Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Των Κληδόνων

2ο μέρος

Την ίδια ώρα, που ο πολύς κόσμος κάθε γειτονιάς είναι συγκεντρωμένος κι απορροφημένος με τις φωτιές και τις “αφουνάρες” τ’ άι – Γιαννιού από εσπέρας, δύο Μαρίες πρωτοπαίδια, τρέχουν για τη βρύση του χωριού.
Κρατούν ένα σταμνί και κρυφά και με πολλές προφυλάξεις πηγαίνουν! Το γεμίζουν με νερό κι επιστρέφουν αμίλητες!
Αν συναντήσουν κανέναν, δεν καλησπερίζουν, δεν ανοίγουν καν το στόμα τους! Αν τυχόν, υποχρεωθούν να μιλήσουν, από πειραχτήρια της γειτονιάς, που τις πήραν είδηση, χύνουν το νερό και γυρίζουν πάλι στη βρύση!
Πρέπει νάρθει τ’ «αμίλητο νερό» με κάθε τύπο άγραφο έστω, για νάχει αύριο, τη μαγική δύναμη, που του αποδίδουν!
Στο προκαθορισμένο σπίτι τώρα, κάποτε και στη βρύση του χωριού ή την πλατειούλα, φτάνει το σταμνί με τ’ αμίλητο νερό. Εδώ είναι μαζεμένες οι κοπέλες του χωριού ή της γειτονιάς και βάνουν τα «ριζικάρια» ή «ριζικά» τους στον κλήδονα. Τα σημαδεύει κάθε μια διαφορετικά.
Τι βάζουν; – Μα, διάφορα: Άλλη μήλο, άλλη βερίκοκο, άλλη αχλάδι, άλλη ξινόμηλο ή τζάνερο κι αν είναι ίδια φρούτα περισσότερα από ένα, τους χαράζουν κάποιο σημάδι, γράμμα, κάτι τέλος πάντων χαρακτηριστικό, για να ξεχωρίζουν.
Προσέχουν και ποιανού μπήκε πιο πριν, αν είναι αγόρι, π.χ. και ποιανού ακολουθούσε. Κι αν πάλι τύχαινε να ‘ταν αγοριού, το ‘χαν για καλό προκαταβολικό γούρι.
Οι παντρεμένες βάζουν: δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, αλυσίδες, κουμπιά και άλλα προσωπικά αντικείμενα, μικρής όμως αξίας! Κάποτε βάζουν και για τους ξενιτεμένους των δικούς!
Καθώς τα ρίχνουν στο σταμνί μέσα τραγουδούν:
«Τον κλήδονα θα βάλωμε στ’ άι – Γιαννιού τη χάρη,
κι απού ‘χει μήλο κόκκινο, ταϋτέρου θα το πάρει».
«Το μήλο μου το κόκκινο στον κλήδονα το βάνω,
να δω το κισιμέτι μου στον Κόσμο τον Απάνω».
«Μήλο ‘βαλα στον Κλήδονα για να το ριζικάρω,
αν είσαι κισιμέτι μου, μικρό μου, να σε πάρω».
«Μήλο ‘βαλα στον Κλήδονα για να το μελετήσω,
αν είσαι κισιμέτι μου, να σε κληρονομήσω». (10)
«Μήλο ‘βαλα στον Κλήδονα, κι έβαλα και μαστίχα,
να ‘νειρευτώ τον αγαπώ, ετούτηνε τη νύχτα». (11)

Και μέχρι να βάλουν μέσα στον κλήδονα όλοι τα ριζικά τους, οι μαντινάδες συνεχίζονται. Ύστερα, πάλι με μαντινάδες, ορίζονται οι επόμενες ενέργειες. Ας τις παρακολουθήσουμε:
«Κλειδώσετε τον κλήδονα, σφαλίξετε τα μήλα,
ταϋτέρου θα ξανοίξωμε, ποια θάν’ η καλομοίρα».
«Κλειδώσετε τον Κλήδονα, μ’ ένα χρυσό κλειδάκι,
κι απόκειας βγάλετέ τονε όξω στο φεγγαράκι».

Ύστερα σκεπάζεται ο κλήδονας με κόκκινο πανί και στο στόμιο του σταμιού τοποθετείται ένα κλειδί και με προσοχή οι δυο πάλι Μαρίες, που τον ετοίμασαν απ’ την αρχή ή η μια τους, τον φέρνουν έξω στο «δώμα», να τόνε θωρεί το φεγγάρι της νύχτας.
Έχουν το νου τους, πρωί – πρωί και πριν βγει ο ήλιος απαραίτητα, να τον γυρίσουν μέσα στο σπίτι…
Εδώ έχουν εναποθέσει τις προσδοκίες των. Απ’ εδώ ανημένουν να μάθουν μελλούμενα και να εντείνουν καρδιοχτύπια κι αγωνίες στο: ποιος θα ‘ναι κείνος που θα τις παντρευτεί, αν θα ‘ναι φτωχός ή πλούσιος, νιος ή γέρος, αγράμματος ή γραμματισμένος…
Και κάνουν ακόμη και πολλές άλλες μαντικές ενέργειες για να πάρουν μια απάντηση. Έτσι:
– Νιόνυμφες γυναίκες στα χωριά της Ιεράπετρας (12) βγάζουν στην αυλή τους ένα σακούλι με κριθάρι φετινής σοδειάς. Οι ελεύθερες κοπελιές, που το ξέρουν, παίρνουν κρυφά – κρυφά, λίγα σπυριά και πάνε στα σταυροδρόμια και το «σπέρνουν», με την ευχή:
«Άϊ- Γιάννη Πρόδρομέ μου, δείξε και φανέρωσέ μου,
απού την έρημο περνάς, και τσι μοίρες χαιρετάς.
Εκειά ν’ κι εμένα η μοίρα μου και χαιρέτα μου τηνε
για καλή ‘ναι, για κακή ‘ναι στ’ όνειρό μου, πε να ‘ρθει,
να θερίσουμε μαζί!»
Πολλές είναι οι κοπελιές που διηγούνται πως είδαν στον ύπνο τους τον άντρα που αργότερα παντρέυτηκαν και τους έλεγε:
«Ξύπνα να θερίσουμε, το κριθάρι που ‘σπειρες!»
– Σε άλλα χωριά της Ανατολικής Κρήτης, ρίχνοντας το κριθάρι στο σταυροδρόμι ψιθυρίζουν:
«Απάνω, κάτω, μοίρα μου, και πόδε ριζικό μου,
κι α δεν ιδώ τον παντρευτώ, ν’ ακούσω τ’ όνομά του». (13)
– Σε πολλά επίσης μέρη, οι κοπελιές ολόγυμνες στέκονται στον καθρέπτη τα μεσάνυχτα ακριβώς της παραμονής τ’ άϊ – Γιαννιού, 23 προς 24 του Ιούνη και λένε:
«Άϊ Γιάννη παιγνιδιάτορά μου, δείξε και φανέρωσέ μου
‘κείνον που θα πάρω…»
και στην τελευταία λέξη -πάρω- πετιούνται μπρος στον καθρέπτη κι αντί να δουν το σώμα τους, βλέπουν τον νιον που θα πάρουν!
Λένε, ακόμη, πώς αν είναι να πεθάνουν, θωρούν εξαπτέρυγα και λοιπά σχετικά.
– Αλλού, κόβουν ένα τρυφερό συκόφυλλο και το βάζουν στον φράχτη τ’ αμπελιού με την ευχή:
«Άγιε Γιάννη παιγνιδιάτορά μου, ανε ζιω του χρόνου, να μη μαραθεί, το συκόφυλλό μου, αλλιώς και ‘ποθάνω να μαραθεί».
– Σε πολλά χωριά του Σελίνου, με το ηλιοβασίλεμα της παραμονής τ’ άϊ-Γιαννιού, βγάζουνε κι απλώνουν στις απλώστρες της αυλής των, «για ν’ αστροφεγγιστούνε (όπως λένε στον Πελεκάνο του Δυτικού Σελίνου) τα προικιά τους, και να μην τα τρώει ο κοντσίμπιδας, ο κομπίτσαλος» (= ο σκόρος).
*** * ***
Σε τρεις γερόντισσες από τα Σελινοκισαμίτικα, που όμως μένουν τελευταία στα Χανιά, διάβασα τούτα τα γραψίματα και τις ρώτησα να μου πουν σαν τι ξεχνώ ακόμη από τον Κλήδονα…
Κι εκείνες, αναπολώντας τα παλιά τους νοικοκυριά και τα περασμένα τους νιάτα, μου είπαν πρόθυμα:
– Να γράψεις για τον σκιανιό μας (= τον ίσκιο μας), που τον κοιτάζαμε πρωί, πρωί τ’ άϊ – Γιαννιού του Κλήδονα. Άνε φαινόντανε διπλός, οι γι’ ανύπαντρες παντρεύονταν μέσα στο χρόνο! Αν ήταν μονός, λέγαμε, πως πάλι θα περάσει κι αυτή η χρονιά κι εμείς θα ‘μαστε λεύτερες.
Αν έκλινε η σκιά του κεφαλιού μας λίγο, θ’ αρρωσταίναμε. Αν όμως δεν ξεδιακρίνονταν καθόλου το κεφάλι, λέγαμε πως θα ‘ποθαίναμε μέσα στο χρόνο. Το ‘χαμε πάντως για κακό σημάδι. (14)
– Δεν έγραψες -μου λέει η δεύτερη γερόντισσα- πώς εμαθαίναμε τ’ όνομα τ’ αντρούς που θα παίρναμε. Άκου, λοιπόν, να το μάθεις: Εσηκωνόμαστε πρωί – πρωί τ’ άϊ – Γιαννιού, στις 24 του Ιούνη κι εσκουπίζαμε τον οντά μας ξανάστροφα (=ανάποδα). Εβγαίναμε ύστερα στο δώμα του σπιθιού μας κι ερίχναμε τα σκουπιδάκια σ’ ούλα τα σημεία του ορίζοντα. Τ’ όνομα π’ ακούγαμε, από κάπου, πρώτο, αυτό θα ήταν, τ’ αντρούς, που θα μας έπαιρνε!
Κι η τρίτη γριά, μας συμπληρώνει έναν άλλο τρόπο που μάντευαν τα μελλούμενα, στον καιρό της! Λέει λοιπόν:
– Είπες, θαρρώ, παρεπάνω, παιδί μου, για τα συκόφυλλα. Εμείς, των ερίχναμε πάνω αλάτι από βραδύς τ’ άϊ – Γιαννιού και πρωί – πρωί τα μελετούσαμε. Κι εβλέπαμε τίνος (που στ’ όνομά του το είχαμε μελετήσει) ξεράθηκε, αυτός θα πέθαινε φέτος!
Τίνος μαράθηκεν στις άκρες, αυτός θ’ αρρωστήσει μέσα στο χρόνο. Τίνος είναι ολοδρόσερο, αυτός θα ‘ναι όλη τη χρονιά καλά! Ε! είντα να πεις: «Πολλά ‘ν τα κατεχούμενα, μα λίγοι τα κατένε!»
Και να σου πούμε και το σωστότερο: «Αυτά ‘ναι λόγια των Κληδόνω και δεν τα παίρνουνε τσοι μετρητοίς!»…
*** * ***
Και τώρα στ’ άνοιγμα του Κλήδονα:
Κολατσιό ή μεσημέρι, που ‘χουν τελειώσει οι δουλειές στο χωριό και μπορούν να μαζευτούν όλοι στ’ όμορφο τούτο γιορτάσι, είναι όλα έτοιμα για τ’ άνοιγμα του Κλήδονα! Μια μικρή κοπελιά, που να μη γνωρίζει τα «ριζικά» του καθενός, στη μέση της αυλής κι επάνω σ’ ένα κιλίμι (χρωματιστή πατανία) κάθεται σταυροπόδι, με τον κλήδονα μπροστά της.
Γύρω – γύρω, κάθονται οι κοπελιές κι οι νέοι, αλλά κι όλο το χωριό ή η συνοικία σαν είναι στην πόλη κι αρχίζουν:
«Ανοίξετε τον Κλήδονα, στ’ άϊ – Γιαννιού τη χάρη,
να δούμ’ απού τη συντροφιά, ποιος είν’ ο ριζικάρης!»
«Ανοίξετε τον Κλήδονα, στ’ άϊ – Γιαννιού τη χάρη,
κι όποιου το μήλο πρωτοβγεί, θα ’χει χαρά μεγάλη!»
«Ανοίξετε τον Κλήδονα, στ’ άϊ – Γιαννιού τη χάρη,
κι απού ‘χει μήλο στο σταμνί, ας έρθει να το πάρει!»
«Ανοίξετε τον Κλήδονα, να βγει η μηλιά με τ’ άνθη,
να βγει ο σγουρός βασιλικός, που μ’ έβαλε στα πάθη!»
«Βάλε τη χέρα κοπελιά, το πρώτο πράμα πιάσε,
στη μοίρα σου ευχόμαστε, ευτυχισμένη να ‘σαι!»
«Έφτασ’ η ώρα κι η στιγμή, κι ο Κλήδονας ανοίγει,
και καθεμιά το ριζικό, στα φανερά ξανοίγει!»

Ύστερα ξεσκεπάζεται αργά – αργά το «λαΐνι του Κλήδονα», και βάζει το χέρι της μέσα η κοπέλα, που ’χει οριστεί, όπως είπαμε!
Αρχίζουν κι οι μαντιναδολόγοι, από γύρω – γύρω, με τάξη. Στο τέλος κάθε μαντινάδας, τραβιέται κι ένα ριζικό. Την επόμενη μαντινάδα, λέει εκείνη ή εκείνος που του βγήκε το ριζικό. Κι έτσι συνεχίζεται ως το τέλος!
Στην αρχή, βέβαια, λένε καλές, σοβαρές και μετρημένες μαντινάδες, για όλα τα ριζικά. Κι όλοι χαίρονται και καμαρώνουν, για το στιχάκι που τους έτυχε! Γι’ αυτούς, λέει πολλά…
Ας χαρούμε μερικές τέτοιες μαντινάδες:
«Ανοίξετε τον Κλήδονα, να βγει η χαριτωμένη,
του χρόνου σαν και σήμερα να είναι παντρεμένη!»
«Ανοίξετε τον Κλήδονα, να βγει τση μέρας τ’ άστρο,
να βγει το μηλοκύδωνο, το κόκκινο και τ’ άσπρο!»
«Ανοίξετε τον Κλήδονα, να βγει μηλιά με τ’ άνθη,
να βγει σγουρός βασιλικός, που μ’ έβαλε στα πάθη!»
«Ανοίξετε τον Κλήδονα, τη χέρα μου να βάλω,
να βγάλω τον χρυσόν αϊτό, το ρήγα το μεγάλο!»
«Και πάλι ξανανοίξετε να βγει και το δικό τζη,
τση καλομοίρας τση ξαθής, να βγει το ριζικό τζη!»

«Ανοίξετε του Κλήδονα και βγάλετε τα μήλα,
του χρόνου σαν και σήμερο, βγάλετε δαχτυλίδια!»
«Μέσα στα χιόνια λούστηκες και πήρες την ασπράδα,
πήρες κι απού τα γιασεμιά ούλη την ομορφάδα!»
«Έχεις του ήλιου τσ’ ομορφιές, του φεγγαριού γλυκάδες,
του μήλου του βενέτικου, τσι ροδοκοκκινάδες!»
«Θαμάζομαι τη μάνα σου, πώς δεν παραλοΐζει,
τέτοιο σγουρό βασιλικό, απού βαγιοκλαδίζει!»
«Μαύρα ‘ναι τα ματάκια σου, κρύσταλλο ν’ ο λαιμός σου,
και διαμαντένια η γι ελιά, που ’χεις στο μάγουλό σου!»

Με τέτοιες διαλεχτές μαντινάδες συνεχίζουν ως το τέλος των ριζικών! Ύστερα όμως που τα ξαναβάνουν στον κλήδονα για δεύτερη φορά και τρίτη αργότερα, τότες είναι που ακούγονται οι αστείες και οι πειραχτικές μαντινάδες, με σκοπό βέβαια πάντα το κέφι και τη χαρά και το γέλιο της συντροφιάς.
Εξάλλου, όλοι παρηγοριούνται για την πρώτη που τους έτυχε μαντινάδα, κι αυτήν μελετούν και λογαριάζουν! Ας ακούσουμε όμως, κι εμείς, μερικές από τούτες της δεύτερης και τρίτης φοράς έχουν δα κι αυτές το δικό τους «χάζι».
«Η μάνα που σε γέννησε καλλιά τονε να κάνει
ένα κατσούλι παρδαλό τσοι ποντικούς να πιάνει!»
«Α δε μπορέσω να χαρώ τα δυο τζη μαύρα μάθια,
θα κάνω τρύπες στο νερό και τ’ άχερα κομμάθια!»
«Είπα το ‘γω τση μάνας σου, μα δε σε θέλει νύφη,
γιατί ‘σαι, λέει, μιτσιαλή, σαν κατσιασμένο ρίφι!»
«Όντε θ’ ασπρίσ’ ο κόρακας και θα μαυρίσει ο γλάρος,
ετότε σας θα παντρευτείς να μπω κι εγώ κουμπάρος!»
«Άσπρη ‘σαι σαν το χάρκωμα και σαν το μαγερειό μας,
μελαχρινή και νόστιμη σαν και το γάιδαρό μας!»
«Τα μάτια σου γυαλίζουνε τη νύχτα στο σκοτίδι,
κι η μύτη σου ‘ναι πιπεριά και βάλε την στο ξύδι!»
«Χαρώ σε ‘γω αγάπη μου, π’ όντε θ’ ακούσεις λύρα,
αλλού πετάς τη ρόκα σου κι αλλού την παρασύρα!»…

Για να κλείσει και της φετινής χρονιάς ο Κλήδονας, με τη χαρακτηριστική μαντινάδα, σωστός επίλογος, της όμορφης μέρας:
«Ανοίξετε, σφαλίξετε, τσι πόρτες του Κληδόνου,
‘που στερνοβγεί το μήλο ντου, να ζήσει χίλιους χρόνους!».
*** * ***
Ομως δεν είναι το τέλος εδώ! Πολλά μένουν ακόμη πίσω! Πρώτο και καλύτερο το Κληδόνερο (= το νερό του κλήδονα, τ’ αμίλητο νερό), που οι κοπελιές το διαμοιράζονται, γιατί μ’ αυτό: Βρέχουν το πρόσωπό τους και πετιούνται ως την εξώπορτα τσ’ αυλής των. Αν δουν ελεύθερο άντρα, είναι -πιστεύουν- αυτός που θα πάρουν. Αν δουν παντρεμένο, θα ‘χει τ’ όνομά του ο νιος που θα πάρουν! Άλλες, πάλι, βρέχουν τα μαλλιά τους για να κάνουν μεγάλες πλεξίδες (15) ή για να μην παθαίνουν πονοκέφαλο! Μερικές, βάζουν στο στόμα τους νερό, από τ’ αμίλητο του Κλήδονα, και στέκονται στην πόρτα του σπιτιού τους. Το όνομα που θ’ ακούσουν πρώτο, θα είναι -πιστεύουν- το όνομα που θα ‘χει ο άντρας που θα πάρουν! Αρκετές, επίσης, κοπέλες, παίρνουν «κληδονόνερο» και πάνε στο πηγάδι. Κρατούν μαζί τους κι έναν καθρέπτη. Ρίχνουν το νερό στο πηγάδι. Βάζουν τον ήλιο με τον καθρέπτη στου πηγαδιού τα νερά, για να φωτιστούν, και λένε:
«Ε! νεράιδα του γιαλού και στοιχειό του πηγαδιού,
δείξε και φανέρωσέ μου, τον άντρα που θα πάρω!» (16)
και εξετάζοντας προσεκτικά, βλέπουν το πρόσωπο αυτού που θα πάρουν, μέσα στα νερά, να σχηματίζεται!
Τέλος, το «ριζικό» που ‘χαν βάλει στον κλήδονα, το τοποθετούν κάτω από το μαξιλάρι τους, το βράδυ και βλέπουν στον ύπνο τους τον άντρα που θα πάρουν!
*** * ***
Κι έτσι τελειώνει η οδοιπορία μας στον όμορφο χώρο των «Κληδόνων» στην Κρήτη! Μια οδοιπορία που ξεκουράζει και ψυχαγωγεί! Ένας δρόμος που θυμίζει περασμένα και καταγράφει συγκαιρινά!
Ένας κόσμος όμορφος, κατάφορτος από την ανθρωπιά, τη λεβεντιά και το ήθος των ανθρώπων του τόπου μας!
Ένα κομμάτι από το μεγαλείο της λαογραφικής Κρήτης μας!

(10) Μαρίας Λιουδάκη, όπου παραπάνω, σ. 491-492.
(11) Αλέξ. Δρουδάκη: «10.000 Μαντινάδες τση Κρήτης», Χανιά, 1982, σχ. 8ο, μεγάλο σ.σ. 1-536, σ. 505-506.
(12)  Μαρίας Λιουδάκη, όπου παραπάνω, σ. 493.
(13) Μαρίας Εμμ. Βάρδα: «Ο Κλήδονας», στο τριμήν. Ιστορικολαογραφικό περιοδικό «Αμάλθεια», Αγ. Νικόλαος Κρήτης, έτος Δ’, τευχ. 15, σ. 200-205
(14) Δες και: Άλκης Κυριακίδου – Νέστορος: «Οι 12 μήνες – τα λαογρφικά», σχ. 4ο έκδοση Α’, Θεσσαλονίκη 1982, εκδ. Μαλλιάρης – «Παιδεία», σ.σ. 1-160, σ. 78.
(15) Εμμ. Γ. Πλουμάκη: «Λαογραφικά σημειώματα Κρήτης», Αθήναι 1964, εκδ. Του Εθν. Τυπογραφείου, σχ.8ο, σ.σ.1-134, σ. 15 κ.έ.
(16) Μαρίας Λιουδάκη: «Λατρεία στην Ανατολική Κρήτη – Ο Κλήδονας», στην Ε.Ε.Κ.Σ., τομ. Α’ (1938) σ. 499.
Δες και: Εμμ. Γ. Πλουμάκη, όπου παραπάνω, σ. 15.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα