Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΛΟΥΠΑΣΗΣ*
Η εναντίον του Αγαμέμνονα οργή (μήνις) του Αχιλλέα, που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα γεγονότα της Ιλιάδας, προκλήθηκε από το ότι ο αρχιστράτηγος των Αχαιών, εκμεταλλευόμενος την ισχύ που απέρρεε από τη θέση του, αφαίρεσε από τον Αχιλλέα το γέρας με το οποίο είχαν τιμήσει την επίδοσή του στον πόλεμο.
Ηταν μια σκλάβα, κόρη του Βρισέα, την οποία απαίτησε και πήρε ο Αγαμέμνονας, επειδή στο μεταξύ ο ίδιος αναγκάστηκε να αποδώσει στον πατέρα της μια άλλη κοπέλα, θυγατέρα του ιερέα του Απόλλωνα Χρύση.
Ο Όμηρος παρουσιάζει στην πρώτη ραψωδία τού μεγαλόπνοου έργου του με τρόπο αξιοθαύμαστο το σκηνικό μέσα στο οποίο έλαβαν χώρα τα σχετικά γεγονότα:
Με πρωτοβουλία του Αχιλλέα συγκεντρώθηκε όλος ο στρατός των Αχαιών ο οποίος βρισκόταν σε απόγνωση λόγω του πλήθους των θανάτων που επέφερε ο σταλμένος από τον Απόλλωνα λοιμός. Εκεί ζητήθηκε από τον μάντη Κάλχα να αποκαλύψει την αιτία της οργής του θεού. Και αιτία ήταν το ότι ο Αγαμέμνονας φέρθηκε προσβλητικά στον Χρύση και τον απέπεμψε, όταν αυτός με λύτρα πήγε και ζήτησε να απελευθερώσουν τη θυγατέρα του. Ο Κάλχας αποκάλυψε και τον τρόπο με τον οποίο ήταν δυνατόν να σταματήσει ο λοιμός: ο αρχιστράτηγος έπρεπε να ελευθερώσει την Χρυσηίδα. Και αυτός, όταν διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να μην υπακούσει στη θεϊκή εντολή, αποφάσισε να αφαιρέσει από τον Αχιλλέα την Βρισηίδα. Με δυσκολία, και ύστερα από παρέμβαση της Αθηνάς, ο γιος της Θέτιδας συγκράτησε το θυμό του και δεν κάρφωσε το ξίφος στον άδικο βασιλιά των Μυκηνών. Αν όμως κατάφερε να συγκρατήσει το χέρι του, δεν χρειάστηκε να κάμει το ίδιο και με τη γλώσσα του: με οργίλους και υβριστικούς λόγους έδειξε τα αισθήματά του και την περιφρόνηση με την οποία έβλεπε τον Αγαμέμνονα, συγχρόνως δε προειδοποίησε για το βαρύ τίμημα που θα πλήρωνε όλος ο στρατός, αφού ο ίδιος θα αποσυρόταν μαζί με τους Μυρμιδόνες του από τον πόλεμο. Με τη συνέχεια των γεγονότων δεν θα ασχοληθούμε εδώ.
Θα σταθώ σε ένα σημείο από τα λόγια που εκστόμισε ο Αχιλλέας. Σε ένα σημείο, αν και θα ήταν δυνατόν να σχολιάσει κανείς και μάλιστα διά μακρών πολλά από όσα βρήκε τη δύναμη να πει στον Αγαμέμνονα αδιαφορώντας για τη θέση που είχε μέσα στο στράτευμα. Είναι ο στίχος 231 (της ραψωδίας Α), που περιέχει χαρακτηρισμό του Αγαμέμνονα και αποτελείται από πέντε λέξεις: ´δημοβόρος βασιλεύς, επεί ουτιδανοίσιν ανάσσεις´. Σε ελεύθερη απόδοση, ο Αχιλλέας λέει στον Αγαμέμνονα: είσαι βασιλιάς που κατατρώγει ό,τι ανήκει στο λαό, αυτό όμως το καταφέρνεις επειδή ο λαός σου είναι τιποτένιος, οι άνθρωποι που κυβερνάς είναι ασήμαντοι (κατά τη μετάφραση Ιακ. Πολυλά, «τω όντι αχρείους κυβερνάς, λαοφάγε βασιλέα!). Για να υπάρχει πληρέστερη εικόνα, προσθέτω ότι λίγο αργότερα (στίχοι 293-296) ο Αχιλλέας είπε κάτι ακόμη, σχετικό με τα παραπάνω λόγια: θα ήμουνα δειλός και τιποτένιος, αν δεχόμουνα από σένα, Αγαμέμνονα, εντολές. Εντολές να δίνεις σε άλλους, όχι σ? εμένα!
Την προσοχή μας κερδίζει όχι τόσο το ότι έχουμε μπροστά μας έναν από τους θυελλώδεις (και σύμφωνα με τη σημερινή ορολογία) ομηρικούς καυγάδες. Την κερδίζει η διαχρονικότητα των λόγων του Αχιλλέα. Ο μέγας ποιητής Όμηρος σκιαγράφησε με λίγες λέξεις τον τύπο του ανθρώπου ο οποίος στο πέρασμα του χρόνου έμελλε να εμφανιστεί πολλές φορές και να ασκήσει εξουσία «πίνοντας το αίμα» ολόκληρου λαού. Συγχρόνως όμως έδειξε αφ? ενός τις ευθύνες που έχει και ο ίδιος ο λαός, αφ? ετέρου τον τρόπο με τον οποίο ένας δυνάστης πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Αναμφίβολα, αυτό που έκαμε ο Αχιλλέας δεν είναι εύκολο να το κάμει οποιοσδήποτε. Μπορούμε χωρίς δυσκολία να φανταστούμε τι θα ακολουθούσε, αν τα λόγια που είπε ο μεγάλος εκείνος ήρωας τα έλεγε κάποιος άλλος και μάλιστα «κοινός θνητός». Ασφαλώς, το ότι μητέρα του ήταν μια «θεά» τον όπλιζε με μεγαλύτερη δύναμη, με περισσότερο θάρρος, με ανυποχώρητη αποφασιστικότητα, ακόμη και με πνεύμα μαχητικό και επιθετικό. Αξιοσημείωτο όμως είναι το ότι όλα αυτά τον έσπρωξαν μέχρι ένα σημείο, αφού δεν παρασύρθηκε σε χειροδικία, πολύ περισσότερο σε ενέργεια με ανεπανόρθωτο αποτέλεσμα. Γι? αυτό μετά τη λεκτική αντιπαράθεση, και κουβαλώντας το θυμό του και την αγανάκτησή του, αποσύρθηκε στη σκηνή του και εν συνεχεία απέδωσε στον Αγαμέμνονα τη σκλάβα που εκείνος απαίτησε να κάμει δική του. Και ύστερα από λίγο κλαίοντας είπε τον πόνο του στη μητέρα του!
Ο Όμηρος διδάσκει με τρόπο μοναδικό: δείχνει το δρόμο ο οποίος οδηγεί στη διεκδίκηση όσων μας ανήκουν, συγχρόνως όμως προβάλλει την αξία που έχει η επίδειξη ψυχραιμίας. Η σύνεση πρέπει να είναι κυρίαρχη δύναμη ακόμη και σε στιγμές πάθους. Και εκείνος που αδικείται καλό είναι να γνωρίζει ότι, ακόμη και αν δεν καταφέρει να βάλει σε τάξη τα πράγματα, «έσσεται ήμαρ» (Ιλιάς Δ, 164), θα έρθει μέρα που ο άδικος θα πληρώσει για την αδικία του. Το αναγγέλλει αυτό ο ποιητής βάζοντας στο στόμα του Αχιλλέα «μέγαν όρκον»- προειδοποίηση: θα έρθει μέρα που από το ξίφος του Έκτορα θα πέφτουν νεκροί πλήθος Αχαιοί. Όλοι τότε θα αναζητούν τον Αχιλλέα, και ο ίδιος ο Αγαμέμνονας θα αναλογίζεται το λάθος που έκαμε ατιμάζοντας τον πιο εκλεκτό από όλους.
Παράλληλα όμως με όλα αυτά προχωρεί και μια άλλη σκέψη. Συμφωνούμε πως ο Αχιλλέας ύψωσε το ανάστημά του επειδή είχε για στήριγμα όσα προαναφέρθηκαν. Συμφωνούμε και για το ότι πολλά χρωστούσε στην καταγωγή του και στο ότι ήταν γιος του βασιλιά Πηλέα γεννημένος από μια θεά. Κάθε άνθρωπος όμως, από όπου κι αν βαστά η καταγωγή του, καλείται κάποια στιγμή να αποδείξει αν είναι άξιος να σηκώσει στους ώμους το βάρος που συνεπάγεται αυτή η καταγωγή ή αν μοιραίος και άβουλος δέχεται να υποστεί τις συνέπειές της. Και περαιτέρω, κάθε άνθρωπος έχει μπροστά του μια διαδρομή να διανύσει, έναν αγώνα να αγωνισθεί. Ο ίδιος μπορεί σε μεγάλο ή και σε απόλυτο βαθμό να δώσει το στίγμα του, να γίνει ένας κάποιος «Αχιλλέας». Ή, τουλάχιστον, οφείλει να παλέψει γι? αυτό.
Είναι φανερό πως ο Αχιλλέας δεν συνιστά, τελικά, μια ανεπανάληπτη περίπτωση ανθρώπου, ή έστω «ημίθεου», ο οποίος ενεργεί όπως ενεργεί χάριν του εαυτού του. Ο ποιητής τον υψώνει σε σύμβολο στηλιτεύοντας με τον τρόπο του κάθε «ουτιδανό» άνθρωπο, κάθε άνθρωπο δηλαδή που έχει παραδοθεί στη «μοίρα» του, σκύβει το κεφάλι, υποκύπτει στη δύναμη και στην αυθαιρεσία του ισχυρού παραιτούμενος από το δικαίωμα που έχει να ζει τουλάχιστον με αξιοπρέπεια. Έτσι αναδεικνύεται με τον πιο λαμπρό τρόπο η έννοια και η αξία της τιμής, της ιδιότητας δηλαδή που συνοδεύει κάθε άνθρωπο ο οποίος συναισθανόμενος την ιδιαιτερότητά του ως όντος με υψηλό προορισμό ακολουθεί αταλάντευτα τη διαδρομή που οδηγεί και στη δικαίωση της ύπαρξής του. Είναι πολύ σημαντικό να θυμηθούμε στο σημείο αυτό το ότι ο Σωκράτης απολογούμενος στο δικαστήριο που είχαν στήσει οι συμπολίτες του για να τον εξοντώσουν και υποδεικνύοντας το χρέος του ανθρώπου όταν βρίσκεται μπροστά σε κίνδυνο φρόντισε να υπενθυμίσει τι έπραξαν και οι υπόλοιποι ήρωες στην Τροία, ειδικότερα όμως ο «υιός της Θέτιδος» με το να επιλέξει το δρόμο του χρέους και της τιμής. Αν η επιλογή του ήταν διαφορετική, ο ίδιος θα καταντούσε «άχθος αρούρης» (Ιλιάς Σ, 104) – βάρος της γης, ασήμαντος και τιποτένιος!
Εξ άλλου, όπως «δημοβόροι βασιλείς» σημάδεψαν με την παρουσία τους όλες τις ιστορικές περιόδους, υπάρχουν δε ακόμη και στην εποχή μας, έτσι οι «ουτιδανοί» άνθρωποι δεν έλειψαν και δε λείπουν από το ανθρώπινο γένος. Συμβαίνει αυτό είτε από δική τους αδυναμία είτε από έλλειψη παιδείας και καλλιέργειας εσωτερικής είτε από εξαναγκασμό ? πιθανότατα υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Και συμβαίνει παρά το γεγονός ότι δεν είναι λίγα τα πρότυπα και τα παραδείγματα πίσω από τα οποία θα μπορούσαν να στοιχηθούν και να ακολουθήσουν όλοι τους.
Εκτός από όλα αυτά, θα ήταν παράλειψη να μην επισημανθεί ότι, αλλάζοντας επίπεδο εξουσίας, ανάλογες διαπιστώσεις είναι δυνατόν ή και επιβάλλεται να γίνουν για μεγάλο πλέγμα σχέσεων που διαμορφώνονται ανάμεσα σε άρχοντες και σε αρχόμενους, ανάμεσα σε ανωτέρους και σε κατωτέρους, ανάμεσα στον προϊστάμενο και στον υφιστάμενο. Όποιος δηλαδή βρίσκεται στην κλίμακα μιας ιεραρχίας έχοντας από πάνω του κάποιον «προϊστάμενο» πρέπει να γνωρίζει ότι, αν έχει συμπεριφορά και πολιτεία «ουτιδανού» ανθρώπου, κινδυνεύει να εισπράξει οδυνηρά επίχειρα. Συγχρόνως όμως, όπως διεκήρυξε ο Σωκράτης στην Απολογία του, «στη θέση που κάποιος από μόνος του επιλέξει να υπηρετήσει κρίνοντας ότι αυτό είναι το σωστό ή που θα τοποθετηθεί από κάποιον άρχοντα, σ? αυτήν τη θέση πρέπει να μείνει σταθερός και να μάχεται, χωρίς να υπολογίζει το θάνατο ή οτιδήποτε άλλο προκειμένου ν? αποφύγει κάτι ατιμωτικό».
Μέσα από όλες αυτές τις σκέψεις και τα σχόλια οδηγείται κανείς, και μάλιστα αβίαστα, στο συμπέρασμα ότι χρέος κάθε ανθρώπου είναι να αγωνίζεται για την τιμή και για την αξιοπρέπειά του. Με αταλάντευτη σταθερότητα, με προσήλωση σε θεμελιώδεις αρχές και αξίες, με πυξίδα και οδηγό τη σύνεση είναι δυνατόν να δίνει την απάντησή του τόσο σε τυραννίσκους της καθημερινής ζωής εμφανιζόμενους στον επαγγελματικό στίβο ή στους διαδρόμους της κοινωνίας όσο και σε «δημοβόρους βασιλείς», που μάλιστα ξεχνούν ότι η εξουσία τους κάποια μέρα θα τερματισθεί, ίσως και με παταγώδη και επονείδιστο τρόπο.
*φιλόλογος