Μοιάζει τούτη η χώρα σα ναυαγός.
Πώς να φτιάξεις καλύβι (εσύ ο αμάθητος…), πώς να προστατευθείς από το κρύο και τη ζέστη;
Κι όλα αυτά που άφησες πίσω πριν ξεκινήσεις το ταξίδι -τα πλούτη και τα μεγαλεία- πώς γυρίζουν όλα τούτα και σε δικάζουν σε τούτο το ερημονήσι;
Μα λες δε γίνεται αλλιώς, πρέπει να φτιάξω καλύβι, πρέπει να ψάξω να βρω να πιώ νερό.
Κι όλο ξεμακραίνεις απ’ την παραλία στα μέσα του νησιού του αφιλόξενου, κι ακούς θορύβους μυστήριους και βλέπεις πουλιά μεγάλα μαύρα να πετούν.
Ψάχνεις για νερό, μα πουθενά νερό…
Κι όλο ξεμακραίνεις από την παραλία
-όλο και πιο βαθιά στο ερημονήσι- και το σκοτάδι κατεβαίνει απειλητικό και σε πιάνει τουρτουλούκι.
Μα πρέπει να βρέξεις τα χείλη σου με μια στάλα νερό.
Και κάθεσαι εκεί απάνω σε μια πέτρα στο μισοσκόταδο και λες «αυτά είχα, αυτά έχασα, αυτά πρέπει να φτιάξω τώρα για να επιβιώσω…».
Ναυαγός, κι εσύ κι εγώ και ο δίπλα, όλοι στο ίδιο το νησί, μόνο που δεν συναντιόμαστε ποτέ…