμφωνα με τον οποίο, η μήνυση, αν γινόταν δεκτή από το Δικαστήριο, ο μηνυτής θα έπαιρνε τα μισά, από το πρόστιμο που θα επιδικαζόταν. Η μήνυση ή και η απειλή υποβολής μήνυσης, ήταν εξάλλου εκβιασμός για προσπορισμό χρημάτων, επειδή πολλοί, για να αποφύγουν τη δικαστική περιπέτεια και στην περίπτωση ακόμα που ήταν αθώοι, υπέκυπταν στον εκβιασμό. Για να περιοριστεί το κακό θεσπίστηκε ποινή για τον μηνυτή, όταν η μήνυση γινόταν δεκτή κάτω από το 1/5 των δικαστών. Η ίδια ποινή επιβαλλόταν και στην απόσυρση της μήνυσης. Η ποινή ήταν πρόστιμο χιλίων δραχμών και μερικές φορές στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Ακόμη και την απώλεια του δικαιώματος υποβολής μήνυσης στο μέλλον. Αν δεν πληρωνόταν το πρόστιμο ο μηνυτής υφίστατο αυτομάτως ολική στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων ως οφειλέτου προς την Πολιτεία. Ετσι περιορίστηκε η βιομηχανία των μηνύσεων και η θυματοποίηηση των αθώων.
Αναζητώντες την ανεύρεση θυμάτων στην Αρχαία Ελλάδα πρέπει ασφαλώς να ερευνήσουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι Αθηναίοι πολίτες των κατώτερων τάξεων, ως και οι ξένοι, οι μέτοικοι, οι προνομιούχοι ξένοι και βέβαια οι δούλοι, οι απελεύθεροι και οι δημόσιοι δούλοι.
Οπως μας γράφει ο Αριστοτέλης οι Αθηναίοι πολίτες χωρίζονταν στις παρακάτω τάξεις: στους πεντακοσιομεδίμνους με εισόδημα 500 μεδίμνων σιτηρών (38 τόνων) και πάνω, στους ιππείς με εισόδημα 300 μεδίμνων τουλάχιστον, στους ζευγίτες και στους θήτες. Τα αξιώματα τα είχαν οι τρεις πρώτες τάξεις. Οι θήτες, οι φτωχοί χωρικοί, με εισοδήματα κάτω των 150 μεδίμνων (9 τόνων) είχαν το δικαίωμα να μετέχουν μόνο στις γενικές συνελεύσεις του λαού και των Δικαστηρίων.
Η «ατιμία» ήταν ποινή. Το άτιμο άτομο ήταν εκτός νόμου. Μπορούσε κανείς να το σκοτώσει χωρίς να διωχθεί. Οι περισσότεροι «άτιμοι» έφευγαν από την Αθήνα. Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν πολύ μεγάλη ποινή. Ο άτιμος ήταν πολύ εύκολο να γίνει θύμα, αφού δεν είχε δικαίωμα υπεράσπισης, ενώ είχε την υποχρέωση της στράτευσης. Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν ενίοτε κληρονομική. Δηλαδή, αν ο οφειλέτης του Δημοσίου δεν πλήρωνε, μετά τον θάνατό του οι κληρονόμοι του έχαναν επίσης τα πολιτικά τους δικαιώματα, αν δεν πλήρωναν το χρέος του πατέρα τους. Και η «ατιμία» εκληρονομείτο. Οι ξένοι δεν μπορούσαν να κατέχουν δημόσια αξιώματα ούτε ακίνητη περιούσια ούτε μπορούσαν να νυμφευθούν Αθηναία. Οι μέτοικοι ήταν αλλοδαποί με την υποχρέωση πληρωμής φόρων και στράτευσης.
Εχουν γραφεί πολλά για τη δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα. Οι περισσότεροι δούλοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή απόγονοί τους. Οι ελεύθεροι μπορούσαν να γίνουν δούλοι, αν δεν πλήρωναν τις οφειλές τους προς το Δημόσιο. Ο Σόλωνας απαγόρευσε το θλιβερό φαινόμενο οι φτωχοί Αθηναίοι να πουλούν ως δούλους τα παιδιά τους, για να εισπράξουν χρήματα. Οποιοσδήποτε προσπαθούσε να κάμει δούλο έναν ελεύθερο πολίτη διωκόταν επί ανδραποδισμώ. Ο δούλος ως περιουσιακό στοιχείο μπορούσε να πουληθεί ή να δωρηθεί. Δεν είχε πολιτικά ούτε νομικά δικαιώματα. Ο κύριος δεν επιτρεπόταν βέβαια να σκοτώσει τον δούλο, αλλά είχε το δικαίωμα να τον τιμωρήσει… Η θυματοποίηση των δούλων στην Αθήνα ήταν πολύ ηπιότερη από τη θυματοποίηση σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Στην Αθήνα ήταν περίπου 100.000 δούλοι, έναντι 30.000 Αθηναίων και 10.000 μετοίκων. Η Αθήνα ήταν ο μόνος τόπος, όπου η συμπεριφορά έναντι των δούλων ήταν η πιο ανθρώπινη και πιο λογική. Οι δούλοι στην Αθήνα εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί, φύλακες αρχείων, βοηθοί αρχόντων, προϊστάμενοι των μεταλλείων, βοηθοί των οπλιτών στον στρατό και παιδαγωγοί. Στα μεταλλεία πραγματικά οι συνθήκες εργασίας ήταν σκληρές. Οι Αθηναίοι που χρησιμοποιούσαν δούλους πλήρωναν ειδικό φόρο. Φιλοσοφικές φωνές, όπως εκείνη του Αριστοτέλη, καταδίκαζαν τη δουλεία ως θεσμό. Στην Αθήνα πριν να έλθει ο Χριστιανισμός είχε αρχίσει η απελευθέρωση των δούλων, ιδίως εκείνων που πήραν μέρος σε πολέμους. Παρ? όλα αυτά δεν μπορούμε παρά να παραδεχθούμε πως στην τάξη των δούλων σημειώθηκαν πολλά θύματα ακόμα και στην Αθήνα, γι? αυτό και η δουλεία στον αρχαίο κόσμο ζωγραφίζει με τα πιο σκοτεινά χρώματα τη θυματοποίηση ανθρώπινων πλασμάτων.
Θα κλείσουμε το σημείωμά μας με τις ποινές, τις οποίες επέβαλαν τα Δικαστήρια στην Αθήνα. Η αυστηρότερη ποινή ήταν η θανατική. Η εκτέλεση γινόταν από κάποιον επαγγελματία, υπάλληλο του Δήμου, γι? αυτό λεγόταν δήμιος. Δεν γίνονταν εκτελέσεις στη διάρκεια θρησκευτικών εορτών. Υπήρχαν τρεις μέθοδοι εκτέλεσης. Ο λάκκος, μέσα στον οποίο ρίχνονταν οι κατάδικοι ζωντανοί και πέθαιναν στον πυθμένα του λάκκου, αν δεν σκοτώνονταν κατά την πτώση. Αργότερα σκοτώνονταν και μετά νεκροί ρίχτονταν στον λάκκο. Η δεύτερη μέθοδος ήταν το τύμπανο. Ο κατάδικος δενόταν σφικτά με χαλκάδες πάνω σ? ένα όρθιο σανίδι και πέθαινε ή από την πείνα ή ίσως στραγγαλιζόταν από το σκληρό περιλαίμιο που κρατούσε τους χαλκάδες. Μια τρίτη μέθοδος ήταν η δηλητηρίαση με κώνειο, όπως έγινε η εκτέλεση του Σωκράτη. Ο απαγχονισμός και ο αποκεφαλισμός δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στην Αθήνα. Η εξορία ήταν ακόμα μια αυστηρή ποινή, που επιβαλλόταν για ακούσια ανθρωποκτονία, ενώ για την ανθρωποκτονία με πρόθεση χρησιμοποιούταν η μέθοδος του τυμπάνου. Αλλες ποινές ήταν η ατιμία και ο εξοστρακισμός. Η μετατροπή σε δούλο επιβαλλόταν μόνο σε ξένους. Σε παλαιότερες εποχές ήταν δυνατό να επιβληθεί η ποινή αυτή και σε Αθηναίο πολίτη. Η φυλάκιση χρησιμοποιούταν λιγότερο συχνά από τα Δικαστήρια για κάποιο χρέος ή για εξύβριση, εμπορικές παραβάσεις κ.λπ. Σε περιπτώσεις κλοπής η ποινή ήταν ο φάλαγγας επί πέντε μερόνυχτα. Η μαστίγωση δεν επιβαλλόταν σε ελεύθερους πολίτες, όπως και οποιαδήποτε σωματική κακοποίηση, παρά μόνο σε δούλους. Στους Αθηναίους πολίτες η μαστίγωση γινόταν μόνο στην περίπτωση της αποπλάνησης γυναίκας. Ο συγγενής της γυναίκας είχε το δικαίωμα να μαστιγώσει τον δράστη. Οι χρηματικές ποινές ήταν οι πιο συνηθισμένες. Εκείνος που δεν πλήρωνε έμενε στη φυλακή μέχρι να πληρώσει. Η χάρις και η αμνηστία ήταν γνωστές στην Αθήνα.