Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024

Σούρουπο στην παραλία της Χρυσής Ακτής

Καθισμένος σε μια απόμερη γωνιά στην παραλία της Χρυσής Ακτής λίγο έξω από τα Χανιά, κι αγναντεύοντας πέρα μακριά το σταχτή ορίζοντα, εκεί στο βάθος που έσμιγε ο ουρανός με τη θάλασσα, ένα μικρό σημάδι που μόλις διακρινότανε, μάλλον κάποιο ψαροκάικο πρέπει να ήταν, έμοιαζε σαν στολίδι κεντημένο από χέρια και βελονάκι περίτεχνης κεντήστρας πάνω σε βελούδινο χαλί. Δεν χόρταινα να κοιτώ και να θαυμάζω τις απαράμιλλες ομορφιές της φύσης. Ήταν χαρά θεού. Ο ουρανός απ’ άκρη σ’ άκρη με λογίς – λογίς  σύννεφα που σχημάτιζαν διάφορες ανεπανάληπτες ομορφιάς εικόνες κοιτάζοντάς τις, μου μάγευαν την ψυχή. Στο βάθος ακριβώς απέναντι από τα Χανιά το μικρό νησί, τα Λαζαρέτα, βλέποντας το, σχημάτισα μιαν εικόνα στην φαντασία μου και την έβλεπα με τα μάτια της ψυχής μου, πως κάποτε ήταν ένα θαλάσσιο κήτος που θωρώντας την όμορφη πόλη τα Χανιά, τη ζήλεψε και πλησίασε να την καταβροχθίσει. Θαμπώθηκε όμως από την απίστευτη ομορφιά της και μαρμάρωσε μένοντας εκεί ακίνητο αιώνια πια, να την θωρεί.
Μια μικρή βαρκούλα που ήταν αραγμένη στον απάνεμο κολπίσκο της παραλίας λικνιζότανε στ’ ανάλαφρο φύσημα της δροσερής αύρας κι έμοιαζε θα μπορούσε να την παρομοιάσει κανείς, σαν ανατολίτισσα χορεύτρια, χορεύοντας τον χορό της κοιλιάς στο ελαφρύ θρόισμα του μπάτη που έμοιαζε με ανάλαφρη μουσική.
Εικόνες απίστευτης ομορφιάς που θωρώντας τις, πολλές φορές ενδόμυχα ψιθύρισα «ω, θεέ μου! Πόσο τυχερός είμαι που μπορώ ν’ απολαμβάνω τις μύριες ομορφιές της μητέρας μου φύσης κάθε στιγμή».
Μόνο το απρόοπτο γαύγισμα των αδέσποτων σκύλων, που άλλα ανήσυχα κι άλλα ράθυμα τριγύριζαν δυστυχώς στην παραλία, μου τάραζαν την απίστευτη γαλήνη της ψυχής μου που κείνες τις στιγμές ένοιωθα ψιθυρίζοντας «ω, θεέ μου γιατί ορισμένοι συνάνθρωποι μου αφήνουν τα άκακα ζώα τους στις διάφορες παραλίες κι όχι μόνο, αφρόντιστα και διψασμένα ζώντας κάτω από αντίξοες συνθήκες; Πέτρινη ψυχή έχουν; Τόσο σκληρόκαρδοι είναι; Σε τι φταίνε και τα καταδικάζουν σε αργό κι επώδυνο θάνατο; Γιατί…;»
Θωρώντας όμως την επόμενη στιγμή τη μικρή χερσόνησο που σχηματίζεται στη συνέχεια του μικρού λόφου, αριστερά της Χρυσής Ακτής, που μοιάζει με ανθρώπινο χέρι απλωμένο να χαϊδεύει την άκρη της θάλασσας αμέσως μου άλλαξε τη διάθεση.
Στρέφοντας δε τη ματιά μου δεξιά και θωρώντας μέσα στην καταχνιά που είχε απλωθεί σε όλη την περιοχή, κι έμοιαζε σαν αραχνοΰφαντο μαγνάδι, διέκρινα το ακρωτήρι του Σταυρού που φάνταζε, έτσι το είδαν τα μάτια της ψυχής μου, σαν ένας τεράστιος θρόνος κάποιου προϊστορικού θεού, που καθισμένος πάνω του αγνάντευε πέρα μακριά τις ξέχωρες σε ομορφιά εικόνες του κρητικού πελάγους που μπροστά του απλώνεται.
Τώρα, η ψιλή βροχή που απαλά έπεφτε στην περιοχή ανάγκασε κάποιους αθλητές να εγκαταλείψουν την ξανθή αμμουδιά της παραλίας που εκεί αθλούνταν, να ταχύνουν τα βήματά τους, να προλάβουν την ερχόμενη καταιγίδα που σιγά – σιγά έκανε την παρουσία της.
Τα πουλιά μάλλον επηρεασμένα και κείνα από το κρύο της βροχής ανήσυχα πετούσαν από αλμυρίκι σε αλμυρίκι κι από κλαδί σε κλαδί για να προφυλαχτούν αλλά ίσως και να διαλέξουν σε ποιο απ’ αυτά θα κουρνιάσουν ώστε να περάσουν την ερχόμενη νύχτα. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι που ήταν καθισμένο πάνω σ’ έναν βράχο δίνοντας ίσως όρκους αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης ο ένας στον άλλον, βάζοντας μάρτυρες τα κοχύλια, την χρυσή άμμο και το κύμα, με το ξέσπασμα της βροχής έφυγαν από το βράχο πιασμένοι χέρι – χέρι, εμποτίζοντας περισσότερο την ομορφιά της παραλίας.
Κι ενώ η βροχή δυνάμωνε σιγά – σιγά αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την φιλόξενη κείνη γωνιά. Φεύγοντας η διαπεραστική φωνή κάποιου παλιατζή κάνοντας ίσως την τελευταία του γύρα στους δρόμους φωνάζοντας με περίσσια τέχνη και μελωδία: «όλι τα πιλιά μαζεύει, όλι τις αυλές καθαρίζει» κ.α.π. λόγια ένοιωσα να γιομίζουν την ψυχή μου λογίς – λογίς όμορφα συναισθήματα.
Τέλος, η μάγισσα νύχτα εφόσον πρώτα αντάλλαξε αρκετά σφιχταγκαλιάσματα με τη μέρα, η δεύτερη, άφησε σιγά – σιγά την φιλενάδα της να πάρει τη θέση της απλώνοντας εκείνη το αραχνοΰφαντο μαύρο της σεντόνι πάνω στη γη. Κι εφόσον δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο, πήρα το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι μου, ενώ η πολιτεία σαν την παλιά αρχόντισσα άρχισε να φοράει τα πολύχρωμα κολιέ της δείχνοντας περίτρανα το θεϊκό μεγαλείο της, ενώ η βροχή τώρα είχε δυναμώσει αρκετά.
Όταν έφθασα στο σπίτι μου κατενθουσιασμένος με ψυχική ευφορία, έπειτα από αρκετές ώρες πήρα στα χέρα μου την αγαπημένη μου πένα κι άρχισα να γράφω τις εικόνες που με ανεξίτηλα χρώματα κείνο το σούρουπο είχαν τυπωθεί στις σελίδες της σκέψης μου.
Τέλος, όταν τελείωσα το γράψιμο, η βροχή έξω έπεφτε ασταμάτητη ενώ οι σταγόνες της χτυπώντας το τζάμι στο παραθύρι του μικρού μου γραφείου έμοιαζαν σαν να μου έλεγαν: «απόστασες, κοιμήσου τώρα ποιητή».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα