Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Οδός Σαρπηδώνος: Τριάντα χρόνια… στέκι!

Πόσοι και πόσοι δεν έκαναν τη βόλτα τους, δεν κάθισαν ως μαθητές, φοιτητές, μεγαλύτεροι σε ηλικία στα τραπεζάκια ή στις μπάρες των καταστημάτων; Δεν διάβασαν το μάθημα της επόμενης ημέρας, δεν αναζήτησαν κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, δεν έδωσαν το πρώτο ή το τελευταίο ραντεβού; Δεν χόρεψαν, δεν μέθυσαν, δεν ανανέωσαν την αγάπη τους για τα Χανιά. Η Σαρπηδώνος, τα “Λουξ” όπως έχει μείνει και έχει χαρακτηρίσει την περιοχή, είναι ένας μικρός δρόμος, μια απλή λωρίδα στο χάρτη. Oμως για όλους σχεδόν τους Χανιώτες και για ακόμα περισσότερους επισκέπτες της πόλης, είναι κάτι περισσότερο…

Oταν όλα ήταν… αλάνα!

Μέχρι το '70 σε αυτό το σημείο είχαμε κοτέτσι και κατσίκες, μας δείχνει ο Ν. Σκαμνάκης
Μέχρι το ’70 σε αυτό το σημείο είχαμε κοτέτσι και κατσίκες, μας δείχνει ο Ν. Σκαμνάκης

Πώς ήταν η περιοχή πριν από 4-5 δεκαετίες; Με ξεναγό τον επαγγελματία αλιέα και γέννημα- θρέμμα της εποχής το Νίκο Σκαμνάκη μαθαίνουμε ενδιαφέροντα πράγματα για τη γωνιά αυτή της παλιάς πόλης. «Στο δυτικό τμήμα της Σαρπηδώνος εκεί που είναι το σύγχρονο κτήριο του Χανιωτάκη, ήταν η αποθήκη της Σταφιδικής και πιο πέρα το “σαπουναριό” του Παλαιολόγου. Παίζαμε δίτερμα εκεί που είναι σήμερα ο δρόμος» λέει και μας δείχνει ένα-ένα τα σημεία που αναφέρει στην αφήγηση του.
Η οικογένεια Σκαμνάκη είχε ένα μικρό ταβερνείο στην Ακτή Ενώσεως λίγα μέτρα από τη Σαρπηδώνος. «Σπίτια δεν υπήρχαν, αποθήκες και βιομηχανικές εγκαταστάσεις μόνο. Ενα καφενεδάκι συναντούσες στην αρχή της Σαρπηδώνος του Γιάννη του Ξυφάνταρη. Εδώ σύχναζαν σχεδόν αποκλειστικά οι ψαράδες, έρχονταν οι σφουγγαράδες από την Κάλυμνο και άπλωναν τα σφουγγάρια τους στην ακτή. Ο τουρισμός ήταν ανύπαρκτος, μετά την κατασκευή του Porto Veneziano πρωτοείδαμε ξένο. Μέχρι και τη δεκαετία του ’70 η περιοχή γενικά ήταν κακόφημη. Αφού τα “σπίτια” έφταναν μέχρι και εκεί που είναι τώρα το “Δόλωμα”, τα “Πράσσειν Aλογα” . Χανιώτη με την οικογένεια του δεν υπήρχε περίπτωση να δεις, μόνο Αμερικανούς μεθυσμένους να μπαίνουν από “σπίτι” σε “σπίτι”. Αυτά που βλέπεις στις ελληνικές ταινίες. Το βασικό κτήριο που έγινε στη Σαρπηδώνος στην ανατολική πλευρά του δρόμου κτίσθηκε από έναν εργολάβο τον Καρεφυλλάκη και αυτό άλλαξε τη φυσιογνωμία του δρόμου. Αν μου αρέσει η σημερινή εικόνα; Κοίτα η εξέλιξη είναι σημαντικό πράμα. Αν δεν είχε δοθεί αντιπαροχή το οικόπεδο ώστε να γίνουν μαγαζιά, σπίτια, ακόμα χωράφια θα υπήρχαν εδώ!» καταλήγει.

Μοχίτο… σαλάτα;

«Οταν άνοιξα τον “Ιπποπόταμο” το 1985, μου έλεγαν “καλά στα "μπουρδέλα" θα κάνεις μαγαζί;” Γιατί δεν υπήρχε τίποτα εδώ» μας λέει ο Γιάννης Σπυριδάκης
«Οταν άνοιξα τον “Ιπποπόταμο” το 1985, μου έλεγαν “καλά στα “μπουρδέλα” θα κάνεις μαγαζί;” Γιατί δεν υπήρχε τίποτα εδώ» μας λέει ο Γιάννης Σπυριδάκης

«Οταν άνοιξα τον “Ιπποπόταμο” το 1985, μου έλεγαν “καλά στα “μπουρδέλα” θα κάνεις μαγαζί;” Γιατί δεν υπήρχε τίποτα εδώ» θυμάται ο Γιάννης Σπυριδάκης ιδιοκτήτης του “Ιπποπόταμου” για χρόνια και τώρα του “Βeans and Tales” και κλασική φιγούρα του δρόμου. Ο “Ιπποπόταμος” ξεκίνησε σερβίροντας πίτσα και μακαρόνια. «Δύο μήνες πριν από μένα είχαν ανοίξει τα “Δύο Λουξ” και μετά και άλλα μαγαζιά, δημιουργήθηκε πιάτσα. Χρυσή εποχή. Κίνηση; Τρελοκομείο! Πολύ καλά και τα λεφτά, δεν υπήρχε Φ.Π.Α., ούτε ταμειακές. Βάση τιμολογίου έβγαζες το τζίρο σου» αφηγείται.
Ρωτάμε για τις συνήθειες της εποχής, τι παράγγελνε ο κόσμος εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80; «Από καφέ, σε ποσοστό 90% φραπέ. Ελάχιστοι φίλτρου και λιγότεροι ακόμα καπουτσίνο. Στα ποτά ουίσκι, κονιάκ, μπύρες, δεν ήταν ακόμα στη μόδα η βότκα. Θυμάμαι ότι κοκτέιλ δεν σερβίρονταν τότε στα Χανιά, δεν τα ήξεραν. Είχα βάλει στο μαγαζί “ντάκιρι” και “μαργαρίτα” και ρωτούσαν τι είναι αυτά. Το 1989 είχα “μοχίτο” ξέρεις αυτό με το ρούμι και το δυόσμο και με ρωτούσαν τι ποτό είναι αυτό με τη σαλάτα!». Μετά από λίγο χρονικό διάστημα ο “Ιπποπόταμος” έγινε Μεξικάνικο ρεστοράν, κάτι που συνέχισε ως της δεκαετία του 2000.
«Πως προέκυψε το Μεξικάνικο; Ιδέα ενός φίλου ήταν. Δεν υπήρχε τότε σε όλη την Κρήτη Μεξικάνικο. Μου έτυχε λαχείο μια Μεξικάνα μαγείρισσα, παντρεμένη με ένα Χανιώτη και το πήγα έτσι για χρόνια» αναφέρει ο Γιάννης.

ΣΤΑ ΠΑΝΩ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΩ
Ο δρόμος είχε πολλά πάνω και κάτω. Πάνω από 4 φορές θυμούνται οι παλιοί επαγγελματίες να ανεβαίνει στα ουράνια και άλλες 4 φορές να πέφτει η πιάτσα να μην πατάει άνθρωπος. «Το αποδίδω στις συγκυρίες. Ετσι είναι, μια δουλεύει η μία πιάτσα, μια η άλλη. Η Σαρπηδώνος έκανε μια βουτιά εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Ανθρωπο έβλεπες μόνο σε φωτογραφία. Θυμάμαι πως μια χρονιά δεν είχαμε μπει στον κόπο καν να βάλουμε τραπέζια απέναντι. Ερημιά, μόνο ο “Ιπποπόταμος” και τα “Δύο Λουξ”. Μετά ξαναπήρε τα πάνω της, ήταν για χρόνια πάλι στέκι της νεολαίας αλλά και μεγαλύτερων. Αυτό πάντως που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι ότι έχω σήμερα παιδιά πελάτες και πριν από 30 χρόνια είχα τους πατεράδες τους! Ασε που παραγγέλνουν τα ίδια πιάτα!».

 

«Είναι το σπίτι μου…»

Σχεδόν δύο δεκαετίες εργασίας στη Σαρπηδώνος για την Α. Μαραγκουδάκη
Σχεδόν δύο δεκαετίες εργασίας στη Σαρπηδώνος για την Α. Μαραγκουδάκη

«Δεν είναι υπερβολή να πω ότι νιώθω τον δρόμο ως το σπίτι μου. Δουλεύω μία 20ετία, μεγάλωσα εδώ, πέρασα και περνάω τα καλύτερα μου χρόνια». Από 16 ετών στο σερβίρισμα η Αρτεμις Μαραγκουδάκη, συμπληρώνει δύο δεκαετίες εργασίας αποκλειστικά και μόνο στη Σαρπηδώνος. Η Αρτεμις αποτελεί μια πολύ γνώριμη φυσιογνωμία για όλους τους θαμώνες του δρόμου. Χαμογελαστή και ευδιάθετη πάντα, ανακαλεί στη μνήμη της το παρελθόν. «Εχω πετύχει το μαγαζί και τον δρόμο σε όλες τις φάσεις του. Οταν ξεκίνησα το 1999 υπήρχε μόνο ο “Ιπποπόταμος” και τα “Δύο Λουξ”. Εργαζόμουν και τότε στον “Ιπποπόταμο” που είχε Μεξικάνικη κουζίνα και δουλεύαμε κυρίως με τουρίστες. Απέναντι μας ο τοίχος της αποθήκης. Μετά ήλθε μια εποχή που επικρατούσε το αδιαχώρητο. Εκλεινε ο δρόμος από τον κόσμο. Ανοιξαν πολλά μαγαζιά, όπως το “Βororo” που παραμένει. Μέχρι το 2010-2011 είχαμε πολύ καλές χρονιές. Oι πελάτες έκαναν και μεγάλη κατανάλωση. Μετά ο κόσμος μεταφέρθηκε πάλι πιο κοντά στο λιμάνι, στη Νταλιάνη. Γενικά οι πιάτσες αλλάζουν αναφέρει.
Δεν μπορεί να μην θυμηθεί τα περιστατικά όπου κάποιος παράγγελνε ένα φραπέ και παράμενε για ώρες. «Είναι άπειρα αυτά τα συμβάντα. Είχαμε άτομα που ξέραμε από πριν την παραγγελία τους και που θα κάτσουν και ότι θα μείνουν στο μαγαζί και 5 και 6 ώρες με ένα καφέ στο χέρι. Επίσης είναι πολλοί αυτοί που είναι πελάτες μας 20 χρόνια συνέχεια. Βρέξει, χιονίσει κάποια ώρα της ημέρας θα περάσουν από εδώ γιατί νιώθουν δικό τους το μαγαζί» λέει.
Η εργασία δεν εμπόδισε την Αρτεμις να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα. Πήγε νυχτερινό λύκειο, πέρασε Παιδαγωγική Ακαδημία από την οποία παίρνει πτυχίο.

 

 

«Το στέκι μου»

Στέκι για τον Δ. Στιβαχτάκη η Σαρπηδώνος
Στέκι για τον Δ. Στιβαχτάκη η Σαρπηδώνος

«Στα Χανιά μένω μόνιμα από το 1995 προερχόμενος από το Ηράκλειο. Από τότε δεν έχει περάσει μέρα που να μην περάσω από τη Σαρπηδώνος. Στον “Ιπποπόταμο” καθημερινός πελάτης, μετά τη δουλειά για να πιω το ποτό μου, να χαλαρώσω» αναφέρει ο Δημήτρης Στιβαχτάκης .
Οι λόγοι που έχει στέκι του τη περιοχή πολλοί. «Κατ’ αρχάς γενικά όλη η περιοχή προσωπικά με μαγεύει. Η εικόνα αυτή μπροστά στον δρόμο και στο λιμάνι για μένα είναι ξεχωριστή. Ισως επειδή δεν είμαι από εδώ, ίσως το εκτιμώ περισσότερο από τον ντόπιο αλλά έτσι το νιώθω. Επίσης εδώ στα μαγαζιά αισθάνεσαι ότι δεν σε βλέπουν σαν πελάτη. Νιώθω φίλος με τα παιδιά, ειδικά στον “Ιπποπόταμο” και όχι τώρα αλλά από την πρώτη στιγμή! Είναι δυνατόν να αλλάζεις ένα τέτοιο στέκι;

 

 

Μπροστά και πίσω από τη “μπάρα”

Πίσω από τη "μπάρα" του "Θρι" ο Ν. Πόγκας
Πίσω από τη “μπάρα” του “Θρι” ο Ν. Πόγκας

«Στην τρίτη λυκείου αλλά κυρίως στα φοιτητικά μου χρόνια ήμουν καθημερινός θαμώνας. “Δύο Λουξ”, “Ιπποπόταμος”, “Bororo”… Κλασσικά θυμάμαι το στέκι μας τα τραπεζάκια απέναντι στον τοίχο. Δεν υπήρχε τότε το μεγάλο κτήριο στο δυτικό τμήμα του δρόμου. Από το 1999 και μετά όλος ο δρόμος ήταν φοιτητικό στέκι. Τι μας έλκυε; Τι να σου πω… η θέα; Αφού δεν έχει! Πιστεύω το ότι ήταν “παρεΐστικο” στέκι. Ερχόσουν και ήξερες ότι θα βρεις, είτε μέρα, είτε νύχτα, Καλοκαίρι αλλά και Χειμώνα όλους τους γνωστούς» αφηγείται ο Νεκτάριος Πόγκας, μαθητής, φοιτητής και εργαζόμενος τώρα, πάντα γύρω από την περιοχή.
«Ενίοτε καθόμασταν “Λουξ” πίναμε τον καφέ, μετά στο καπάκι στον “Ιπποπόταμο” για σφηνάκια, μετά ξανά “Λουξ”. Μπύρες, τσικουδιές, τζιν τόνικ. Γενικά φτηνά πράγματα ως φοιτητές. Μας άρεσε αυτό το decadence της περιοχής, ότι ένα στενό πιο κάτω ήταν “μπορδέλα”, εμείς να πίνουμε ποτά και από τα στενά να βγαίνουν τύποι διάφοροι από τα “σπίτια”… Δεν μπορώ να ξεχάσω και τις φοβερές διακοσμήσεις στα “Δύο Λουξ”. Τις καρέκλες τις κρεμασμένες από τους τοίχους ή ένα Καλοκαίρι που όλος ο εσωτερικός χώρος ήταν γεμάτος άμμο, είχε μετατραπεί σε παραλία! Yπήρχε κόσμος που έρχονταν μόνο για τα “Λουξ” στα Χανιά, το πιστεύω αυτό! Πριν από μια 10ετία ο δρόμος πήρε πάλι τα πάνω του. Μπήκαν και άλλα μαγαζιά… Blow, Box, το Bororo κλασσικό και αυτό μαγαζί!   Να θυμηθώ και τη “Ρίτσα” μια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα, που την ακολουθούσαν γάτες και σκύλοι, σου μιλούσε πολύ όμορφα και μετά στα ξαφνικά άρχισε να σε βρίζει; Τον Ιωάννη στα “Λουξ” να μετακινεί ένα ποτήρι μπροστά σε ένα ντουλάπι για λίγα εκατοστά για πάνω από μια ώρα μέχρι να πετύχει αυτό που ήθελε καθότι διακοσμητής… Γενικά ο δρόμος και τα μαγαζιά του είναι γεμάτα ιστορίες. Δεν πιστεύω ότι θα εξαφανιστεί ποτέ αυτή η πιάτσα!» αναφέρει.

 

“Δύο Λουξ”, ένα όνομα με Ιστορία

Βασίλης και Παναγιώτης δύο από τους πολλούς φίλους των "Δύο Λουξ"
Βασίλης και Παναγιώτης δύο από τους πολλούς φίλους των “Δύο Λουξ”

«Οταν ξεκινήσαμε στα τέλη του 1984 -αρχές 1985- η Σαρπηδώνος ήταν ένας χωματόδρομος! Καλά ακούς, το τελευταίο μαγαζί ήταν τα “Λυράκια” και η ταβέρνα του “Μαθιού”. Στην περιοχή δεν υπήρχε τίποτα» είναι τα λόγια της Μαρίας Τσώνου ιδιοκτήτριας των “Δύο Λουξ” εκ των ιστορικότερων μαγαζιών στα Χανιά.
«Ο άντρας μου, ο Νίκος Κοτζαμάνης,  σκέφτηκε τη Σαρπηδώνος και όχι πάνω στο λιμάνι γιατί δεν το επέτρεπαν τα οικονομικά μας. Βρήκαμε τον ιδιοκτήτη, τον κ. Καρεφυλλάκη, του είπαμε την ιδέα μας, ενθουσιάστηκε και ξεκινήσαμε ως “τσαγιερί” με γλυκά και καφέδες. Ο άντρας μου έφυγε από τη ζωή στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και τα “Δύο Λουξ” τα συνέχισα εγώ. Για ένα διάστημα έκανα μια συνεργασία με ένα πολύ καλό φίλο που δεν είναι τώρα στο μαγαζί. Περάσαμε μεγάλες δόξες αλλά και εποχές πολύ δύσκολες όπως αυτή που περνάμε τώρα, μαγαζιά πολλά ανοίγουν, πιάτσες περισσότερες. Τα “Λουξ” όμως παραμένουν και χαρακτήρισαν την περιοχή. Πλέον συνοδοιπόρος μου είναι ο Γιάννης Γεωργιάδης, ένας αφανής ήρωας που αγαπάει και τρέχει για το μαγαζί περισσότερο από μένα» αναφέρει.
Η Μαρία σημειώνει πως αρκετές περιοχές στην πόλη άλλαξαν και έγιναν “στέκι” γιατί και ο Δήμος έκανε παρεμβάσεις με πλακοστρώσεις, φωτισμό. «Εδώ έχουμε ακόμα την πρώτη άσφαλτο, κανένα ιδιαίτερο φωτισμό. Είναι και αυτή μια πλευρά του λιμανιού που πρέπει να προσεχθεί δεν είναι για πέταμα!» τονίζει μεταξύ άλλων.
Στα χαρακτηριστικά των “Δύο Λουξ” το δέσιμο με τους πελάτες αλλά και το προσωπικό. «Τι να σου πω ότι έρχονται άνθρωποι και ξεσπούν σε κλάματα; Οτι μπαίνουν μέσα ανεβαίνουν στο πατάρι, στα σημεία που ερωτεύτηκαν, που πρωτοκάπνισαν… Υπάρχουν παιδιά -είναι αλήθεια- που έχουν περάσει τη ζωή τους στα “Δύο Λουξ” ειδικά οι φοιτητές! Το μεγάλο αβαντάζ του μαγαζιού είναι ότι δημιουργεί μια οικειότητα. Ολοι μπορούν να νιώσουν άνετα! Το ίδιο και το προσωπικό. Πολλοί είναι φοιτητές που αν δεν τελειώσουν ή αν δεν βρουν δουλειά στο αντικείμενο τους, παραμένουν. Δεν έχουμε χαλάσει τη συνεργασία μας με κανένα με άσχημο τρόπο».
Τα περιστατικά που έχει ζήσει στην περιοχή πολλά και διάφορα. Θυμάται  τον διάλογο με ένα ιδιοκτήτη γειτονικού καφέ. «Ηταν το 1992, τότε εμείς είχαμε πίνακες του Ζυμβραγού παρμένους από την Ιταλική αναγέννηση, εντυπωσιακούς και ο διπλανός στην καφετέριά του μια πινακίδα που έλεγε “Ζυγοσταθμίσεις”. “Ρε συ Γιάννη, τι είναι αυτό; Στον πέτρινο τοίχο” του λέω, “Μαρία να το βγάλω; Το βγάζω”. Ηταν συνεργάσιμος ο φίλος κατάλαβε ότι τότε δεν ταίριαζε ο Ζυμβραγός με τις “Ζυγοσταθμίσεις”».

ΠΟΛΛΟΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ
Φίλοι και θαμώνες του μαγαζιού ο Βασίλης και ο Παναγιώτης. Θυμούνται τις εποχές που έκαναν κοπάνες από το σχολείο για να κατέβουν στα “Δύο Λουξ”. «Ηταν το πιο hot spot σημείο της πόλης. Δεκαέξι χρονών ήθελα να έρχομαι σε αυτό το στέκι που ήταν πάντα διαφορετικό, πάντα ξεχωριστό. Ηταν κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό καφέ. Οι μουσικές που έπαιζε ήταν φανταστικές και μετά άρχισε να αλλάζει συνεχώς τη διακόσμηση και να εκπλήσσει. Δεν είναι τυχαίο ότι χαρακτήρισε όλη την περιοχή, όπου και να πήγαινες εκτός των Χανίων όλοι ξέρουν τα “Δύο Λουξ”. Εδώ ήταν και το στέκι των καλλιτεχνών και των celebrities που έρχονταν στα Χανιά. Θυμάμαι στα τραπεζάκια από την Καριοφυλιά Καραμπέτη και τον Παντελή Βούλγαρη μέχρι τη Ρούλα Κορομηλά. Τι έχει κρατήσει τα “Δύο Λουξ” τόσες δεκαετίες; Οτι έχει σηματοδοτήσει μια ολόκληρη περιοχή, ολόκληρες γενιές. Ηταν το πρώτο που άνοιξε και πιστεύω ότι θα είναι το τελευταίο που θα κλείσει, αν κλείσει, ακόμα και αν ερημώσει η περιοχή» δηλώνει ο Παναγιώτης.
Μυθικά έχουν μείνει και τα “πάρτι” των “Δύο Λουξ”. «Πολλά από αυτά προέκυψαν, δεν ήταν σχεδιασμένα. Πες από τη διάθεση του Dj, πες από τη διάθεση του κόσμου, δεν αργούσε να στηθεί τρελό πάρτι, με χορό μέχρι το πρωί. Εύκολες και οι γνωριμίες, ερχόσουν εδώ μόνος σου, χωρίς να έχεις κανονίσει το οτιδήποτε, γιατί ήξερες ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην βρεις παρέα! Το έλεγα πάντα ότι είναι το πέμπτο δωμάτιο του σπιτιού μου!» σημειώνει ο Παναγιώτης, ενώ ο Βασίλης “κόλλησε” με το μέρος αργότερα, όταν γύρισε στα Χανιά από την Αθήνα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. Από ’79 – ’84 που δεν υπήρχε τίποτα στον έρημο χωματόδρομο που δεν περνούσε εύκολα κανείς τα βράδια, εύρισκα και μάζευα τα πρώτα μου πονηρά περιοδικά, από έναν σωρό που ανανεώνονταν συχνά. Μετά φτιάχτηκαν τα πρώτα μαγαζιά και σύντομα γέμισε ο δρόμος με πολλά τέτοια και ανθρώπους, γεμάτα μέρα – νύχτα…

Γράψτε απάντηση στο ΧΑΝΙΩΤΗΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ Ακύρωση απάντησης

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα