Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024

Πάει χαθήκανε τα δύσκολα μα όμορφα χρόνια

Yστερα από τόσονα καιρό απουσίας μου από τουτηνέ τη γωνιά του καφενέ, απου εκόντεψε νάχει αραχνιάσει από τη πολυκαιρία, και να κυκλοφορούνε μέσα στσοι χώρους τση τα μιαρά τσ’ εγκατάλειψης, βλατούσες, ποντικοί και σαμιαμίθοι.
Mα έλα σου ντε που μ’ έπιασε γροικάς το φιλότιμο, και την προεκλογική περίοδο για να μη γίνομαι βάρος στη καλή και φιλόξενη εφημερίδα τουτηνέ και να χαραμίζω τσοι σελίδες τσοι με τη δικιά μου αγωνία για τη Παράδοση. Και σαν επεράσανε οι γι εκλογές, μου ‘μεινε πρέπει το χούι κι αρχίνιξα και χουζούρευα στσ’ ασκιανιούς και τσ’ αερινάδες, γιατί ωστόσο είχανε αποφτάξει οι δαιμονισμένοι οι κάψωνες απ’ ούργιαζε η κεφαλή μου από τη ζέστη. Τουτεσάς τσ’ ώρες τση ξεγνοιασιάς, αναστορούμουνα  τσοι δυσκολίες και τα βάσανα του παλιού καιρού, απού με τουτεσάς τσοι καιρικές συνθήκες, όι μόνο δεν εθερίζαμε, αλωνεύαμε κι ετρυγούσαμε, περίττου εμείς οι γι ασβεστάκωλοι τότεσας παρά εσυμπληρώναμε και το χαρτζιλίκι μας με τ’ ασβεστοκάμινα.
Κάθε φορά το λοιπός απού τσ’ αναστορούμαι τούτουσας τσοι βασανισμένους αθρώπους, σιγομουρμουρίζω την ίδια ευκή: Θεέ μου! Ανάπαψέ τσοι τούτουσας τσοι δούλους σου “ένθα ουκ έστι πόνος ου λύπη ου στεναγμός”, γιατί στην επίγειο ζωή επολυβασανιστήκανε κι επονέσανε περίσσεια, για να ζήσουνε και να θρέψουνε τσοι οικογένειές τωνε. Υστερα από τούτεσας τσοι σκέψεις αναντράνισα κι εκατάλαβα πως είχε παραπεράσει ο καιρός. Κι ήτανε φευγάτος κι ούλος ο Αύγουστος.
Γιάε, μωρέ γέρο είντα ‘παθες με το να χουζουρεύεις τόσονα καιρό εδά και μας έφυγε κι ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού, με τσοι πολλές παραδοσιακές εκδηλώσεις και με τα πολλά πανηγύρια για χάρη τση Μεγάλης Μάνας τσ’ αθρωπότητας, τη Παναγία. Εδά σοντηρώ ένα γύρω, και θωρώ τα χαρακτηριστικά του φθινοπώρου να παρουσιάζονται από σιγά-σιγά. Τα τραγούδια τω τζιτζίκω αραιώνουνε και πολλά φύλλα τση κρεβατίνας έχουνε κιτρινίσει. Τα νεφαλάκια στον ουρανό κάνουνε σα ντα κουζουλά, με τσ’ αέρηδες που τα πχιαινοφέρνουνε στον ουρανό πέρα δώθε, κι ο νους μου αγκανάρει τη σκέψη μου τούτηνα την ώρα και μ’ αντιγαέρνει στσοι περασμένους καιρούς.
Αναστορούμαι κείνανα τα χρόνια, απου πριχού περάσει ο Αύγουστος εχάνανε κι οι αθρώποι την ησυχία ντωνε όπως και τα νεφαλάκια εδά στον ουρανό. Γιατί επλακώνανε οι δουλειές, η μια όξω αποπίσω από την άλλη. Γιατί ‘τανε μπλιο ο καιρός απου κάθε κατεργάρης έμπαινε στον μπάγκο ντου, κατά που λέγανε, γιατί τ’ αμύγδαλα και τα χαρούπια ήπρεπε να μαζωχτούνε, οι κρασοπαραγωγοί να ετοιμαστούνε για τα τρυγοπατήματα κι οι νοικοκεράδες εκατηφορίζανε όθε τ’ αμπέλια με φορτωμένα καλάθια και κοφινάκια για να μαζώξουνε τα κατάλληλα σταφύλια για σταφίδες. Γιατί εκείνες εγνοιάζουντανε για να γεμίσουνε τα ντολάπια ντωνε με ξελειξίδια για το χειμώνα, εδά σταφίδες και συκοπιταρίδες, και ταχιά την άλλη στα τρυγοπατήματα θαν’ εκάνανε μουσταλευρέ απού θα τηνε ξεραίνανε στον ήλιο και πετουμέζι, που με τούτανα και τ’ αμύγδαλα θα ‘ναι φιλεύανε τα κοπελάκια και θαν’ ετρατέρνανε τσοι μουσαφίρηδές τωνε για μεζέ τση τσικουδιάς στσ’ αποσπερίδες. Ακόμη τα σκολιαρούδικα είχανε κι εκείνα τσοι σάκες τωνε έτοιμες, γιατί εσίμωνε η γι ημέρα απού θαν’ εγροικούντανε η καμπάνα τσ’ εκκλησίας απού θα τα ειδοποιούσε για να προμαζωχτούντε στο σκολειό για τη καινούργια σχολική χρονιά.
Ετσα έμπαινε από σιγά-σιγά, στ’ αυλάκι το νερό, όπως λένε, και ξεκίνα η καινούργια χρονιά, με τσοι δικές τση απαιτήσεις και τα δικά τση βάσανα. Βέβαια, αποβραδίς αναστορούντανε κι αναθιβάνανε τσοι ξέγνοιαστες μέρες του καλοκαιριού οι συντροφιές στσοι καφενέδες. Το ίδιο εκάνανε στσοι βεγγέρες στα σπίθια και ξαναζιούσανε τσ’ όμορφες συντροφιές και χαρούμενες στιγμές και μέρες στα πανηγύρια του καλοκαιριού και του Δεκαπενταύγουστου τση μεγάλης πανηγυριώτικης καλοκαιρινής θρησκευτικής και κοινωνικής έξαρσης των αιστημάτων π’ αγκαλιασμένα εσυμπορπατούσανε τούτεσας τσοι μέρες στσοι σπερνούς, τσ’ όρθρους, και τσοι λουτουργίες, τα θρησκευτικά με τσ’ εκ βαθέων ικεσίες υπέρ του σύμπαντος κόσμου και τσ’ ουρανομήκεις ψαλμωδίες στη ιεράν πανήγυριν της Θεομήτορος… Και στσοι καφενέδες οι ζυγιές, τα όργανα, ύστερα εσυνεχίζανε να ξεσηκώνουνε γυναίκες και άντρες, κοπελιές και κοπέλια για να ξεσπάσουνε στο πανηγυριώτικο γλέντι και να ζωγραφίσουνε με τα ζάλα ντωνε τσοι λεβέντικους συρτούς, τσοι ναζιάρικους καλαμαθιανούς και τα ζωηρά χανιώτικα πεντοζάλια.
Γιατί έτσα το ‘χανε αντέτι οι γι αθρώποι του παλιού καιρού και δεν αφήνανε τη βασανισμένη ντωνε ζωή ανεόρταστη, παρά σαν εβρίσκανε ευκαιρία δεν την αφήνανε να χαθεί ανεκμετάλλευτη. Γι’ αυτό κι εγροίκας τραγούδια, όπως λέω συχνά, απ’ όσους οδοιπορούσανε, τραγούδια από τσοι μαζώχτρες και τσοι μαζωχτάδες στα λιόφυτα, από τσοι ζευγάδες και από τσοι νοικοκερές και τσ’ ανυφαντούδες, από τσοι τρυγητάδες, κι όσους επχιαινορχούντανε στο χωριό κι εκουβαλούσανε τα σταφύλια στα πατητήρια, τραγούδια κι αξέχαστες συντροφιές από τσοι πατητάδες.
Ητανε η γι εποχή απου τσοι δυσκολίες και τα βάσανα τση ζωής τσοι κάνανε τραγούδι και γλέντι, χαρά κι ασυγκράτητα γέλια. Τουτεσάς τσ’ αναμνήσεις μου ‘φερε η θύμησή μου από κείνανε τα χρόνια από τσοι πάρα πολλές απου ‘ναι αποθηκευμένες στο χώρο των αναμνήσεών μου από την ταπεινή και αθόρυβη ζωή μου.
Και τουτεσάς οι γι αναμνήσεις με βοηθήξανε να σας σε σεργιανίσω βιαστικά στσοι περασμένους χρόνους απου δε μοιάζουνε καθόλου με τσοι τωρινούς, τση σιωπής και τση μουγκαμάρας. Δυστυχώς, πάει, χαθήκανε τα καλά και όμορφα μιας άλλης εποχής. Μετά από τσοι δυσκολίες, εκοπιάσανε οι γι ανέσεις και φέρανε τη νωθρότητα, την παγκοσμιοποιημένη αβελτηρία και τη νυσταλέα συμπεριφορά.
Σ’ ούλους τουτουσάς τσοι εργάτες και εργάτριες τση πολυβασανισμένης ζωής τω περασμένω χρόνω απού δούνανε ζωή στσι συντροφιές και τσι παρέες και ξεσηκώνανε τσι γειτονιές από τα τραγούδια και τα γέλια στα τρυγοπατήματα και στα πανηγύρια και δα φεύγει ένας-ένας για την αιωνιότητα, να δώκω κουράγιο σ’ όσους απομένουνε και να ζιούνε με τσ’ αναμνήσεις των και τα κατέχανε να τα ξεχάσουνε γιατ’ οι καιροί αλλάξανε.
Για ούλους τσ’ άλλους απού ‘ναι φευγάτοι μαζί με τσ’ ιερομόναχους που κάποιοι απ’ αυτούς εξυπηρετούσανε την ενορία μας σε δύσκολους χρόνους, σαν εφημέριοι, τσ’ ιεροδιάκονους και τσοι μοναχούς τσ’ Ιεράς Μονής Γουβερνέτου από τοτεσας τσοι μέρες ήτανε το πανηγύρι ντου.
Σ’ ούλους να ευκηθώ την αιωνία ανάπαψη. Στσοι σεβαστούς ιερομόναχους, ιεροδιακόνους και μοναχούς να καταθέσω τον σεβασμό μου και την μεγάλη μου ευγνωμοσύνη.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Πολλά τα έτη σας αναγνώστριες και αναγνώστες μου.
Το Γεροντάκι

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Εκόντεψε = επλησίασε, παρ’ ολίγο
Βλατούσες = Κατσαρίδες
Μιαρά = Διάφορα μικρά ακάθαρτα ζωάκια
Γροικάς = Ακούς
Χαραμίζω = Σπαταλώ χωρίς λόγο
Χούι = Συνήθεια
Χουζουρεύω = Τεμπελιάζω
Ασκιανιός = Σκιά
Αερινάδα = Τόπος που φτάνει η πνοή του αέρα ανεμπόδιστα
Ουργιάζω = Γίνομαι κλούβιος, αλλοιώνομαι.
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Κάψωνας = Καύσωνας
Περίττου = Προπάντων
Αναντράνισα = Ανασηκώθηκα
Γιάε = Δες, παρατήρησε
Είντα = Τι
Σοντηρώ = Παρατηρώ επισταμένως
Κουζουλά = Τρελά
Αντιγαέρνει = Γυρίζει πίσω
Ξελειξίδι = Εκλεκτή τροφή για κέρασμα
Συκοπιταρίδα – Συσκευασία σύκων ξερών
Ταχιά την άλλη = Μεθαύριο
Ξεραίνω = Ξηραίνω
Φιλεύω = Προσφέρω ένα κέρασμα, ένα μικρό φιλοδώρημα
Σάκα = Σχολική τσάντα
Προμαζώνονται = Συγκεντρώνονται
Αναθιβάνανε = Διηγούντανε
Ζυγιά = Ζευγάρι (λαούτο λύρα ή βιολί)
Ζάλο = Βήμα
Αντέτι = Συνήθεια
Καπαντίζω = Ξεπέρνω


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. χαιρόμαστε και συγχαίρομε από καρδίας τον πολύ εκλεκτό αρθρογράφο – χρονογράφο για το έξοχο κείμενό του που μάς πήγε λίγο πίσω στα όμορφα, απλά και παραδοσιακά χρόνια μιας αλλοτινής ζωής, που, δυστυχώς, χάνεται οσημέραι και είναι , ακόμη, και πολύ δύσκολο να μεταβολιστεί στη σημερινή μίζερη κι αλλόκοτη εποχή. Ωστόσο, εντύπωση ευχάριστη προκαλεί η πανέμορφη παλιά Κρητική διάλεκτος, από τις ομορφότερες πάνω στον κόσμο. Τις καλύτερες ευχές μας για καλή υγεία και συνέχιση του δημιουργιού έργου. Με εκτίμηση κι αγάπη Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα