Του Γ. ΟΥΝΤΡΑΚΗ
Είχε ένα σημάδι στο μπράτσο από ένα αόριστο πιστόλι. Μπήκε στο σπίτι και ζήτησε κονιάκ· Kατακαλόκαιρο?
Τα παιδιά στη γειτονιά φώναζαν: “Ο Τρομερός «Μαύρος», γύρισε”. Υστερα τσιμουδιά.
“Στο χαρκιδιό της φυλακής χτυπούν οι τσιγγάνοι, μου είπε, ανέμους που δεν έρχονται από τον ουρανό”.
Υστερα ζήτησε και δεύτερο κονιάκ.
“Ο τρομερός Μαύρος, γύρισε?” φώναζαν τα παιδιά.
Σα να άκουγα και εγώ τώρα τους χτύπους στο χαρκιδιό.
Ζήτησε να βγει, να καθίσει στην αυλή. Χατίρι δεν του χαλάσαμε.
Ενα αλήτικο σύννεφο πήγε και κάθισε πάνω απ? το κεφάλι του.
Αναψε τσιγάρο. Εβρισε λόγια της φυλακής και το ?σβησε αμέσως.
Τα λόγια του ήταν λίγα και ακαταλαβίστικα. Μα συμπονετικά?
Εκλεισε τα μάτια σα να κοιμάται.
Πήγα να του σιμώσω. Να τον μυρίσω.
“Απέραντες πεδιάδες?”.
Αμέσως άνοιξε τα μάτια του και έβαλε γέλια τρανταχτά.
Σείστηκε το πελεκούδι στην αυλή.
– “Τώρα, η γειτονιά είναι λεύτερη από τον φόβο, μου είπε. Τώρα γύρισα”.
– “Μαύρο, γιατί σε λένε;”.
– “Για τα μούτρα μου και τα σώψυχά μου”.
– “Τα ακαταλαβίστικα”.
Η μάνα μου έτρεξε χωρίς να της το πει και του ?βαλε, άλλο ένα κονιάκ.
– “Μη φοβάσαι· τώρα δεν θα ?ρθουν οι εργολάβοι να σας πάρουν την αλάνα. Τώρα θα παίζετε μπάλα, λεύτεροι”.
Ετρεξα να το πω στ? άλλα τα παιδιά. Είχαν κουρνιάξει στην αυλή του Πετράν.
– “Εχει πιστόλια, απάνω του;” με ρώτησε η Φρόσω.
– “Μυρίζει σα γιασεμί”, της είπα.
Βούρκωσε το Φροσάκι.
– “Μου ?πε ότι θα παίζουμε μπάλα λεύτεροι!”.
Εφυγε ο Στέλιος με τον Πετράν και έστησαν το τραγούδι.
Εστρωσα τα μαλλιά μου και γύρισα στο σπίτι.
– “Μάνα, που είναι ο «Μαύρος»;”.
– “Στην απάνω γειτονιά· μοιράζει φυλαχτά της φυλακής και κουράγιο στον κοσμάκη?”.