Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024

Πόλεμος και Κατοχή

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ξυπνούν μέσα μου, ζωντανές και επίμονες, οι αναμνήσεις του παρελθόντος. Αναμνήσεις μίας σκοτεινής εποχής που δεν θα σβήσουν ποτέ κι ας ξεκινούν από τα πιο τρυφερά παιδικά χρόνια μου, τα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Mαύρα και σκοτεινά χρόνια! Το μωρό που γεννήθηκε τον Μάιο του 1941 μέσα στον βομβαρδισμό της πόλης, είναι πια ένα κοριτσάκι 3 – 4 χρονών. Ζει σ’  ένα σπίτι που τυχαία στάθηκε όρθιο, αφού στο γειτονικό έπεσε βόμβα και έμειναν όρθιοι μόνο οι τέσσερις τοίχοι του και μία άλλη βόμβα παραδίπλα έπεσε μέσα σ’ ένα ξεροπήγαδο, αλλά ράγισε με τη φοβερή της δόνηση την ταράτσα του και σώριασε στη γη παράθυρα και πόρτες. Εχασκαν τα ανοίγματα και ο παππούς και η γιαγιά προσπαθούσαν να τα καλύψουν με τσουβάλια και κολλούσαν με αλευρόκολλα εφημερίδες στα λιγοστά τζάμια που είχαν απομείνει.
Το κοριτσάκι μεγάλωνε σιγά – σιγά με τα ελάχιστα τρόφιμα που μπορούσαν να βρεθούν, το πληγούρι και το γάλα σε σκόνη που διένειμαν για τον πληθυσμό. Ηταν φιλάσθενο και καχεκτικό, αλλά ήξερε να διαβάζει από τα τέσσερά του χρόνια και διέθετε μια σπάνια ευαισθησία, μνήμη και παρατηρητικότητα που το ωρίμαζαν πρόωρα. Προτιμούσε να διαβάζει παρά να παίζει και κάθε τι που άκουγε χωρίς να το καταλαβαίνει, προσπαθούσε να το εξηγήσει χωρίς να ρωτήσει τους μεγάλους γι’  αυτό.
Ανέβαινε σ’ ένα μικρό μπεντενάκι της αυλής και ατένιζε τα χωράφια μέχρι κάτω τον δημόσιο δρόμο, που στα μάτια του φαίνονταν απέραντα και με το νου του τα ονόμαζε “Ελλάδα”. Ακουγόταν αυτή η λέξη συνέχεια από τα στόματα των μεγάλων.
Ελλάδα θα είναι λοιπόν αυτή η απέραντη γη, σκεφτόταν.
Γερμανοί ήταν η άλλη λέξη που ηχούσε με μίσος στ’ αφτιά του. Την έλεγαν σιγανά οι μεγάλοι και το παιδί ακούγοντάς την ένιωθε πως ένας αδιόρατος κίνδυνος, μία φοβερή απειλή πλανιόταν πάνω απ’ τους ανθρώπους, τη φύση, τα σπίτια, την πολιτεία ολόκληρη! Κάποια ζιζάνια στον κήπο τους που έβλεπε τη γιαγιά της να τα ξεριζώνει, τα ονόμαζε “Γερμανούς” και τα ξερίζωνε κι αυτή με μανία, να μην πνίξουν τα λουλούδια και τα λαχανικά τους.
Τη νύχτα ξυπνούσε από τον βόμβο που έκαναν οι γερμανικές μοτοσυκλέτες με το καλάθι, φορτωμένες με οπλισμένους στρατιώτες, που ανέβαιναν μουγκρίζοντας τον ανήφορο της Μανούσου Κουνδούρου. Την ημέρα η διαπεραστική φωνή της σειρήνας, σαν κραυγή και ουρλιαχτό μαζί, την τρόμαζε, μα η δυνατή αγκαλιά της γιαγιάς την άρπαζε και χώνονταν μαζί με τους άλλους στο υπόγειο – καταφύγιο του σπιτιού.
Αεροπλάνα πετούσαν αδιάκοπα και συχνά έριχναν προκηρύξεις. Στην άκρη του δρομάκου τους, στρατιωτικά οχήματα ακόμη και τανκς σταματούσαν καθώς δίπλα σ’ ένα επιταγμένο αρχοντικό ήταν η γερμανική στρατιωτική λέσχη.
Κάποιοι αξιωματικοί περνώντας δοκίμαζαν να το χαϊδέψουν καθώς στεκόταν εκεί με τ’ άλλα παιδιά -μια σταλίτσα παιδάκι- ίσως νοσταλγώντας τα δικά τους παιδιά, μ’ αυτό έφευγε με αποτροπιασμό μπροστά απ’ αυτά τα μισητά πρόσωπα.
Ο πατέρας είχε γυρίσει από το Μέτωπο μετά τη θλιβερή οπισθοχώρηση του στρατού. Βρήκε ένα μωρό που δεν το είχε ακόμη γνωρίσει και το περιέβαλε μ’ όλη την αγάπη και την τρυφερότητα του νέου πατέρα. Το παιδάκι μεγάλωνε πολύ δύσκολα. Η καλή τροφή ανύπαρκτη, τα φάρμακα δυσεύρετα. Μα η αγάπη των γονιών έκανε θαύματα και υπερνικούσε όλες τις δυσκολίες. Και τα χρόνια περνούσαν.
Πλησίαζε συν Θεώ η απελευθέρωση. Αν και τα νέα μαθαίνονταν πολύ δύσκολα, μία ανάσα ελευθερίας πλανιόταν παντού και ανάσταινε την ελπίδα στις καρδιές των ανθρώπων.
Τα μεσημέρια όταν ο πατέρας μου γύριζε στο σπίτι, μαζευόμαστε όλοι στο μικρό κουζινάκι. Κλείναμε την πόρτα και ο πατέρας μου μέσα στην απόλυτη σιγή, έβγαζε κάτω από τα στρωσίδια ενός μικρού καναπέ ένα τοσοδά μαύρο ραδιοφωνάκι. Ανοιγε ένα κουμπί και μία φωνή από την άκρη της γης έφερνε τα νέα στον μικρό μας χώρο. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο εκτός από τη “Φωνή” κι όλοι άνοιγαν τ’ αφτιά τους ν’ ακούσουν και να καταλάβουν. Ξεχώριζαν οι λέξεις, σύμμαχοι, βομβαρδισμοί, Βερολίνο, Ελλάδα, στρατεύματα και άλλες που δεν τις θυμάμαι και δεν τις καταλάβαινα. Απορούσα μόνο πώς δεν ήταν δυνατόν να χωρά μέσα σ’ αυτό το μικρό κουτί ο άνθρωπος που μιλούσε!
Οταν τέλειωναν οι ειδήσεις το έκρυβαν πάλι προσεκτικά και δεν παρέλειπαν κάθε φορά να μου τονίζουν πως κανείς δεν έπρεπε να μάθει κάτι γι’ αυτό. Κι εγώ σώπαινα, γιατί είχα καταλάβει πολύ καλά τι σήμαινε “κίνδυνος” τι σήμαινε “φόβος”.
Εκείνα τα τρυφερά χρόνια δεν είχα παιχνίδια. Επαιζα όμως στον κήπο μας σκαρφαλωμένη πάνω σ’ ένα τεράστιο σιδερικό από λαμαρίνα και αλουμίνιο με ίχνη από κάψιμο σε κάποια σημεία του. Ο πατέρας μου, μου είχε πει πως ίσως ήταν από την άτρακτο κάποιου αεροπλάνου που καίγονταν στον αέρα και τα κομμάτια του σκορπίστηκαν εδώ κι εκεί. Κάποιες ταμπελίτσες με γράμματα και αριθμούς βιδωμένες σε διάφορα σημεία του δε μπόρεσαν να προσδιορίσουν την εθνικότητά του. Εσκυβα και μύριζα το καμένο μέταλλο και η μυρωδιά αυτή δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη μου. Ηταν για μένα η μυρωδιά του θανάτου.
Τη λέξη “απελευθέρωση” τη βίωσα μέσα από μία απέραντη χαρά και ανακούφιση, μέσα από χιλιάδες ζητωκραυγές που δονούσαν τον αέρα. Ηταν σα να ’φυγε πάνω απ’ τους ανθρώπους ένας ασήκωτος βράχος που τους έκοβε την αναπνοή. Οι μεγάλοι δε μιλούσαν πια χαμηλόφωνα και το μικρό μας ραδιόφωνο τοποθετήθηκε πάνω στο τραπέζι κι ακούγαμε τα νέα βάζοντάς το στη διαπασών. Η μπότα όμως του κατακτητή και οι σειρήνες θα ταίριαζαν ακόμη για πολύ καιρό τον ύπνο μου.
Ευτυχώς υπήρχε πάντα δίπλα μου η τρυφερή φωνή της μάνας που γλύκαινε και ομόρφαινε τα όνειρά μου.
Τώρα άρχιζε ένας άλλος αγώνας. Ο αγώνας της επιβίωσης. Οι γονείς έπρεπε να εργαστούν σκληρά. Είχαν ένα δύσκολο παιδάκι ν’ αναστήσουν.
Στο σχολείο πήγα με λαχτάρα, με όρεξη, με αγάπη. Λάτρευα κάθε τι σχολικό μα ιδιαίτερα τα τραγούδια. Τα τραγούδια τα ηρωικά, τα τραγούδια της πατρίδας της νίκης, της ελευθερίας, όσα ήξεραν οι δάσκαλοί μας και μας τα μάθαιναν εκείνη την εποχή.
Ο Εθνικός Υμνος, των εχθρών τα φουσάτα περάσαν, Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη, ο ύμνος της Σημαίας… Τα τραγουδούσα όλη μέρα στο σπίτι και στο σχολείο. Η ψυχή μου είχε γεμίσει από υπερηφάνεια και η δασκάλα μου μ’ έλεγε “το αηδονάκι της”.
Θέλησα να τα μάθω κατά καιρούς στα παιδιά που μου εμπιστεύθηκε η πολιτεία στην πορεία της διδασκαλικής μου ζωή. Κάποια παιδιά ήθελαν να τα μαθαίνουν. Σε κάποια άλλα ακούγονταν βαρετά. Οι εποχές είχαν αλλάξει. Τα παιδιά δεν ήξεραν καλά – καλά τι σήμαιναν τα λόγια τους. Παιδιά γεννημένα σε ήμερα χρόνια, χωρίς σειρήνες, χωρίς αεροπλάνα, χωρίς φόβο. Πρέπει να ’χεις ζήσει τέτοιες καταστάσεις για να σ’ αγγίζουν. Μακάρι τα παιδιά μας να μην τις ζήσουν ποτέ. Να μη γνωρίσουν ποτέ τον φόβο. Να μη δουν την πόλη τους σωριασμένη σε ερείπια. Να ’χουν να φάνε, να ντυθούν. Να ’ναι γερά κι ευτυχισμένα. Να μαθαίνουν γράμματα και τέχνες και να προοδεύουν.
Αυτά εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά, ξαναζώντας σήμερα τη μεγάλη επέτειο της Μάχης της Κρήτης, σ’ όλα τα Ελληνόπουλα και σ’ όλα τα παιδιά απανταχού της γης.
* δασκάλα


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα