Τρίτη, 23 Απριλίου, 2024

Στο Γουώππιν με φόγκ

Το να μην έχεις τη δυνατότητα να βλέπεις ούτε δίπλα σου, μας είναι -έστω και παραβολικά- γνωστή εικόνα.
Σε τέτοιες συνθήκες, η απλότητα και η βαθύτητα της  σκέψης δίδει μία και μόνον λύση: Την αναμονή της παρουσίας του ήλιου. Μια σκέψη πρακτικά αδύνατη για τους σκοτεινούς λαούς…
Στο κείμενο που ακολουθεί  παρμένο από το διήγημα «Το νερό της βροχής» του Μ. Καραγάτση1, ο συγγραφέας προφανώς διηγείται άψογα εικόνες και συναισθήματα. Η μοίρα των συγγραφέων όμως είναι να χρησιμοποιούνται τα κείμενα τους κατά πως επιθυμούν οι αναγνώστες να ικανοποιηθούν τα κάθε λογής τους οράματα. Ετσι το παρουσιάζω κι εγώ, δυστυχώς περιορίζοντας το, ελέω αρθρογραφικών αναγκών..
Καλή σας ανάγνωση:
«- Εχει φόγκ2 απόψε, μου είπε ο Ντίκ. Καλύτερα να μην απομακρυνθούμε από το κέντρο.
-Καταλαβαίνω πως η συμβουλή σου είναι σοφή, του αποκρίθηκα. Γι’ αυτό ακριβώς δεν θα την ακολουθήσω… Το δρόμο σου και το δρόμο μου. Καληνύχτα.
– Πού σκοπεύεις να πας;
– Θα πάρω τον υπόγειο και θα βγω στο Γουώππιν3. Από κει έχει ο Θεός…
– Και εσύ έχεις κουράγιο. Μου αρέσει η ιδέα σου. Μπορώ να έρθω μαζί σου;
– Φυσικά.
Κάτω στο Γουώππιν, στους ντόκους… Η ομίχλη είναι αραιή. Μίστ, όχι φόγκ. Πούσι γαλατένιο που σέρνεται πάνω στον ποταμό και ξεστρατίζει ζερβόδεξα τυλίγοντας με μυστήριο τους έρημους και μίζερους δρόμους του Ήστ Έντ. Μαύρη άσφαλτος, μαύρα σπίτια. Μαύροι περίπλοκοι δρόμοι, που ξεκινώντας απ’ την κεντρική αρτηρία χάνονται προς απίθανες κατευθύνσεις.
Προχωρούμε στην τύχη. Περπατάμε για να περπατάμε. Κι όπου μας βγάλει ο δρόμος. Επειδή δεν έχει τέρμα ο δρόμος μας. Δεν έχει σκοπό. Ήρθαμε εδώ για να βουτηχτούμε στην ομίχλη.
– Άκου μου λέει ο φίλος μου. Άκου !
Κάτι σαν φλοίβισμα 4
– Είναι ο ποταμός, λέει ο Ντίκ. Τον βλέπεις;
– Άκου ! μέσα στο φόνγκ να έχεις διπλά αυτιά. Μάτια δεν έχεις. Πες πως είσαι τυφλός.
Η ομίχλη πυκνώνει. Από μίστ πηγαίνει προς το φόγκ.
– Ξέρεις που βρισκόμαστε;
– Ένας θεός το ξέρει. Ίσως ακόμα στο Γουώππιν. Ίσως ανατολικότερα…
Περπατάμε, περπατάμε… Τα βήματα μας αντηχούν παράξενα στους τοίχους απ’ τις πανύψηλες αποθήκες. Είναι η καταχνιά που παραλλάζει τους ήχους. Είναι ο ποταμός που όλο μουρμουρίζει.
– Άκου! μου λέει πάλι ο Ντίκ.
Μια μουσική, που βγαίνει μέσα από μια πόρτα, πλάι μας ακριβώς.
– Τι είναι εδώ πέρα, Ντίκ;
– Είναι ότι χρειάζεται για τη δίψα μας. Έλα κοντά…
Ήταν ένα λαϊκό μπαρ για θαλασσινούς. Τ’ αναποδογυρισμένα μπουκάλια με έτοιμες τις κάνουλες ν’ αμολύσουν καταρράκτες από ουϊσκυ, τζιν και μπράντυ. Κάθε πελάτης θαλασσινός, κάτι έφερε απ’ τα ταξίδια του να στολίσει την αγαπημένη του ταβέρνα. Πράματα της θάλασσας, των πλοίων, των μακρινών ταξιδιών. Φανάρια της γέφυρας, κόκκινα και πράσινα. Σαγίτες φαρμακερές της Πολυνησίας, καμπανάκια της πλώρης, σταμνιά μπακιρένια του Αλιτζεριού, τσαρούχια της Ρούμελης κι ανεμόμυλοι της Ολλαντίας. Κανοκιάλια, μπούσουλες, μπαλέστρες…
– Είδες τι βρήκαμε μέσα στο φόνγκ; Μου λέει ο Ντίκ.
Πίνουμε, καπνίζουμε, ονειροπολούμε. Δυο ναύτες Αμερικανοί σιγοτραγουδούν. Είναι κι άλλες παρέες που μιλούν και χαμογελούν. Μα οι περισσότεροι πελάτες πίνουν το σπίρτο σιωπηλοί. Εχουν έγνοιες να θυμηθούν. Εγνοιες να ξεχάσουν.
Ήταν μόνη. Στεκόταν δίπλα μας, στον πάγκο. Άδειαζε σιγά το ποτήρι της, το ξαναγέμιζε, το ξανάδειαζε. Κάπνιζε τσιγάρα, άκουγε τις κουβέντες μας… Μας κοίταζε με μάτια θολά, γεμάτα απορία. Στο τέλος δεν βάσταξε.
– Κάπου έχω ακούσει τη γλώσσα που μιλάτε. Μα δεν θυμάμαι.
– Είναι ελληνικά.
– Α, ναι. Έχω γνωρίσει αρκετούς Έλληνες. Ναυτικούς… Μα δε μοιάζετε με Έλληνες…
– Ο φίλος μου είναι Αγγλος, είπα, δείχνοντας τον Ντίκ. Έμαθε ελληνικά, όταν πολεμούσε στα βουνά της πατρίδας μου. Εγώ είμαι Έλληνας. Μα η τύχη θέλησε να μοιάζω βορεινός.
– Εμένα με λένε Πόλυ, είπε η κοπέλα. Έρχομαι εδώ, στα πάμπς του Γουώππιν. Να πιώ ουίσκι. Ν’ ακούσω τα βαπόρια που σφυρίζουν, που περνάν, που έρχονται, που φεύγουν.
Σιωπή.
– Έχει ήλιο στην Ελλάδα, μουρμουρίζει η κοπέλα. Το έμαθα στο σχολείο. Μου το είπαν οι ναυτικοί.
Δεν της αποκρινόμαστε. Το φόγκ έχει τοξινώσει με αδράνεια τις ψυχές μας. Είναι μακριά η Ελλάδα κι ο ήλιος της.
– Πάμε μου λέει ο Ντίκ. Αυτή η γυναίκα είναι ενοχλητική. Γυρεύει να λυτρωθεί απ’ την ομίχλη της ζωής της με όνειρα για ήλιους φλογερούς σε ουρανούς πεντακάθαρους.
Βγήκαμε πάλι στο δρόμο. Χωθήκαμε στο σύννεφο και στην μετέωρη καπνιά. Δεν υπάρχει πια ούτε δρόμος ούτε σπίτια. Σηκώνω το χέρι μου και το φέρνω μπρος στα μάτια μου, για να πεισθώ πως δεν είμαι τυφλός.
– Στάσου, μου λέει άξαφνα ο φίλος μου. Στάσου ασάλευτος.  Και άκου..
– Εσείς! Οι άνθρωποι απ’ την Ελλάδα!! Που είστε! Σταθείτε ! Γιατί φύγατε; Γιατί με αφήσατε; Θέλω να μου μιλήσετε για ήλιο. Για ήλιο…
Τα βήματα κοντοστέκουνται, λίγο πιο πέρα. Μα ανάσα βαριά, στεναγμός γεμάτος πίκρα.
– Έφυγαν, μονολογεί. Με άφησαν μέσα στην ομίχλη. Πήραν τον ήλιο τους κι έφυγαν…
Σιωπή απόλυτη, για λίγες στιγμές. Κι ύστερα, πάλι η περπατησιά της γυναίκας. Σιγανή τώρα, αδύναμη, άκεφη. Χάνεται πέρα, στο βάθος.
– Πάμε, λέει ο Ντίκ. Μπορούμε να πάμε…
Ανάβουμε τσιγάρα..
– Κάποτε, λέει ο Ντίκ, αγαπούσα μια γυναίκα. Μια όμορφη κοπέλα με μάτια μενεξελιά…
Τα βήματα σταμάτησαν. Σταμάτησα κι εγώ. Είδα την κάφτρα του τσιγάρου που τη θράσευαν χείλια νευριασμένα από τη θύμηση…
– Μια νύχτα, συνέχισε ο φίλος μου, γυρίζαμε στο σπίτι της από το θέατρο, με ταξί. Είχε φόγκ, μα όχι πολύ πυκνό. Τ’ αυτοκίνητο πήγαινε σιγά, προσεκτικά. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο μου. Έξαφνα το ταξί σταματάει. Κι ο σωφέρ μας λέει:
– Λυπάμαι. Αλλά το φόγκ έγινε πολύ πυκνό. Δεν ξέρω πια που βρίσκομαι ακριβώς. Υποθέτω κάπου προς την Μάρμπλ Άρτς ή την Παρκ Λέην…
Κοιτάω από το παράθυρο. Πραγματικά, το φογκ ήταν πυκνό. Τα δάχτυλα της Τζην έσφιξαν με αγωνία την παλάμη μου.
– Φοβάμαι, μου λέει. Θέλω να γυρίσω σπίτι.
– Στάσου της λέω. Θα κατέβω, μια στιγμή. Θα πάω ως την γωνία του δρόμου. Ισως καταφέρω να διαβάσω την ταμπέλα.
Κατέβηκα από το ταξί και προχώρησα ώσπου βρήκα τους τοίχους των σπιτιών. Κατόπιν έστριψα δεξιά… Περπατώντας τοίχο – τοίχο έφτασα στη γωνία, λίγο παρακάτω. Προσπαθώ να διαβάσω την ταμπέλα. Αδύνατο. Το φογκ περιτύλιγε τα πάντα με το φωτερό σκοτάδι του. Στέκομαι αμήχανος. Δεν ξέρω τι να κάνω. Βλέπω πιο πέρα, φώτα δυνατά ν’ αντιφεγγίζουν μέσα στους αχνούς. Προχωρώ, φτάνω στα φώτα, κοιτάω. Ηταν η είσοδος του Ρότσεστερ Οτέλ5. Βρισκόμαστε στην Παρκ Λέην!
Γεμάτος χαρά, παίρνω στροφή και τρέχω προς το ταξί, όπου η Τζήν με πρόσμενε με αγωνία. Και τότε… Τότε κατάλαβα πως δεν θα μπορούσα ποτέ να ξανάβρισκα το ταξί, μέσα στο φόγκ. Τότε γεννήθηκε ένα παράξενο συναίσθημα μέσα μου. Πως αν δεν βρω τώρα τούτη τη στιγμή τη Τζήν, θα την έχανα για πάντα… Για πάντα…
Τρελός από αγωνία, χύθηκα μέσα στην ομίχλη.
– Τζήν! φωνάζω. Τζήν!!
Αυτοκίνητα παρ’ ολίγο να με χτυπήσουν. Οι σωφέρ φρενάρουν και βλαστημάν. Με παίρνουν για τρελό. Κι όχι άδικα. Είμαι τρελός από έρωτα και ομίχλη..
– Τζήν! φωνάζω. Τζήν!!
Κι έξαφνα, να! Ακούω τη φωνή της !!
-Εδώ είμαι, Ντίκ! Εδώ !
– Μίλα μου της λέω. Μίλα μου συνεχώς. Για να μπορέσω να σε βρω !
Μιλάει συνεχώς. «Εδώ είμαι», μου λέει. «Προχώρα Ντίκ . Έλα κοντά μου. Σε περιμένω. Σ’ αγαπώ.» Κι εγώ, με αυτί ευαίσθητο, με καρδιά ξεχαλινωμένη από αγωνία μα κι ευτυχία, προχωρώ προς τη φωνή που οδηγεί και με καλεί….Κι όταν, επί τέλους, βρήκα το σταματημένο ταξί, ήμουνα κουρέλι. Ακούμπησα το κεφάλι στα γόνατα της πολυαγαπημένης μου κι έκλαψα σαν μωρό παιδί…
Αυτή είναι η ιστορία που μου διηγήθηκε ο φίλος μου, καθώς περιπλανιόμαστε πέρα, στο Γουώππιν, μέσα στην νύχτα και το φόγκ.
– Πες μου, Ντίκ, τον ρώτησα ύστερα από ώρα πολλή. Τι απόγινε με την Τζήν;
– Έφυγε, μου αποκρίθηκε αυτός, μια μέρα που ο ήλιος έλαμπε στο στερέωμα. Την έχασα μέσα στην πολυκοσμία ενός ηλιόλουστου δρόμου. Και ούτε την ξαναείδα.
Όσο προχωρεί η νύχτα, το φόγκ γίνεται όλο και πιο πυκνό.»

Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής
Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής – Φοροτεχνικός Α’ Τάξης
E-mail: eurohania@yahoo.gr

1. Όποιος βρει τι σημαίνει το Μ. στο ψευδώνυμο του Καραγάτση θα του βρω όλες τις διαφορές μεταξύ λογιστικής και φορολογικής βάσης της επιχείρησής του
2. Φόγκ: Πυκνή ομίχλη, τόση ώστε να μην βλέπεις ούτε στο ένα μέτρο.
3. Περιοχή του Λονδίνου στις βόρειο-ανατολικές όχθες του Τάμεση. Σας παροτρύνω για μια περιήγηση μέσω του google street view στα σημεία που αναφέρει το κείμενο του Καραγάτση.
4. ο ελαφρός ήχος από μικρά κύματα που χτυπούν στην ακτή
5. Καταπληκτικό, αν το δείτε σήμερα το street view και κάνετε την απαραίτητη αναγωγή στο παρελθόν..


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα