Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Η oικουμενική κυβέρνηση “σανίδα σωτηρίας” για την Ελλάδα;

Ο στρατηγός Γ. Κονδύλης, πρωθυπουργός ων από τον Αύγουστο του 1926 και καλώντας τον ναύαρχο Κουντουριώτη εκ νέου στην προεδρία της Δημοκρατίας μετά την ανατροπή του Παγκαλικού δικτατορικού καθεστώτος, διεξάγει ελεύθερες και τίμιες βουλευτικές εκλογές στις 7 του Νοέμβρη του 1926.
Ο ίδιος ο στρατηγός, που είχε στο ενεργητικό του -πριν προσχωρήσει στο φιλοβασιλικό στρατόπεδο μετά το 1932- και την καταστολή του κινήματος του 1923 των μοναρχικών Λεοναρδόπουλου & Γαργαλίδη και πρωταγωνιστικό ρόλο κοντά στον Παπαναστασίου και τον Πάγκαλο το 1924 υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας και το κόμμα του το “Εθνικό Ριζοσπαστικό”, δεν παίρνουν μέρος στην εκλογική μάχη.

Οι εκλογές και ο σχηματισμός της Οικουμενικής κυβέρνησης
Στις εκλογές, όμως, του Νοέμβρη του 1926 οι αντιβενιζελικοί συσπειρώνονται κυρίως γύρω από δυο κόμματα: α) το «Λαϊκό Κόμμα» , που έλκει περισσότερους οπαδούς από τον χώρο της παραδοσιακής συντηρητικής και φιλομοναρχικής ως επί το πλείστον παράταξης κι αποτελεί “κληρονομιά” του Δ. Γούναρη (τό χε ιδρύσει το 1920, παραμονές των περιβόητων εκλογών του Νοέμβρη), με αρχηγό τον Παναγή Τσαλδάρη και β) των «Ελευθεροφρόνων», που ιδρύθηκε από  το γνωστό για τη δράση του Ιωάννη Μεταξά το 1921, όταν διαφώνησε (με τους άλλους αντιβενιζελικούς και τους βενιζελικούς) για τη μικρασιατική επιχείρηση. Χωρίς να λείψουν οι νεοπαγκαλικοί συνδυασμοί, στο αντίπαλο στρατόπεδο τα πράγματα είναι δύσκολα για τους “επιγόνους” του Βενιζέλου, καθώς το πάλαι ποτέ πανίσχυρο ενιαίο κόμμα των «Φιλελευθέρων» έχει διασπαστεί πλέον σε 5 ήσσονος επιρροής και δύναμης κόμματα: α) Των «Προοδευτικών Φιλελευθέρων» (υπό το Γ. Καφαντάρη), β) των «Συντηρητικών Φιλελευθέρων (Δημοκρατικών)» του Α. Μιχαλακοπούλου γ) το «Φιλελεύθερον Προσφυγικόν Κόμμα» με επικεφαλής το Θ. Σοφούλη, δ) της «Δημοκρατικής Ενώσεως» , που είχε αρχηγό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και ε) «Κόμμα Ανεξαρτήτων και Προσφύγων» του άλλοτε στελέχους του Παπαναστασίου, Αριστ. Μητσοτάκη.
Το εκλογικό σύστημα με το οποίο έγιναν οι εκλογές ήταν η απλή αναλογική και -καθώς σε σύνολο 286 εδρών οι φιλοβενιζελικοί σχηματισμοί συγκέντρωσαν το 46,59% των ψήφων και αθροιστικά 143 (108 για Καφαντάρη + Μιχαλακόπουλο , που τελικά κατήλθαν με κοινό ψηφοδέλτιο, την «Ένωση Φιλελευθέρων», 17 για «Δημοκρατική Ένωση» και 18 έλαβαν μικρότερα βενιζελογενή κόμματα) έδρες, οι αντιβενιζελικοί 127 (63 Λαϊκοί, 54 ο Μεταξάς, 10 διάφοροι) με ποσοστό 41,63%, οι Εβραίοι της Θεσ/νικης εκλέγουν 2 βουλευτές, το «Αγροτικό κόμμα Ελλάδας» θα καταλάβει 4 έδρες, ενώ καταλαμβάνει  για πρώτη φορά 10 βουλευτικές έδρες και το Κ.Κ.Ε. με ποσοστό 4,38%, που είχε ιδρυθεί ως «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος» (Σ.Ε.Κ.Ε.) το 1918 και ενώ τάχτηκε το 1920 παίρνοντας μέρος στις εκλογές του 1920 κατά του μικρασιατικού πολέμου προς τα τέλη  του 1924 είχε μετονομαστεί σε Κ(ομμουνιστικό) Κ(όμμα) Ε(λλάδος) -μόνη λύση για να σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση ήταν η συνεργασία και των δυο πλευρών (αντιβενιζελικοί και βενιζελικοί).
Επειτα, από πολυήμερες διεργασίες, στις 4 του Δεκέμβρη του 1926, ο Κουντουριώτης, ως πρόεδρος της Δημοκρατίας, αναθέτει την εντολή σχηματισμού Οικουμενικής Κυβέρνησης στον Αλέξανδρο Ζαΐμη, που με την ηπιότητα και την αξιοπρέπεια του χαρακτήρα του και τη μετριοπάθεια των πολιτικών του απόψεων ήταν η κατάλληλη λύση για να βγει η χώρα από την πολύπλευρη κρίση των τελευταίων ετών. Εξάλλου, η εμπειρία του Ζαΐμη είχε φανεί χρήσιμη στη χώρα και στις προηγούμενες πρωθυπουργίες του (τόσο το 1897-99, μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο, όσο και το 1901/02 με τις φοιτητικές και κοινωνικές αναταραχές, αλλά και, κατόπιν, το 1915, το 1916 και 1917 στα δύσκολα χρόνια του «Εθνικού Διχασμού»).

Το έργο της Οικουμενικής κυβέρνησης
Στην Οικουμενική Κυβέρνηση συμμετείχαν όλα τα κόμματα και άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ο νέος πρωθυπουργός επιδόθηκε στην οικονομική ανόρθωση της χώρας από τη βαθιά κρίση στην οποία είχε περιέλθει από την προσπάθεια της αποκατάστασης των Μικρασιατών προσφύγων και την άθλια οικονομική πολιτική του Θ. Πάγκαλου. Επρεπε ο Ζαΐμης να λύσει το πρόβλημα της σταθεροποίησης του νομίσματος και της εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος και να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, αποστολή που ανέλαβε ως υπουργός Οικονομικών ο φιλελεύθερος τέως πρωθυπουργός Γεώργιος Καφαντάρης (4/12/1926 – 4/7/1928). Η Οικουμενική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει την παγκαλική συμφωνία με τους Γιουγκοσλάβους σχετικά με το λιμάνι της Θεσ/νίκης και με πολλούς κόπους έγινε δυνατή η υπογραφή συμφωνίας για τη ρύθμιση των παλιών πολεμικών δανείων και ιδρύθηκε η «Εκδοτική Τράπεζα της Ελλάδας».
Το σπουδαιότερο, όμως, έργο της κυβέρνησης Ζαΐμη, θεωρείται η προώθηση της διαδικασίας για ψήφιση από τη Βουλή του νέου Συντάγματος, κάτω από την απειλή, όμως, του ναυάρχου Κουντουριώτη πως θα παραιτείτο από το προεδρικό αξίωμα εάν δεν επιταχυνόταν η όλη διαδικασία. Το Σύνταγμα της Α’ Ελληνικής Δημοκρατίας, αν και δε διακρινόταν από εξαιρετική πρωτοτυπία, καθώς πολλά από τα 127 άρθρα του  ήταν αυτούσια της κοινοβουλευτικής μοναρχίας του 1864/1911, δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουνίου 1927 και -παρά τις νομοτεχνικές και ουσιαστικές του ελλείψεις ή τα τυχόν συντηρητικότερα υποδείγματά του και τις μεμονωμένες εφαρμογές των μετά τον παγκόσμιο πόλεμο εμφανισμένων τάσεων στο ευρωπαϊκό συνταγματικό δίκαιο- εγγυάται μια τυπική αστική Δημοκρατία, αφού ήταν το αρτιότερο και το προοδευτικότερο από τα έως τότε ελληνικά συνταγματικά κείμενα.
Ενώ η κυβέρνηση δεν διστάζει να δείξει σκληρή στάση απέναντι στα λαϊκά αιτήματα, σε σημείο μάλιστα (Μάρτης του 1927) να σκοτωθούν στις συμπλοκές αστυνομικών – απεργών, που έγιναν σε απεργία επαγγελματικών τάξεων, 2 απεργοί, δεν ήταν σε θέση να παραγάγει έργο, αφού τα κόμματα που συμμετείχαν σε αυτήν “ναρκοθετούσαν” το έργο της.
Οι ενδοκυβερνητικές διαφορές, που αποδείχτηκαν φθοροποιές και «νάρκες» για τον Ζαΐμη, οφείλονται στη διαφορετική οπτική γωνία που αντιμετώπιζαν τα διάφορα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας οι εκπρόσωποι των «αντίπαλων» ιδεολογικά κομμάτων, που συμμετείχαν στην κυβέρνηση. Αλλιώς σκέφτονταν οι βενιζελογενείς υπουργοί, αλλιώς ο Μεταξάς, αλλιώς οι υπουργοί του Τσαλδάρη. Πάντως,  ο Αλεξ. Ζαΐμης παρέμεινε, με διάφορους διορθωτικούς ανασχηματισμούς του υπουργικού συμβουλίου, στην εξουσία ως τον Ιούλιο του 1928. Και θα έμενε ίσως πιο πολύ ή τουλάχιστον θα πρόσφερε περισσότερα, αλλά -ενώ η κατάσταση των ενδοκυβερνητικών «τριβών και διαφωνιών» φτάνει στο απροχώρητο και καθώς το οικονομικό αδιέξοδο βαραίνει δυσοίωνα στην Ελλάδα- ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφασίζει να πάρει πάλι την κατάσταση στα χέρια του.
Επιστρέφει στην Ελλάδα στις 20 Απρίλη του 1927 και αφού εγκαταστάθηκε προσωρινά στα Χανιά στις 23 Μαΐου 1928 -αφού ανατρέπει από την ηγεσία  της «Ένωσης Φιλελευθέρων» τον Καφαντάρη- επανιδρύει το ιστορικό ενιαίο «Κόμμα των Φιλελευθέρων». Ο Βενιζέλος αρχίζει αμέσως σκληρή αντιπολίτευση στο Ζαΐμη, ο οποίος υποχρεώθηκε σε παραίτηση στις 4 Ιούλη του 1928.
Ο κρητικός πολιτικός την εποχή αυτή παρουσιάζεται ως υπερκομματικός «εθνικός ηγέτης», ο οποίος θα βοηθήσει με την εμπειρία του τη χώρα να εξέλθει από την παρατεινόμενη κρίση και να λύσει τα εσωτερικά της προβλήματα μέσα στα γεωγραφικά όρια που την έχει περιορίσει η συνθήκη της Λοζάνης και υπό το μόνιμο και κατοχυρωμένο συνταγματικά (από το 1927) καθεστώς της κοινοβουλευτικής αβασιλεύτου Δημοκρατίας. Η παραίτηση της κυβέρνησης του Ζαΐμη το καλοκαίρι του 1928 οφείλεται περισσότερο στη σύγκρουση Καφαντάρη – Βενιζέλου περί της ακολουθητέας οικονομικής πολιτικής κι έφερε τη χώρα σε προσωρινή ακυβερνησία.
Η ολιγοήμερη αναταραχή, έστω και κάπως αντισυνταγματικά, λύεται από τον Π. Κουντουριώτη, που ως πρόεδρος της Δημοκρατίας αναθέτει στον Ελευθέριο Βενιζέλο τον σχηματισμό της 5ης υπό την προεδρία του κυβέρνησης. Ο Βενιζέλος, πράγματι ως αρχηγός του πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος,  σχηματίζει κυβέρνηση χρησιμοποιώντας αμιγώς φιλελεύθερα στελέχη (εκτός του ανεξάρτητου πλέον Καφαντάρη), αλλά ταυτόχρονα λαμβάνει από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας το αντισυνταγματικό τότε, αφού δεν είχε ψηφιστεί νόμος από το Ζαΐμη για τη συγκρότηση Γερουσίας, που ως δεύτερο νομοθετικό σώμα – βάσει του Συντάγματος του 1927- θα έπρεπε να συνεγκρίνει την εκχώρηση του δικαιώματος διάλυσης της βουλής, δικαίωμα να διαλύσει τη βουλή και να προκηρύξει νέες εκλογές με πλειοψηφικό, όμως, σύστημα.
Αν και υπήρχε έντονη αμφισβήτηση στους αντιβενιζελικούς κύκλους της εποχής σ’ ό,τι αφορά τη νομιμότητα ή την παρατυπία των δυο αιτημάτων του Βενιζέλου (διάλυση της βουλής και αλλαγή του εκλογικού νόμου μετά απ` αυτήν από αναλογική σε πλειοψηφικό), ο Βενιζέλος έπεισε τον Κουντουριώτη, λέγοντας του πως ο θρίαμβος των Φιλελευθέρων σε πιθανές άμεσες εκλογές θα ήταν μεγάλος και η λαϊκή ψήφος θα νομιμοποιούσε τις τωρινές παρατυπίες  και ο ναύαρχος στις 9 και 11 Ιούλη του 1928 με δυο προεδρικά διατάγματα διέλυε με το πρώτο τη Βουλή και προκήρυσσε εκλογές για τις 19 Αυγούστου, ενώ με το δεύτερο επανερχόταν για τις 250 έδρες, που θα είχε η νέα βουλή, το πλειοψηφικό της “στενοευρείας”, που είχε χρησιμοποιηθεί από την επαναστατική κυβέρνηση Γονατά το Δεκέμβρη του 1923 . Ο Βενιζέλος, αμέσως με την επίσημη προκήρυξη των εκλογών, κατάρτισε τους συνδυασμούς των «Φιλελευθέρων» και στις 98 εκλογικές περιφέρειες της χώρας και συνεργαζόμενος με τους Παπαναστασίου, Μιχαλακόπουλο, Κονδύλη, Κ. Ζαβιτζιάνο, αλλά χωρίς τον Καφαντάρη, που αρνήθηκε τη βενιζελική  πρόσκληση και μαζί με άλλους δυσαρεστημένους φιλελεύθερους, ιδρύοντας  το «Προοδευτικό Κόμμα», κατέρχονται αυτόνομα.
Στις εκλογές του Αυγούστου του 1928  συμμετέχει διαιρεμένη η αντιβενιζελική πλευρά πάλι σε «Λαϊκούς», «Ελευθερόφρονες» και λοιπούς ασήμαντους βασιλόφρονες. Συμμετέχουν επίσης τόσο ο άλλοτε δικτάτωρ Θεόδωρος Πάγκαλος ( ηγέτης της «Εθνικής Ενώσεως»), όσο το Αγροτικό Κόμμα, αλλά και το Κ.Κ.Ε. ως «Ενιαίο Μέτωπο». Τι θα έκανε ο ελληνικός λαός τον Αύγουστο του 1928; Θα εμπιστευόταν τον επανακάμψαντα Βενιζέλο ή θα παρατεινόταν η ακυβερνησία ή θα έδινε την εντολή στους αντιβενιζελικούς;

Πηγές – Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. «Ιστορία Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΕ (1913 – 1941), «Εκδοτική Αθηνών», .
2. R. Clogg, «Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770 – 2000», εκδ. «Κάτοπτρο», Αθήνα, 2003
3. Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα», εκδ. «Βιβλιόραμα», Αθήνα, 2002-2006.
4. Γ. Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ος αιώνας», Αθήνα, 1959.
5. Σπ. Μαρκεζίνης, «Πολιτική ιστορία της συγχρόνου Ελλάδος»,  τόμος  3, «Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός», Αθήνα, 1978.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα