Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΤΥΡΑΪΔΗΣ
«Εσύ δεν έχεις μάνα! Αυτή δεν είναι η μάνα σου!» του έλεγαν ορισμένοι καλοθελητές στο χωριό του μικρού Αριστείδη, ενός εξάχρονου αγοριού που πρόσφατα η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί σε κείνο το ξένο γι’ αυτούς χωριό. Κι αυτός, όταν του το έλεγαν αυτό, πήγαινε στο σπίτι του, πολλές φορές κλαίοντας με αναφιλητά κι αυτό γινότανε σχεδόν κάθε μέρα. Στο ερώτημα δε, της θετής μητέρας του, γιατί κλαίει, έλεγε με περίσσιο παράπονο, ζωγραφισμένο στο γλυκό προσωπάκι του: «Αφού δεν είσαι η μάνα μ’, μαρή!».
Η θετή μητέρα του, βέβαια, αντιδρούσε ανάλογα, παίρνοντάς τον στην αγκαλιά της και τον καθησύχαζε κάθε φορά που της ερχότανε κλαμένος και σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Δεν τον ρωτούσε όμως ποτέ κι ας ερχότανε στα χείλη της η ερώτηση ποιος του έλεγε τέτοια λόγια. Και γιατί να τον ρωτήσει; Πάνω απ’ όλα ο μικρός είχε δίκιο, αλλά μήπως και οι χωριανοί που του έλεγαν ότι δεν είναι η μητέρα του, είχαν άδικο; Και για να μη δώσει περισσότερη πίκρα στο παιδί, κλεινότανε στο σπίτι της, ώστε να μην τη βλέπει ο μικρός κι έκλαιγε κρυφά, χύνοντας ποτάμια πικρά δάκρυα…
Ας πάρουμε όμως, τα πράγματα με τη σειρά τους… Ο μικρός Αριστείδης γεννήθηκε σ’ ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό της Ευρυτανίας κι ήταν το έβδομο στη σειρά παιδί μιας πάμφτωχης οικογένειας.
Στο διπλανό χωριό όμως του Αριστείδη, ήταν ένα άλλο ανδρόγυνο, που αν και είχαν περάσει πάνω από έξι χρόνια μετά την ένωσή του, δεν είχε αποκτήσει παιδιά…
Είχε δε, εξαντλήσει όλες τις συμβουλές ειδικών και μη κι επιπλέον δεν είχε αφήσει μοναστήρι για μοναστήρι, που να μην το επισκεφτεί, όχι μόνο της γύρω περιοχής, αλλά και πολύ πιο μακριά από ’κει, ζητώντας -γονατιστοί μάλιστa- να κάνουν το θαύμα τους ο Άγιος ή η Αγία του μοναστηριού. Το ευτυχές γεγονός όμως, δεν έκανε την εμφάνισή του…
Πάνω στην απελπισία τους, έμαθαν ότι κάπου ψηλά στα ορεινά Άγραφα, ήταν μια μάγισσα, έτσι την αποκαλούσαν.
Εκεί είχε το βασίλειό της και βασίλευε και πολλοί έλεγαν ότι ξέρει τρόπους και βότανα που βοηθούν τα άτεκνα ζευγάρια να αποκτήσουν κληρονόμους. Ήξερε δε, να λύνει και να δένει μάγια…
Μετά από πολλές συζητήσεις, αποφάσισε το ανδρόγυνο να την επισκεφθεί. Πήραν λοιπόν το δρόμο για τα ορεινά Αγραφα και μετά από τρεις μέρες περπάτημα, έφτασαν επιτέλους στη θαυματοποιό μάγισσα. Η αλήθεια είναι ότι τους υποδέχθηκε, έτσι έλεγαν, με ενθουσιασμό και τους περιποιήθηκε πάρα πολύ καλά. Τους έβαλε να κοιμηθούν σε ζεστές φλοκάτες και το πρωί, όταν ξύπνησαν, έπιασε δουλειά η οικοδέσποινα μάγισσα… Τους έφτιαξε καφέ, αναποδογυρίζει τα φλιτζάνια κι όταν πέρασε λίγη ώρα, άρχισε να τα κοιτάζει με μεγάλη προσοχή, με ευλάβεια θα ‘λεγε κανείς…
Εκείνο όμως, που έβλεπε, δεν της άρεσε καθόλου. Στην αρχή έλεγε κάποιες σκόρπιες λέξεις σαν την Πυθία των Δελφών, που κανείς δεν καταλάβαινε το νόημά τους.
Και κατέληξε ως εξής: «Δεν μπορείτε να κάνετε παιδιά», τους είπε ξερά-κοφτά, «και ο λόγος είναι ότι σας έχουν δεμένους στα στέφανα…». Με δυο λόγια, τους είπε ότι τους έχουν κάνει μάγια. Στην ερώτηση των ενδιαφερομένων αν μπορεί εκείνη να λύσει τα μάγια, τους απάντησε ότι μπορεί αλλά είναι πολύ δύσκολο, γιατί η γυναίκα που τους έδεσε έχει πεθάνει πια κι αυτό είναι ένα τρομερό εμπόδιο.
Για να λύσει τα μάγια, τους επανέλαβε ότι πρέπει να τηρήσουν κατά γράμμα τις οδηγίες που θα τους δώσει κι αν είναι κάπως τυχεροί, όλα θα πάνε καλά…
Πρώτα-πρώτα τους είπε ότι πρέπει την ερχόμενη Πρωτομαγιά η κοπέλα να βρει το φίδι που το λένε Αστρίτη (το αρσενικό της Οχιάς), να το σκοτώσει, να κόψει το κεφάλι του και να το πηγαίνει επτά συνεχόμενες Κυριακές στην εκκλησία. Στη συνέχεια είπε μιαν άλλη Πρωτομαγιά, σε τρία τέρμενα που σημαίνει ή σε τρεις μήνες ή σε τρία εξάμηνα ή σε τρία χρόνια, όποτε τύχει Πρωτομαγιά με πανσέληνο…
Τότε να πάρει το φιδοκέφαλο, που δεν έπρεπε να το έχει δει ο ήλιος και να πάει πάλι σ’ εκείνη. «Μέχρι εδώ, πάμε καλά», έλεγε. Τώρα, αν τύχαινε την πανσέληνο της Πρωτομαγιάς που θα πήγαινε, να έχει αλώνι το φεγγάρι και μέσα στα τρία τέρμενα, τα υπόλοιπα -για να λύσει τα μάγια- ήταν πανεύκολα.
Αν δεν ήταν πανσέληνος και με αλώνι, δεν μπορούσε κανένας να τη βοηθήσει και φυσικά ούτε και εκείνη…
Τους είπε κι άλλα πολλά περί δεσίματος, που στο τέλος οι άνθρωποι τρόμαξαν και την παρακάλεσαν να μη συνεχίσει την αφήγηση. Έπρεπε όμως, να μάθουν ότι τα μάγια, η μάγισσα που τους είχε δέσει, τα είχε περάσει πάνω από δεκατρία σταυροδρόμια, που το τελευταίο οδηγούσε σε κάποιο πηγάδι και τα έριξε εκεί μέσα. Τους συμβούλεψε ότι καλό θα ήταν αν υπάρχει κοντά τους κάποιο πηγάδι, να μην το επισκεφθούν ποτέ. Αν προέβαιναν στις παραπάνω ενέργειες, εκείνη ήταν στη διάθεσή τους να τους βοηθήσει.
Τέλος, εφόσον πλήρωσαν αρκετά ακριβά οι δύστυχοι, ετοιμάστηκαν να φύγουν τρομαγμένοι και με τα φτερά της ελπίδας διπλωμένα. Πριν πάρουν όμως το δρόμο του γυρισμού, η μάγισσα τους έδωσε ένα βοτάνι και είπε στην κοπέλα να πίνει, εφόσον το βράσει το ζωμό του τρεις φορές τη μέρα, ένα φλιτζάνι του καφέ, εξηγώντας της ότι ίσως τη βοηθήσει, γιατί «εδώ που τα λέμε» είπε, «δεν είμαι και Θεός».
Κι εκεί που θλιβόταν το δύστυχο ζευγάρι για την ατυχία του κι έλεγε ότι τους εγκατέλειψε τελείως ο Μεγαλοδύναμος και λοιπά πολλά, έγινε το απροσδόκητο. Ο Θεός είχε τελείως διαφορετική άποψη από της μάγισσας και του ζευγαριού και τον πρώτο κιόλας χρόνο, μετά την επίσκεψή του στη μάγισσα, απέκτησαν το πρώτο τους παιδί.
Αυτό το ευχάριστο γεγονός το θεώρησαν -κατά κάποιο τρόπο- ότι μπορεί να ήταν και αποτέλεσμα του βοτανιού που τους έδωσε η μάγισσα. Δεν έμειναν όμως, εκεί τα πράγματα. Το δεύτερο χρόνο απέκτησαν κι άλλο παιδί και στη συνέχεια άλλα τέσσερα και το έβδομο κατά σειρά ήταν ο Αριστείδης μας…
Μη μπορώντας να τ’ αναθρέψουν όπως θα ήθελαν, μετά από πολλούς δισταγμούς, αποφάσισαν να δώσουν τον Αριστείδη σε ένα ζευγάρι, που αν και ήταν δέκα χρόνια παντρεμένοι, δεν είχαν αποκτήσει παιδιά.
Ηξεραν όμως ότι και καλά θα περνούσε ο Αριστείδης τους και κοντά θα ήταν, να πηγαίνουν να τον βλέπουν όποτε θέλουν.
Οι θετοί γονείς όμως, του Αριστείδη, έφυγαν από το χωριό τους, περισσότερο για να έχει καλύτερη πρόσβαση ο Αριστείδης στο σχολείο (κι αργότερα στο γυμνάσιο) κι εγκαταστάθηκαν σ’ ένα άλλο χωριό κοντά στην πρωτεύουσα. Στο καινούργιο λοιπόν χωριό, το τρίτο κατά σειρά του Αριστείδη, οι χωριανοί λίγο από ’δω, λίγο από ’κει, έμαθαν την αλήθεια και δίχως οίκτο, την έλεγαν στον μικρό και τ’ αποτελέσματα τα αναφέραμε στην αρχή της σημερινής μας ιστοριούλας…
Την άλλη χρονιά, ο μικρός μας Αριστείδης έπρεπε να πάει στο σχολείο. Οι θετοί γονείς του μάντευαν τι επρόκειτο να συμβεί στον μικρό, μα λύση δεν έβρισκαν.
Μάντευαν ότι τ’ άλλα παιδιά θα τον πειράζουν, λέγοντάς του την πικρή αλήθεια κι άντε τώρα να δώσεις σ’ ένα παιδί να καταλάβει ότι αυτό που του συνέβη, δηλαδή ότι είναι υιοθετημένος συμβαίνει πολλές φορές κι ότι δεν είναι κακό. Αντε να καταλάβει ο μικρός ότι χιλιάδες παιδιά έχουν την ίδια μοίρα με τη δική του και χιλιάδες στο μέλλον θα ακολουθήσουν τα χνάρια της υιοθεσίας…
Την πολυπόθητη λύση στο πρόβλημα την έδωσε ο δάσκαλος του χωριού. Κάλεσε μια μέρα τους θετούς γονείς του και τους είπε να πουν ενώπιόν του όλη την αλήθεια στο μικρό παιδί κι ότι πρέπει να πουν και στους φυσικούς του γονείς να έρχονται να τον βλέπουν. Τους πρότεινε δε, όταν κλείνουν τα σχολεία, οι φυσικοί γονείς του να τον παίρνουν μαζί τους και πολλά άλλα, που δεν είναι δυνατόν να τα γράψουμε όλα εδώ. Στα παιδιά του σχολείου είπε ο δάσκαλος μια μέρα ότι ο Αριστείδης έχει βιολογικούς γονείς και ότι δεν είναι νόθος, όπως μερικοί τον αποκαλούσαν και με σοβαρό ύφος, τους έδωσε να καταλάβουν ότι αυτό που του λένε ορισμένοι δεν είναι σωστό και ανθρώπινο. Έτσι έγινε… Τα καλοκαίρια ο Αριστείδης πήγαινε στους φυσικούς του γονείς, πολλές φορές μαζί με τους θετούς του, ζώντας κοντά τους υπέροχες στιγμές.
Όμως, πολλοί χωριανοί, παρ’ όλες τις συμβουλές του δασκάλου, εξακολουθούσαν να του ξύνουν την πληγή, αδιαφορώντας αν στο αγγελικό προσωπάκι του έβλεπαν ν’ απλώνεται η θλίψη, υπενθυμίζοντάς του την πικρή αλήθεια. Θα έλεγε κανείς πως παρότι είχαν τη μορφή ανθρώπου, οι πράξεις τους έμοιαζαν με αυτές των άγριων θηρίων της ζούγκλας, που ενώ βλέπουν ότι το θύμα τους σπαράζει από τον πόνο, εκείνα του ξεσκίζουν τις σάρκες του, ανελέητα, έχοντας μόνο στο νου τους την ικανοποίηση της ακόρεστης πείνας τους…
Μεγαλώνοντας δε, συμβιβάστηκε με τη μοίρα του και δεν έδινε σημασία σε ό,τι κι αν του έλεγαν. Οι βιολογικοί και οι θετοί γονείς του, το είχαν κρυφό καμάρι, γιατί ο Αριστείδης ήταν άριστος μαθητής. Είχαν βέβαια και την οικονομική άνεση και τον σπούδασαν. Έμαθα μετά από πολλά χρόνια ότι το επάγγελμα που εξασκούσε ήταν στρατιωτικός.
Τελειώνοντας, ήθελα να αποκαλύψω, παρόλο που η σημερινή μας ιστορία είναι αληθινή, πιστεύοντας ότι θα την κάνω πιο όμορφη, κάπου χρησιμοποίησα και το χτένι της φαντασίας μου. Σεις όμως, μη δίνετε σημασία στις όποιες παρεμβάσεις μου, αν τις εντοπίσετε.
Κρατήστε μόνο την ουσία της…
*Συγγραφέας – Ποιητής