Ο συντονισμός δράσης της ΕΛ.ΑΣ. στην Κρήτη με στόχο την καλύτερη αστυνόμευση σε όλα τα επίπεδα με γνώμονα την προστασία των πολιτών ήταν το αντικείμενο της συνάντησης που είχε χθες στα Χανιά ο γενικός αστυνομικός διευθυντής Περιφέρειας Κρήτης, υποστράτηγος Μανώλης Παραβολιδάκης, με τους νέους διευθυντές των Αστυνομικών Διευθύνσεων Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου, Λασιθίου και της Υποδιεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων Κρήτης.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης συζητήθηκαν υπηρεσιακά θέματα και ζητήματα, τέθηκαν προτεραιότητες για τη βελτίωση αστυνόμευσης, δόθηκαν κατευθύνσεις για αναβάθμιση και αποτελεσματικότητα επιχειρησιακών δράσεων, σύμφωνα με τον κεντρικό σχεδιασμό «Αντιεγκληματικής Πολιτικής» του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας.
Σημείο αναφοράς και ιδιαίτερης έμφασης αποτέλεσε η ενδυνάμωση σχέσεων εμπιστοσύνης του αστυνομικού με τον πολίτη, η διερεύνηση σε βάθος των πάσης φύσεων καταγγελιών, η εντατικοποίηση των ελέγχων, η αυξημένη αστυνομική παρουσία σε συνδυασμό με άμεση επιχειρησιακή ανταπόκριση και η εκπόνηση μελετών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση καταγεγραμμένων προβλημάτων στις περιοχές του νησιού.
Συντονισμός δράσης

Ένα από τα σαββατοκύριακα που μας πέρασαν πραγματοποιήσαμε μια συνηθισμένη εξόρμηση στις παραλίες της πόλης μας, μια παρέα φίλων. Κατά την επιστροφή συναντήσαμε και με σχετική ενδυμασία συναντήσαμε κομβόι του αστυνομικού τμήματος Σούδας όπου και με κινηματογραφικό συντονισμό μας έδωσαν σήμα για στάση και περιέβαλλαν το όχημά μας.
“Ταυτότητα και άδεια” και αφού ελέχθηκε, προτροπή για να ακολουθήσουμε στο αστ/κό
τμήμα. τα όργανα, με απότομο αλλά μάλλον τυπικό τρόπο μας ρώτησαν που εργαζόμαστε,
που διαμένουμε, που πηγαίνουμε και από που ερχόμαστε και αν εκρεμμούν υποθέσεις για εμάς.
Έλεγχος οχήματος και προσωπικών ειδών, σωματικός σε έναν από την παρέα.
Στη συνέχεια συμπληρώθηκαν έντυπα με στοιχεία ταυτότητας και επικοινωνίας όπου και λίγο
αργότερα μας επέτρεψαν να φύγουμε.
Λόγος δε θα υπήρχε για το σχετικό σχόλιο, αν φαινομενικά και λόγω παρατηρητικότητας του
οδηγού η επιλογή του αυτοκινήτου προς έλεγχο δε γινόταν με τρόπο τυχαίο (χωρίς ύπαρξη,
κατά τη δική μας άποψη, αφορμής), και αν η διαδικασία ήταν ελάχιστα ευχάριστη αν και όπως μας διαβεβαίωσαν τυπική. Και όπως μάθαμε αργότερα η προσαγωγή έγινε καθ” υπέρβαση εξουσίας. Η έννομη τάξη και τα όργανα υπεράσπισης και διαφύλαξης της χαίρουν συμπάθειας αλλά το αίσθημα του να του να αντιμετωπίζεται κανείς ως “ύποπτος παράβασης” όπως και αφιλόξενα ανεπιθύμητος στον τόπο του δε συμπλέουν με αυτή.