Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

1941-2018: Εβδομήντα εφτά χρόνοι, από τότε…

Θυμάται και καταγράφει αναμνήσεις του, ο εννιάχρονος τότε: Σταμάτης Απ. Αποστολάκης

«…Τέλος του Μάη του ‘41 αλωνίζαμε το βίκο στην Αγία Ειρήνη. Κάποια στιγμή ακούμε φωνές: «Πέφτουνε Γερμανοί στο Μάλεμε! Απού τον ουρανό!» Σύντομα έγινε χαλασμός.

Τρέξανε όλοι στα σπίτια τους, πήρανε ό,τι βρήκανε, γκράδες, σκαλίδες, και τρέξανε όλοι προς το Μάλεμε. Και η συνέχεια:
– Από το τέλος του Μάη ως την πρώτη του Ιούνη ακουγότανε “χαλασμός Κυρίου” στην Κάντανο και στα γύρω της χωριά! Τρέξανε πάλι χωριανοί εκεί. Δεν επεράσανε πολλές μέρες κι αρχίσανε να ‘ρχονται στο χωριό μας οι “καημένοι” από την πυρπολημένη Κάντανο. Τους περιθάλψαμε όπως μπορούσαμε. Το ίδιο έγινε και το ‘43, που κάψανε τα Κάτω Χωριά. Οι γονείς μου πήρανε και τότε δύο ανήμπορες (Ευαγγελινή θυμάμαι, λέγανε τη μια) γερόντισσες, και τις φιλοξενήσαμε στο σπίτι μας. Μοιραστήκαμε μαζί τους ό,τι είχαμε δίχως ποτέ να βαρυγκομήσουμε, για μήνες…
Ενα άλλο συγκλονιστικό γεγονός, ήταν το χαμπέρι που έφτασε από τη Μαδάρα ότι οι Γερμανοί σκοτώσανε δυο χωριανούς μας, το Νίκο το Μπουλταδάκη και το Στρατή το Τζανουδάκη. Τρέξαμε όλοι να πάμε στου παπα Μανώλη του Τζανουδάκη το σπίτι, όπου έφτασε το χαμπέρι για τον αδερφό του. Εκεί καθότανε καταγής η μάνα του σκοτωμένου και “τζαγκουρνομαδιούντανε”. Τρέξαμε και στου Μπουλταδονικολή το σπίτι, όπου θρηνούσε και οδυρόταν η χήρα του σκοτωμένου. Θρήνος παντού. Ακόμα βλέπω στην αυλή τη Τζανουδοχρήσταινα να τραβά τα μάγουλά της κάτω και να τρέχουνε τα αίματα.
Όταν έγινε το κάψιμο των Κάτω Χωριών, πρώτη Οκτώβρη του ‘43, βρισκόμασταν στον Ομαλό, στο σπίτι μας. Φτάσανε οι Γερμανοί την ώρα που ο πατέρας μου κρατούσε ένα “σιγκλί” και πήγαινε στο Παπαδονικολιανό πηγάδι. Είδανε οι Γερμανοί το σιγκλί που γυάλιζε και του παίξανε δυο, μια τον βρήκε στη γνάθο και η άλλη στον αντίχειρα. Τον εφέρανε ύστερα “βολοσερτό” στο σπίτι μας και τον αφήσανε εκεί μπροστά, με εντολή να τους περιμένει μέχρι να γυρίσουνε από τον Άη Θόδωρο, που είχαν το φυλάκιό τους. Ο πατέρας μου, τύλιξε το χέρι του, πήρε το όπλο του και έφυγε. Οταν γυρίσανε οι Γερμανοί και δεν τον είδανε εξαγριώθηκανε. Μας παίρνουνε με σπρωξιές εμένα 10χρονο και τη Γιωργία μας 8χρονη και μας πάνε στον πύργο του Χατζημιχάλη Γιάνναρη. Είδαμε από την ανοιχτή πόρτα, τον εσωτερικό του χώρο, να είναι γεμάτος σίκαλη, μέχρι σχεδόν τη σκεπή. Εκεί μας αφήσανε και το βράδυ όλο. Κλαίγαμε όλη νύχτα. Με την ανατολή του ήλιου μας είπανε «Παρτί, χάουζ» και μας εδιώξανε. Πήραμε το δρόμο και γυρίσαμε… Μας φιλοξένησε η Γεωργιακογιώργαινα, που έμενε δίπλα μας στα Ρεβατσά. Η “λαλή” μου από την Αγία Ειρήνη, έφερε το μεσημέρι ρούχα να μας αλλάξει και μας είπε τα νέα: ότι δηλαδή σημειώσανε το όνομα του πατέρα μου και για αντίποινα πήρανε τη μάνα μου στην Αγιά. Πρώτα τους μαζέψανε όλους στον Αγιο Αντώνη, που είναι ο κεντρικός ναός του χωριού Αγίας Ειρήνης. Υστερα τους οδηγήσανε με τα πόδια στον Πρασέ, στο χάνι του Μπουλταδάκη. Τους “μονομερήσανε” όλους στο “χάνι”. Υπήρχε εκεί μέσα και ένας νεκρός Γερμανός, που είχε σκοτωθεί πριν τρεις μέρες στα “Ελληνικά” του Καμπανού. Η δυσοσμία από την παρουσία του άταφου πτώματος ήταν αφόρητη, δεν τολμούσε όμως κανείς να διαμαρτυρηθεί. Υστερα μεταφέρανε τα γυναικόπαιδα στην Αγιά. Εκεί βάλανε εκατόν είκοσι γυναίκες σε ένα τεράστιο θάλαμο, που γέμισε ασφυκτικά. Των έδιναν για γεύμα μια νεροφασολάδα, μέσα σε άπλυτα κονσερβοκούτια. Εκεί κοιμόντουσαν, εκεί τρώγανε, εκεί αποπατούσανε. Ο Δεσπότης των Χανιών ο Αγαθάγγελος, που πολλές φορές επήγαινε στην Αγιά να παρακαλέσει το Διοικητή Αντρέ να κάνει έλεος, είδε εκεί και την ετοιμόγεννη μάνα μου. Εξαγριώθηκε και είπε του Διοικητή των φυλακών Αγιάς:
– Δε φοβάστε Θεό; Κι είστε και βαφτισμένος…
Με τα πολλά αφήσανε τη μάνα μου. Πήγε με τα πόδια μέχρι το Λαγγό. Φιλοξενήθηκε στου Μακρινογιώργη το σπίτι και πρωί πρωί πήρε τη “στράτα” για Νέα Ρούματα, όπου φιλοξενήθηκε στου Μούστεράκη “το κατώι” γιατί ήταν γεμάτη ψείρες. Υστερα το έμαθε ο μπάρμπας μας ο Μπουλταδομανώλης και τη φιλοξένησε κι αυτός μια βραδιά. Ζύγωνε όμως η ώρα να γεν­νήσει η μάνα μου, κι εκείνη αγωνι­ζόταν να φτάσει ως στο σπίτι μας. Φτάνοντας στην Αγία Ειρήνη κατά­λαβε ότι είχε έρθει η ώρα. Γεννήθηκε εκεί ο αδελφός μου, τον οποίο βαφτίσαμε στον Αη Δημήτρη.
(Τη μάνα μου την είχα στο σπίτι μας, στη Νέα Χώρα, είκοσι χρόνους. Σε κά­ποια εκδήλωση της Ι.Λ.Α.Ε.Κ. που έγινε στα 1993, συναίνεσε να παραστεί κι εκείνη στην Αγιά, αλλά δεν άντεξε. Εκεί, στον φοβερό τόπο, λιποθύμισε μπροστά στα σκαλιά της φυλακής. Ο διευθυντής  επέτρεψε πιο πριν να δούμε τον θά­λαμο όπου είχαν στοιβαχτεί οι εκατόν είκοσι γυναίκες, κι η μάνα μου έψαχνε να θυμηθεί, στο κελλί που είχε τόσα υποφέρει, το σημείο όπου “γκρουβόταν” και “ξεγκρουβόταν” ενώ ήταν έγκυος.)
Το ‘44, σε νέα έφοδο, οι Γερμανοί πιάσανε τον πατέρα μου στα Κασσελιανά, και τον είχαν δεμένο σε μια ελιά. Πήγαμε εκεί κατά προτροπή του παπά. Κλαίγαμε όλα τα παιδιά και τον άφησαν για λίγο, να ‘ρθει στο σπίτι…
Στις εννιά Φλεβάρη του ’44, οι Γερμανοί σπάσανε με λακτές τις πόρτες και μπήκανε στα σπίτια. Ο πατέρας μου έλειπε στην κλινική Παΐζη, διότι είχε κακοσυνέψει το χέρι του το τραυματισμένο. Μαζέψανε όλους τους χωριανούς και ξεδιαλέξανε όσους θέλανε. Τους πήγανε στην Αγιά και από ‘κει στο Μάλεμε για τα στρατόπεδα Γερμανίας. Από το Καμπανό πήραν και τα δυο Δεκαβαλλάκια, τα οποία επέζησαν και επέστρεψαν και από τα οποία ο Γιάνης σκοτώθηκε αργότερα στο Βίτσι. Συ­νολικά πήρανε κάπου σαράντα οχτώ άτομα, από τα οποία ελάχιστα επέζησαν.
– Όταν μαθαίναμε για έναν έναν από τους ομήρους ότι τον κάψανε στα κρεματόρια, δεν περιγράφεται αυτό που γινότανε στο χωριό. Χαλασμός, συμμετεί­χαμε όλοι στο πένθος, δεν είχε σημασία αν ο νεκρός ήταν από το δικό μας χωριό. Ακόμα και όταν γύρισαν τα δυο Δεκαβαλλάκια θυμάμαι ότι έγινε θρή­νος στο σπίτι. Πηγαίνανε οι συγγενείς των σκοτωμένων και ρωτούσανε πώς πέθαναν οι δικοί τους. Ενας από τους τελευταίους που γυρίσανε πρέπει να ήταν ο Μιχάλης ο Κουλουρίδης. Η “λάλη μου”, με πήρε στα Κουλουριδιανά να τον υποδεχτούμε. Επήγαμε στου Κουλουριδοστελιανού το σπίτι και είδαμε το γιο του πετσί και κόκκαλο. Ο πατέρας του έδωσε εντολή να φτιάξουνε πιλάφι. Στέσανε ένα πλούσιο τραπέζι και κάποια στιγμή ένας Αγιοερηνιώτης χωρια­νός σκέφτηκε να πει ένα τραγούδι. Σηκώνεται στη μέση του τραπεζιού ο πα­τέρας του Μιχάλη και λέει:
«-Στο σπίτι μου κανείς δε θα τραγουδήσει απόψε. Γιατί μπορεί να γυρίσει ο γιος μου, μα άφησε καλύτερούς του εκεί, στη Γερμανία!…»
Αυτό ήταν το μεγαλείο, αυτή ήταν η ανθρωπιά των ανθρώπων του τόπου μας! Προσωπικά θυμάμαι πάντα τη φράση που έλεγε η συχωρεμένη η μάνα μου: «Να μην τα δώσει ο Θεός, παιδί μου, μούδε του εχθρού του τα πάθη μας στην Αγιά! Και να εις την ευκή μου, μη με ξαναφέρεις εδώ!».
“Σε φυλακής ρηγόπορτα μια μαυροφόρα κλαίει
Και σκοτεινιάζει ο ουρανός, τα σίδερα πλαντάζουν
Κι αντιλαλούνε τα κελιά το βόγγο και το θρήνο
Κλαίει για το αίμα πού ‘βαψε του Γολγοθά το χώμα
Τα νιάτα που χαθήκανε, τα σπίτια που ορφάνεψαν
Τα βάσανα που πέρασε στης φυλακής τον τόπο:
– Θέ μου, και μήτε στον εχθρό…”
(Νεοριζίτικο, Πόπης Ντουντουλάκη, εμπνευσμένο, ποιημένο, μόλις τέλειωσε η παραπάνω διήγησή μας).
Ηταν το κείμενο – διήγησή μου, στην πολυτάλαντη συγγραφέα εκλεκτή γιατρό και Άνθρωπο, καθώς και χαρισμάτική ποιήτρια νεοριζίτικων, το οποίο ενέταξε στο έργο της: “Η Μνήμη και η στάχτη” τ. VII, έκδοση της Νομαρχ. Αυτοδ/σης Χανίων, Χανιά, Μάιος 2010, σχ. 8ο, σ. 136, Τόμος ανεκτίμητος!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα