Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Mεγάλοι ποιητές της Ευρώπης για τη Θεία Γέννηση

Στο τρίτο μέρος του ποιητικού αφιερώματος για την ποίηση της Θείας Γέννησης 2012 μετά Χριστόν ή 57 χρόνια μετά Χιροσίμα επιλέξαμε μερικά ποιήματα από μεγάλους νομπελίστες ποιητές, αλλά και από έναν ποιητή του Μεσαίωνα που τον κάψανε στην πυρά στην Τσαρική Ρωσία το 1689.

QUIRin KUHLMANN
(Κουιρίνος Κούλμαν)

*Ο Κουιρίνος Κούλμαν, γεν. τον Φλεβάρη 1651 στο Μπρέσλαου, θεωρήθηκε ως χιλιαστής – ως πολιτικός κίνδυνος για το ρωσικό κράτος και κάηκε επί πυράς στη μετέπειτα κόκκινη πλατεία στις 4.10.1689.

ΤΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Η ΒΙΒΛΟΣ
Τα Ηλύσια τα Πεδία, στη Ρώμη, αξία καμιά δεν έχουν!
Δεν πάει να λάμπη με τους κήπους της η Βαβυλώνα!
Λειμών εν μέσω ωραιότατων λειμώνων είναι η Βίβλος:
το κάλλος – κάλλος δεν είναι, μπρος στον Παράδεισό της.

Επί του Δένδρου της ζωής, τα πιο εύγευστα των σύκων
απ’ το βάθος του ορίζοντα, η κορφή του καταυγάζει
την θέαν, κυλά απ’ τα φύλλα του γλυκεία αμυγδάλου δρόσος,
έαρ και φθινόπωρον μαζί η λαμπρότης του των κλάδων.

Ψυχή, έλα, εδώ θα αιωνιστής, όπου οι Αγγελοι αγαλλιούνε.
Καλό ή κακό, το Δένδρο αυτό μπορεί ν’ αποκαλύψη·
τον καρπό του οι άνθρωποι συχνά τρώγοντας, του Θεού μοιάζουν.

Θέλω να γευτώ αιωνιότητα ψυχής! Δρέψε την, όπως
η Εύα παλιά, και θα ’μαι ο Αδάμ σου εδώ: την Εδέμ ό,τι
μας στέρησε, εδώ της Εδέμ θα μας αξιώση πάλι.

ΤΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Η ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ
Ω Νύχτα! ω εξαίσια νύχτα! πιο φωτεινή κι από τη μέρα!
Ω Νύχτα! ω φως! και φως που και τους ήλιους σκιάζει ακόμη!
Ω Νύχτα! που ο κύκλος των νυχτών την όμοιά της ποτέ δεν είδε!
Ω Νύχτα! που μέσα σου το μέγιστο των θαυμάτων συντελείται!

Ω Νύχτα! Πατριαρχών αγίων το εγκώμιον ψάλλεις!
Ω Νύχτα! όπου όλα ομιλούν! όπου βουνό και βράχος δεν σωπάζουν!
Ω Νύχτα! που χωράς Αυτόν που τίποτα δεν μπορεί να Τον χωρέση!
Ω Νύχτα! εμπρός στον Υιό σου τρέμοντας γονατίζει ο κόσμος!

Ω Νύχτα! εμπρός σε τούτο το νέο ρεύμα, ο ουρανός ήδη δονείται!
Ω Νύχτα! Αυτός που σελήνη κ’ ήλιο ανθίζει, η σελήνη σου ας γίνη!
Ω Νύχτα! ας σου εμφανισθή Αυτός που σελήνη κ’ ήλιος εγκωμιάζουν!

Ω Νύχτα! που τα Χερουβείμ μ’ αστέρια σε αστερώνουν!
Θα ’θελα Τυχό να ’μουνα, να μελετήσω αυτό το αστέρι!
για να ενωθή το πνεύμα μου με τέτοια ουράνια αστέρια!

RAINER MARIA RILKE
Μεγάλος διεθνούς πανευρωπαϊκής ακτινοβολίας ποιητής,
γεν. 4 Δεκέμβρη 1875, Πράγα,
θαν. 29 Δεκέμβρη 1926,
Μοντρέ Ελβετίας.
Πολυμεταφρασμένος στην Ελλάδα.

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Τα στόματα έχουν, όλοι, κουρασμένα
και φωτεινές, δίχως σύνορα, ψυχές
Κ’ επιθυμία (για ν’ αμαρτήσουν, ίσως)
μπαίνει, μέσα από τ’ όνειρο, κάποτε, εντός τους.
Ολοι τους, ο ένας με τον άλλο, σχεδόν μοιάζουν
σωπαίνουνε μέσα στου Θεού τους κήπους,
σαν μέγα, μέγα πλήθος από παύσεις
στη μελωδία του και στη δύναμή του.

Μόνο όταν ξεδιπλώνουν τα φτερά τους
οι αφυπνιστές γίνονται ενός ανέμου:
σάμπως να βάδισεν, ο Θεός, με τα, ενός γλύπτη,
φαρδιά του χέρια, μέσα απ’ τις σελίδες
του σκοτεινού της Γενέσεως βιβλίου.

ΟΙ ΥΠΟΨΙΕΣ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ
Και στον άντρα, που έσφιγγε τις γροθιές του,
ο Αγγελος να μιλήσει ευαρεστήθη:
´Δεν βλέπεις πως, σε κάθε πτύχωσή της,
σαν του Θεού τον όρθρο δροσερή ’ναι;´.

Μα σκυθρωπός εκείνος τον θωρούσε,
μουρμουρίζοντας: ´Τι την άλλαξε έτσι;´.
Κι’ ο Αγγελος τότε, φώναξε: ´Δεν έχεις,
ξυλουργέ, νιώσει ότι έργο του Θεού ’ναι;

Επειδή, μες στην έπαρσή σου φτιάχνεις
σανίδες, θέλεις λόγο να σου δώσει
Αυτός, που, ταπεινά, από το ίδιο ξύλο κάνει
φύλλα να βγαίνουν και μπουμπούκια να φουσκώνουν;´.

Εννόησε. Μα καθώς, τώρα, το βλέμμα
προς τον Αγγελον ύψωνε καταπτοημένον,
ο Αγγελος είχε φύγει. Το χοντρό του σκούφο
έβγαλε αργά κ’ ´Ευλογητός ει, Κύριε!´ έψαλε τότε.

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
Ε, ’σεις, πλάι στη φωτιά! Το βλέμμα υψώστε!
Προς τα εδώ, ’σεις, όπου ’χετε σπουδάσει
τον άνοχθο ουρανό, Αστρομάντεις! Δήτε,
ένα καινούργιο, που ανατέλει τώρα,
είμαι άστρο. Ολη φλογίζεται η ύπαρξή μου
κι αστράφτει τόσο δυνατά, γιομάτη
τόσο από φως αθεώρατο, που δε μου φτάνει
πια το βαθύ στερέωμα. Ν’ αφήστε
τη λάμψη μου στην ύπαρξή σας μέσα
να μπει: ω τα σκοτεινά βλέμματα,
οι σκοτεινές καρδιές, νυχτερινές μοίρες
που σας γιομίζουνε! Ποιμένες, είμαι
τόσο μονάχο μέσα σας! Το κενό βρήκα
με μιας. Μην απορείτε: εγώ έχω ρίξει
τη σκιά του μέγα αρτόδεντρου. Το μέλλον,
ω αν ξέρατε, άφοβοι, στα πρόσωπά σας
τα γλαρά επάνω, πόσο φέγγει τώρα!
Στο δυνατό φως τούτο θα συμβούνε
πολλά. Σε σας, που άλαλοι έχετε μείνει,
το εμπιστεύομαι· ακόμη, γιατί αμέσως
πιστέψατε, σε σας μιλούν, εδώ, όλα:
μιλά η φωτιά, μιλά η βροχή, ο δρόμος
των πουλιών κι ο άνεμος, κι ό,τι εσείς είστε
πουθενά δε δεσπόζει μηδέ αυξαίνει
σιτεύοντας από ματαιότητα.

ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Ω πόσο είναι όλα μακρυά
κι από καιρό περασμένα
Θαρρώ, το αστέρι,
που τη λάμψη του έχω
δεχτεί, από χρόνια και χρόνια
χιλιάδες, νεκρό ’ναι.
Θαρρώ, ότι, στη βάρκα, πέρα
που τράβηξε κάτι
τρομαγμένο να λένε
γροίκησα. Στο σπίτι έχει
σημάνει ρολόι…
Σε ποιο σπίτι;…
Θα ’θελα απ’ την καρδιά μου
έξω να πεταγόμουν,
κάτω απ’ τον μέγα
ουρανό να βαδίσω.
Να προσευχόμουν!
Κ’ ένα απ’ όλα τ’ αστέρια
θα ’πρεπε αλήθεια,
να υπάρχει ακόμα.
Θαρρώ, είχα μάθει,
ποιο μόνον έχει
διαρκέσει,
ποιο, σαν λευκή πολιτεία,
στης αχτίδας το τέλος,
στον ουρανό στέκει.

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ
Το μέτωπό του γέρνοντας, δείχνει μακρυά του
αυτό που υποχρεώνει και που περιορίζει
γιατί, γιγάντια ανορθωμένο, την καρδιά του,
το αιώνια Ερχόμενο, που τον κύκλο κάνει, διασχίζει.

Του είναι οι βαθιοί ουρανοί μορφές γιομάτοι
που κάθε μια μπορεί να του φωνάξει: εδώ έλα, μάθε
Μη δώσεις στ’ αλαφριά τους χέρια να κρατήσουν
τίποτα από το βάρος σου. Θα ’ρχονταν σ’ εσένα

τη νύχτα να σε δοκιμάσουν αγωνιούντα,
και το σπίτι, σα χολιασμένες, θα διασχίζαν
και θα σ’ αρπάζουν, σα να σ’ είχαν πλάσει,
κι από το σχήμα σου έξω θα σε βγάζαν.

Τ.S. ELIOT

Γεν. 26.9.1888 Αμερική
Θαν. 4.1.1965 Αγγλία
Ο μέγας καινοτόμος της σύγχρονης
 ποίησης με την έρημη χώρα.
Βραβείο ΝΟΒΕL 1946
πολυμεταφρασμένος στην Ελλάδα.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ
´Ξεκινήσαμε μες στην παγωνιά,
τη χειρότερη, σίγουρα, εποχή του χρόνου,
για ένα ταξίδι – για τόσο μακρυνό ταξίδι:
δύσβατοι οι δρόμοι, κι ο καιρός ακατάστατος,
μες στην καρδιά του χειμώνα´.
Κ’ οι καμήλες αγριεμένες, με πληγωμένα πόδια, πεισματάρες,
να πλαγιάζουν στο λυωμένο χιόνι.
Ηταν φορές που αναθυμούμασταν με λύπη
τα θερινά παλάτια στις πλαγιές, τις ταράτσες
και τις κοπέλες, στο μετάξι ντυμένες, που έφερναν σερμπέτια.
Είχαμε και τους καμηλιέρηδες που γκρίνιαζαν και βλαστημούσαν
και μας έφευγαν για να βρούνε πιοτά και γυναίκες,
κι οι φωτιές, που ανάβαμε τη νύχτα, να σβήνουν, και να μη βρίσκουμε στέγη,
και να ’ναι οι πόλεις εχθρικές κι αφιλόξενα τα κεφαλοχώρια
και τα χωριά, όλο βρώμα, τιμές τεράστιες να γυρεύουν:
ήτανε κάτι απαίσιο.
Στο τέλος, προτιμήσαμε να οδοιπορούμε ολονυχτής,
και να κοιμούμαστε όπου βρίσκαμε καιρό,
με φωνές που τραγουδούσανε στ’ αυτιά μας
λέγοντας πως όλα τούτα ήτανε τρέλα.

Υστερα, μιαν αυγή, κατηφορίσαμε σ’ εύκρατη κοιλάδα,
υγρή, κάτω από τη χιονογραμμή, που μύριζε βλάστηση·
είχε ένα ρέμα που έτρεχε κ ένα νερόμυλο που έδερνε το σκοτάδι
και τρία δέντρα στ’ ανοιχτά τ’ ουρανού,
κ’ ένα άσπρο γέρικο άλογο που κάλπαζε μες στο λειβάδι.
Φτάσαμε, τότε, σ’ ένα χάνι, που είχε κληματαριά στ’ ανώφλι·
έξι χέρια, σε μια πόρτα ανοιχτή, έρριχναν τα ζάρια γι’ ασημένια
νομίσματα, πόδια κλωτσούσαν άδεια ασκιά κρασιού.
Είδηση όμως δεν είχαμε καμιά και ξαναπήραμε το δρόμο
και φτάσαμε το σούρουπο, ουδέ στιγμή νωρίτερα,
το μέρος βρίσκοντας· ήταν, μπορείς να πης, ικανοποιητικό.

Ολα αυτά στάθηκαν τώρα και καιρό, θυμάμαι,
και πάλι θα το αποφάσιζα, πρόσεξε όμως,
πρόσεξε τούτο:
κάναμεν όλο αυτό το δρόμο
για Γέννηση ή για Θάνατο; Βέβαια, μια Γέννηση ήταν,
είχαμε την απόδειξη, δεν αμφιβάλλαμε. Είχα
δη γέννηση και θάνατο, αλλά θαρρούσα
πως διάφεραν· η Γέννηση τούτη ήταν
σκληρή, πικρή αγωνία για μας, όμοια με Θάνατο, με το θάνατό μας.
Γυρίσαμε ξανά στα μέρη μας, στα Βασίλεια τούτα,
μα γαλήνη δε βρίσκουμε πια εδώ, στην παλιά μας
εγκατάλειψη, μ’ έναν ξένο λαό τους Θεούς του ν’ αγκαλιάζη.
Θα ’μουν μ’ ένα άλλον θάνατο ευχαριστημένος.

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΜΕΩΝ
Οι ρωμαϊκοί υιάκινθοι, Κύριε, άνθισαν στα βάζα
κι ο χειμωνιάτικος ήλιος έρπει στους χιονισμένους λόφους
η επίμονη εποχή σταθεροποιήθηκε. Η ζωή μου
είναι ανάλαφρη, τον άνεμο καρτερώντας του θανάτου,
όπως ένα φτερό στη ράχη του χεριού μου.
Σκόνη στου ήλιου το φως και, στις γωνιές, μνήμη,
τον αέρα καρτερούν που παγώνει προς τη νεκρή χώρα φυσώντας.

Δώσε μας την ειρήνη σου.
Χρόνια και χρόνια οδοιπόρησα στην πολιτείαν αυτή,
πιστός και σταθερός έμεινα, για τον φτωχό έχω μεριμνήσει,
τιμή κι άνεσην έδωκα και πήρα.
Αποδιωγμένος δεν άφησε την πόρτα μου ποτέ κανένας.
Ποιος θα θυμηθή το σπίτι μου, που θα ζουν τα παιδιά των παιδιών μου,
όταν θα φτάση η ώρα της οδύνης;
Θα πάρουν το μονοπάτι των κατσικιών και του κρυψώνα της αλεπούς
φεύγοντας μπρος από τα ξένα πρόσωπα και τα ξένα ξίφη.

Πριν απ’ την ώρα των σκοινιών, των ραπισμάτων και του θρήνου,
δώσε μας την ειρήνη σου.
Πριν απ’ τις στάσεις του όρους της ερήμωσης,
πριν απ’ την βέβαιη ώρα της μητρικής οδύνης,
τώρα, σ’ αυτή την εποχή, που γεννιέται, του θανάτου,
άφησε το Βρέφος, τον ανείπωτο ακόμη, τον άφατον ακόμη Λόγον
να δώση την παρηγορία του Ισραήλ
σ’ έναν άνθρωπο ογδοντάρη και χωρίς επαύριον.

ΓΙΟΖΕΦ ΜΠΡΟΝΤΣΚΙ

Γέννηση 1940 Ρωσία
Θάνατος 1996 Αμερική

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ
Μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ

ΑΝΝΟ DOMINI
(Μετά Χριστόν)

Η επαρχία γιορτάζει τα Χριστούγεννα.
Του Αρμοστή το παλάτι στο γκι είναι πνιγμένο
κι οι λαμπάδες στην είσοδο καπνίζουν.
Στις αλέες κόσμος, συνωστισμός.
Χαρούμενο, γιορτινό, βρώμικο, τρελό,
το πλήθος στριμώχνεται στης έπαυλης το πίσω μέρος.

Ο Αρμοστής είν’ άρρωστος. Ξαπλωμένος σε καναπέ,
σκεπασμένος μ’ ένα σάλι, αγορασμένο στο Αλκαζάρ,
όπου είχε υπηρετήσει κάποτε, σκέφτεται
τη γυναίκα του και το γραμματέα του
που κάτω στο σαλόνι δέχονται τους ξένους.
Ούτε που ζηλεύει.

…Κι εγώ, ένας συγγραφέας που ’χει δει τον κόσμο,
που σε γάιδαρο επάνω πέρασε τον Ισημερινό,
κοιτάω απ’ το παράθυρο τους κοιμισμένους λόφους
και σκέφτομαι οι δυστυχίες μας πως μοιάζουν:
Αυτόν ο Αυτοκράτορας δεν θέλει να τον δει,
εμένα ο γιος μου και η Σύνθια. Κι εμείς,

εμείς εδώ θε να σαπίσουμε. Την πικρή μας μοίρα
η αλαζονεία δεν θα ανυψώσει ως να θεωρηθεί απόδειξη
πως είμαστε φτιαγμένοι κατ’ εικόνα του Δημιουργού.
Ολοι στον τάφο θα ’μαστε όμοιοι.
Ας διαφέρουμε, λοιπόν, τουλάχιστον στη ζωή!
Γιατί ν’ αφήσουμε τρέχοντας το παλάτι;

Της πατρίδας μας δεν είμαστε κριτές. Η δαμόκλειος σπάθη
θα πέσει πάνω στη δική μας προσωπική ντροπή:
διαδοχή και εξουσία σε ξένα χέρια…
Τι καλά που δεν αρμενίζουν κατά δω!
Τι καλά που η θάλασσα παγώνει!
Τι καλά που τα πουλιά στα σύννεφα

είναι πολύ λεπτοκαμωμένα για τις βαριές κορνίζες!
Ποιον μπορεί κανείς να κατηγορήσει γι’ αυτό;
Αλλά ίσως κι αποδειχτεί πως το βάρος μας
αναλογεί ακριβώς στο λάλημά τους.
Ασ’ τα λοιπόν να πετάξουν στην πατρίδα.
Ασ’ τα να μας βάζουν τις φωνές.

Αχ πατρίδα! Ξένοι κύριοι
έρχονταν επίσκεψη στη Σύνθια,
πάνω απ’ την κούνια σκύβουν, σαν άλλοι νέοι μάγοι.
Ελαφρά κοιμάται το μωρό. Αμυδρά λάμπει τ’ αστέρι
σαν κάρβουνο κάτω από κρύα κολυμβήθρα.
Κι οι επισκέπτες χωρίς να του αγγίζουν το κεφάλι

το φωτοστέφανο αλλάζουν μ’ ένα στεφάνι ψέματα,
την άσπιλη σύλληψη με κουτσομπολιά,
λέξη να μη λεν για τον πατέρα…
Το ανάκτορο αδειάζει. Σκοτεινιάζουν οι ορόφοι.
Ενας. Αλλος. Και τέλος ο τελευταίος.
Και μόνο δύο παράθυρα σε όλο το παλάτι

φωτισμένα: το δικό μου, όπου με τη ράχη στη λαμπάδα
κοιτάω πως ο δίσκος της σελήνης πάνω απ’ τα δέντρα
τ’ αραιοφυτεμένα
γλιστρά και βλέπω… τη Σύνθια, το χιόνι·
τον Αρμοστή που πίσω απ’ τα ντουβάρια
όλη νύχτα σιωπηλά παλεύει με την αρρώστια
κι έχει φωτιά αναμμένη για να διακρίνει τον εχθρό.

Ο εχθρός υποχωρεί. Το αχνό φως της αυγής
μόλις που ασχολείται με την ανατολή του κόσμου,
σέρνεται ως το παράθυρο, τεντώνεται να δει
τι στο εσωτερικό συμβαίνει
και σκοντάφτοντας στ’ απομεινάρι απ’ το φαΐ
κλονίζεται. Αλλά συνεχίζει ν’ ανεβαίνει.

(απόσπασμα)
Παλάγκα, Ιανουάριος 1968)

24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1971

Τα Χριστούγεννα είμαστ’ όλοι μάγοι λίγο πολύ.
Στα μπακάλικα χώνονται και σπρώχνουν.
Χαλβά με γεύση καφέ ζητούν ένα κουτί,
το ταμείο πολιορκούν, μαλώνουν,
ένα πλήθος φορτωμένο πακέτα χιλιάδες
είναι μαζί και γκαμήλες και βασιλιάδες.

Δίχτυα, τσάντες, χαρτοσακούλες και ό,τι άλλο,
καπέλα, γραβάτες, στραβά φορεμένα.
Μυρωδιά από βότκα, ρετσίνι, μπακαλιάρο,
μανταρίνια και μήλα με κανέλα φτιαγμένα.
Χάος προσώπων, κλειστοί είναι οι δρόμοι
προς τη Βηθλεέμ, φραγμένοι απ’ το χιόνι.

Κι οι φέροντες φτωχικά δώρα
στα λεωφορεία πηδούν, τσακίζονται στην πόρτα
την κλειστή,
χάνονται σε λάκκους στις αυλές κι ας ξέρουν πια τώρα
πως η φάτν’ είν’ αδειανή:
ούτε ζώα ούτε παχνί ούτ’ Εκείνη
που χρυσό ένα φωτοστέφανο την ντύνει.

Αδειο. Ομως μόνο να τη σκεφτείς φτάνει
και βλέπεις ξαφνικά φως απ’ το πουθενά.
Να ’ξερε ο Ηρώδης πως όσο η δύναμή του αυξάνει
τόσο πιο αληθινό, πιο αναπόφευκτο το θαύμα θα ξεσπά.
Ο αδιάλειπτος αυτός δεσμός
είναι των Χριστουγέννων ο βασικός μηχανισμός.

Και αυτό γιορτάζουν σήμερα παντού
κι όπως πλησιάζει η Εορτή
ενώνουν τα τραπέζια. Δεν απαιτούν
ακόμα τ’ άστρο, αλλά η θέληση η αγαθή
φαίνεται στους ανθρώπους από μακριά
κι οι ποιμένες συδαυλίζουν τη φωτιά.

Το χιόνι πέφτει· Δεν καπνίζουν, σαλπίζουν
στη στέγη οι καμινάδες. Τα πρόσωπα ένας λεκές όλα.
Ο Ηρώδης πίνει. Οι γυναίκες τα μωρά τους κρύβουν.
Ποιος θα ’ρθει; Κανείς δεν ξέρει τώρα:
το σημάδι δεν μας το ’παν κι οι καρδιές μας ίσως
τον νιόφερτο να μην αναγνωρίσουν.

Ομως όταν στο κατώφλι διασκορπά
της νύχτας την ομίχλη την πυκνή το ρεύμα,
μια μορφή αναδύεται που πέπλο φορά
με το βρέφος και το Αγιο Πνεύμα,
τη νιώθεις, δεν ντρέπεσαι, το μέσα σου χαίρει
κοιτάς τον ουρανό και βλέπεις… τ’ αστέρι.

Η ΘΕΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗ
Δεν έχει σημασία τι ήταν γύρω τους και δεν έχει σημασία
περί τίνος ουρλιαζ’ η χιονοθύελλα με μανία,
ή ότι ένιωθαν στριμωγμένοι στο κονάκι του βοσκού
κι ότι γωνιά στον κόσμο γι’ αυτούς δεν υπήρχε αλλού.

Πρώτα – πρώτα ήσαν όλοι μαζί. Δεύτερο
ήσαν τρεις, το σπουδαιότερο,
και ό,τι κι αν γινόταν, μαγειρευόταν, χαριζόταν
στο εξής, τουλάχιστον στα τρία θα μοιραζόταν.

Ο παγωμένος ουρανός πάνω απ’ το δικό τους καταυλισμό
με τη συνήθεια που ’χει το μεγάλο να γέρνει πάνω στο μικρό
έλαμπ’ έν’ αστέρι και που να πάει τώρα πια
παρά στου βρέφους τη ματιά.

Η φωτιά σιγόκαιγε. Το κούτσουρο τελείωνε κι αυτό·
όλοι κοιμόντουσαν. Το άστρο ξεχώριζε, ήταν διαφορετικό,
πιο δυνατό απ’ την πυρά, είχε μια ικανότητα μοναδική
να μπερδεύει την παρουσία τη μακρινή με την κοντινή.

25 Δεκεμβρίου 1990

ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ
Σε εποχή παγωνιάς, σε τόπο συνηθισμένο στο ζεστό καιρό,
όχι στο κρύο, σ’ επιφάνεια επίπεδη, όχι σε βουνό,
ένα παιδάκι γεννήθηκε σε φάτνη, τον κόσμο για να σώσει·
φυσούσε όπως μόνο στη χειμωνιάτικ’ έρημο μπορεί αέρας
να σαρώσει.

Ολα του φαίνονταν τεράστια: το στήθος της μάνας, η κίτρινη πάχνη
που ’βγαινε απ’ τα ρουθούνια των βοδιών, οι μάγοι:
Μπαλταζάρ, Κασπάρ, Μελχιόρ, τα δώρα στοιβαγμένα στη γωνία.
Αυτός ήταν μόνο μια τελεία. Κι ήταν αστέρι αυτή η τελεία.

Προσεχτικά, χωρίς να τρεμοπαίζει, μεσ’ από σύννεφ’ αραιά
πάνω απ’ το μωρό στο παχνί από μακριά,
από τα βάθη της οικουμένης, απ’ την άλλη της την άκρη,
τ’ αστέρι κοίταζε τη φάτνη. Κι αυτό ήταν του πατέρα του το μάτι.

24 Δεκεμβρίου 1987


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα