Υπέροχο στέρνο, έντονοι μύες, έτοιμοι να δείξουν τη δύναμή τους, φορέματα που κολλάνε στο σώμα και αναδεικνύουν τις γραμμές του. Και στην τέχνη οι Ελληνες αναζητούσαν το ιδεώδες. Τα ελληνικά αγάλματα ξεπέρασαν σε τεχνοτροπία τα γλυπτά των άλλων λαών και έθεσαν καλλιτεχνικά πρότυπα. Σε διάστημα μισού αιώνα οι Ελληνες τελειοποίησαν την τέχνη της γλυπτικής, υψώνοντάς την σε άγνωστα ως τότε επίπεδα. Το καλλιτεχνικό ιδεώδες που δημιούργησαν ουδέποτε ξεπεράστηκε.
Βήμα 1ο : ΛΑΤΟΜΕΙΟ
Ολέθριο και το παραμικρό λάθος
Μία και μόνη ρωγμή στην άκρη ενός μαρμάρινου μονόλιθου μπορούσε να προκαλέσει τεράστια απογοήτευση στους αρχαίους λατόμους, αφού σήμαινε ότι πολλές εβδομάδες δουλειάς είχαν πάει στο βρόντο. Στα αρχαία λατομεία της Ελλάδας, με κύρια εκείνα της Πεντέλης, της Πάρου, της Νάξου και της Θάσου, οι εργάτες αναζητούσαν μαρμάρινους μονόλιθους κατάλληλους για τη σμίλευση αγαλμάτων σε μέγεθος μικρότερο, ίδιο ή μεγαλύτερο από το φυσικό, ανάλογα με την παραγγελία. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις είναι εμφανές σε ποιο σημείο σταμάτησαν οι λιθοξόοι ή οι γλύπτες επειδή το πέτρωμα είχε ψεγάδια ή γιατί μια λάθος σφυριά κατέστρεψε το μάρμαρο.
Βήμα 2ο : Σκάλισμα
Οι Ελληνες εξέλιξαν την τεχνική των Αιγυπτίων
Στην αρχή της αρχαϊκής περιόδου (περί το 600 π.Χ.) οι Ελληνες γλύπτες χρησιμοποιούσαν, σύμφωνα με ορισμένες θεωρίες, ένα σύστημα συντεταγμένων με τετράγωνα πεδία για να τοποθετήσουν σωστά διάφορα μέρη του σώματος βάσει συγκεκριμένων αναλογιών. Η τεχνική αυτή προερχόταν από την Αίγυπτο, ήταν απλή και πρακτική και έδινε ασφαλές αποτέλεσμα.
Οι Ελληνες γλύπτες όμως ασφυκτιούσαν από τους περιορισμούς της συγκεκριμένης τεχνικής. Ετσι αναζήτησαν νέα μέθοδο, για μεγαλύτερη ποικιλία στην εμφάνιση των αγαλμάτων. Πρώτα έφτιαχναν σε πηλό ένα πρότυπο του αγάλματος. Στη συνέχεια μετέφεραν τα χαρακτηριστικά του στον ακατέργαστο όγκο μαρμάρου χρησιμοποιώντας ένα εξελιγμένο σύστημα από κρεμαστές στάθμες (ζύγια) ή, αν το τελικό έργο ήταν μεγαλύτερο από το πρότυπο, μετρούσαν διάφορα σημεία του και αφού υπολόγιζαν τις αναλογίες μεγεθύνοντάς τες τις μετέφεραν στο ακατέργαστο μάρμαρο.
Βήμα 3ο : Λεπτομέρειες
Τα χέρια προσθέτονταν στο τέλος
Πολλές φορές σμίλευαν τα αγάλματα σε περισσότερα από ένα κομμάτια και τα συναρμολογούσαν στο τέλος. Αυτό συνέβαινε για λόγους οικονομίας. Αν έκοβαν τη μορφή με το απλωμένο χέρι από τον ίδιο μονόλιθο, αυτός έπρεπε να είναι πολύ μεγάλος, πράγμα που σήμαινε ότι αρκετό μάρμαρο θα πήγαινε χαμένο κατά το σκάλισμα. Η προσθήκη των μελών έδινε και το πλεονέκτημα της εύκολης αντικατάστασης αν έσπαγαν, κάτι που συνέβαινε συχνά σε ένα υλικό τόσο εύθραυστο όσο το μάρμαρο.
Ο γλύπτης κολλούσε τα μικρότερα κομμάτια στο άγαλμα με σιδερένια ή χάλκινα καρφιά, τα οποία στερέωνε άλλοτε με υγρό μολύβι και άλλοτε με ένα μαρμάρινο ´δόντι´ που εφάρμοζε σε ένα ταιριαστό κοίλωμα.
Βήμα 4ο : Χρωματισμός
Τα αγάλματα αποκτούσαν ζωή και χρώμα
Παρότι λοιπόν θεωρούμε τα αρχαία αγάλματα λευκά, στην πραγματικότητα κυριαρχούσε το χρώμα. Οι αρχαίοι Ελληνες χρωμάτιζαν τα γλυπτά πλήρως ή μερικώς, χρησιμοποιώντας μάλιστα όλα τα χρώματα της παλέτας. Τα αγάλματα που προορίζονταν για τοποθέτηση στο έδαφος βάφονταν με πιο φυσικά και απαλά χρώματα, ενώ άλλα, όπως στο αέτωμα της Ακρόπολης, είχαν έντονες αποχρώσεις (π.χ. πορτοκαλί μαλλιά, μπλε γένια) για να διακρίνονται από μακριά.
Με το πέρασμα των αιώνων οι γλύπτες επέλεγαν λιγότερο έντονα χρώματα, οπότε τα έργα της κλασικής εποχής έφεραν διαφορετικούς χρωματισμούς από τα αρχαϊκά.
Η αμοιβή των γλυπτών
Οι αγαλματοποιοί στην αρχαία Ελλάδα έχαιραν υψηλής εκτίμησης, παρότι, όπως και οι ζωγράφοι, δεν θεωρούνταν καλλιτέχνες με τη σημερινή έννοια του όρου αλλά τεχνίτες που εργάζονταν κατά παραγγελία. Τα οικονομικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας μαρτυρούν τις αμοιβές των γλυπτών: εκείνοι που έφτιαξαν τα αετώματα του Παρθενώνα πληρώθηκαν με 16.392 δραχμές, ενώ τα αετώματα του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο κόστισαν 3.010 δραχμές. Από την καταγραφή των εξόδων για την κατασκευή του Ερεχθείου στην Ακρόπολη μαθαίνουμε επίσης ότι ο Πυρόμαχος από την Κηφισιά πληρώθηκε 60 δραχμές για το γλυπτό ενός άνδρα που οδηγεί ένα άλογο. Διόλου ασήμαντο ποσό, αν σκεφτεί κανείς πως έναν αιώνα μετά ο Μένανδρος αναφέρει ότι ένας άνθρωπος μπορούσε να ζήσει με 12 δραχμές το μήνα. Βεβαίως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χρόνος που αφιέρωνε ένας γλύπτης για κάθε έργο: υπάρχουν αναφορές ότι ένα άγαλμα σε φυσικό περίπου μέγεθος χρειαζόταν κατά μέσο όρο ένα χρόνο για να κατασκευαστεί. Οι διάσημοι γλύπτες φυσικά δούλευαν παράλληλα σε περισσότερα από ένα έργα, διευθύνοντας συνήθως ένα μεγάλο εργαστήρι με πολλούς βοηθούς.
Το πρώτο γυμνό
Ενας από τους πλέον διάσημους γλύπτες της κλασικής αρχαιότητας ήταν ο Πραξιτέλης, ο οποίος έγινε γνωστός για το άγαλμα της θεάς του έρωτα, της Αφροδίτης, την πρώτη απεικόνιση γυμνής γυναίκας σε φυσικό μέγεθος στη μνημειακή γλυπτική. Το άγαλμα ήταν τοποθετημένο στο ναό της Αφροδίτης Ευπλοίας στην Κνίδο, σε ανοιχτό χώρο για να το θαυμάζουν οι επισκέπτες. Ολοι εκστασιάζονταν με τη στρογγυλάδα των γοφών της και τα μισάνοιχτα χείλη, που έδιναν την εντύπωση ότι ήταν ζωντανή. Το ανέκδοτο της εποχής, ότι η Αφροδίτη αναρωτιόταν πότε την είχε δει γυμνή ο Πραξιτέλης, αποτύπωνε την ισχυρή αίσθηση που δημιουργούσε η ανυπέρβλητη ομορφιά του αγάλματος. Επίσης, σύμφωνα με άλλη ιστορία, ένας νέος μπήκε κάποια νύχτα στο ναό και επιχείρησε να κάνει έρωτα με το άγαλμα, ενώ τα κουτσομπολιά της εποχής ήθελαν τον Πραξιτέλη να έχει χρησιμοποιήσει ως μοντέλο την περίφημη εταίρα Φρύνη.
Η Αφροδίτη της Κνίδου υπήρξε το άγαλμα με τα περισσότερα αντίγραφα στην αρχαιότητα, αν και κανένα δεν άγγιξε την τελειότητα του αυθεντικού έργου του Πραξιτέλη. Πάντως, μόνο από τα αντίγραφα έχουμε μια ιδέα του αγάλματος, γιατί το πρωτότυπο μεταφέρθηκε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη όπου καταστράφηκε σε πυρκαγιά το 476 μ.Χ.