Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Ο μικρός Βασίλης και ο Μούτζας

Δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από 6-7 χρονών ο Βασίλης, παιδί μιας οικογένειας πολύ φτωχιάς όπως ήταν οι πιο πολλές οικογένειες στο μικρό χωριό και έτσι ξυπόλητος όπως ήταν γυρνούσε μαζί με τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας του στα σοκάκια του χωριού αλλά και έξω από το χωριό.
Μια μέρα βλέπει ένα φίλο του, λίγο πιο μεγάλο από κείνον, που κρατούσε στα χέρια του τη μια άκρη μιας κλωστής, κατακόκκινης σαν τα φύλλα της παπαρούνας, ενώ την άλλη άκρη την είχε κρυμμένη μέσα στο λερό από τα χώματα κλεισμένο χέρι του.
«Ε, Βασίλη… έλα εδώ κοντά μου που θέλω κάτι να σου πω» του φωνάζει ο φίλος του μόλις τον αντίκρισε.
Ο Βασίλης, στο κάλεσμα του φίλου του, πήγε τρέχοντας κοντά του χαρούμενος και με την περιέργεια ζωγραφισμένη στα γαλανά σαν το χρώμα της θάλασσας μάτια του, να μάθει τι ήθελε να του πει. Τώρα, όταν ο Βασίλης πλησίασε τον φίλο του, πριν ακόμα προλάβει να τον ρωτήσει τι τον ήθελε, εκείνος αμέσως ανοίγει την κλεισμένη παλάμη του χεριού του, ενώ ταυτόχρονα, με το άλλο χέρι, κρατούσε γερά την άκρη της κόκκινης κλωστής κι αμέσως ένας μούτζας – έτσι τη λέγαμε εμείς τότε την χρυσόμυγα – πέταξε, μάλλον νόμιζε ότι ελευθερώθηκε ο δόλιος κι άρχισε να κάνει γύρους πετώντας, γιατί ο ιδιοκτήτης του τον είχε δεμένο από το ένα πόδι, από τα πολλά που ο μούτζας έχει, με την κόκκινη κλωστούλα όπως προαναφέραμε. Στο απρόοπτο θέαμα του μούτζα, ο Βασίλης ξαφνιάστηκε λίγο, αλλά αμέσως, την επόμενη στιγμή, γέλασε.
«Που τον έπιασες τον μούτζα;» ρωτάει τον ιδιοκτήτη του και ο άλλος απαντάει αμέσως:
«Όπου και αν πας ή στα κήπια του χωριού ή στα χωράφια έξω από το χωριό θα βρεις χιλιάδες τέτοιους μούτζους, αλλά και χιλιάδες άλλα ζούμπερα» και συνέχισε:
«Και μούτζους θα βρεις και πεταλούδες θα βρεις και τσόνια (πουλιά) θα βρεις και σφήκες και μέλισσες κι ότι θέλεις θα βρεις. Μην πιάσεις όμως Βασίλη σφήκες και μέλισσες γιατί θα σε κεντρώσουν και άσε που θα πονάς πολύ αλλά μπορεί και να πεθάνεις ακόμα από το δηλητήριό τους. Αν θέλεις πάμε μαζί να πιάσουμε ένα μούτζα. Κλωστή κόκκινη έχω να σου δώσω να τον δέσεις και να παίξεις, όχι όμως για πολλές ώρες γιατί θα ψοφήσει το κακόμοιρο το ζούμπερο κι είναι αμαρτία».
Έτσι είπε ο φίλος του κι αμέσως, ξυπόλητοι όπως ήταν και οι δύο φίλοι, πήραν το δρόμο που θα τους έβγαζε λίγο έξω από το χωριό, σε μια λιόλουστη ραχούλα, που εκεί σίγουρα θα έβρισκαν μούτζους.
Όταν έφθασαν στην ραχούλα, δεν άργησαν να εντοπίσουν, πάνω στα αμέτρητα λουλούδια, χιλιάδες ζούμπερα και σε ένα απ’ αυτά είδαν δύο κιόλας μούτζους. Ο φίλος του Βασίλη, ως πιο έμπειρος κυνηγός που ήταν, δεν δυσκολεύτηκε να αιχμαλωτίσει ένα μούτζα και χαρούμενος για την επιτυχία του αυτή, αμέσως βγάζει μια κόκκινη κλωστή και λέει στο Βασίλη:
«Να, πάρε την κλωστή εσύ, να του δέσεις ένα πόδι, από τα πολλά που έχει κι εγώ θα τον κρατάω το μούτζα να μην φύγει».
Κι ο Βασίλης εκτέλεσε με θρησκευτική ευλάβεια τις εντολές του φίλου του και έπειτα από λίγα λεπτά ήταν κι εκείνος κάτοχος ενός μούτζα. Η χαρά του βέβαια δεν περιγράφεται. Πότε τον αιχμαλώτιζε στην παλάμη του ενός, σαν τον αφρό, χερακιού του και πότε στο άλλο, ενώ ο μούτζας, προσπαθούσε ο δόλιος να ελευθερωθεί, πετώντας γύρω – γύρω όσο ήταν ο κύκλος που έκανε η κόκκινη κλωστή. Τέλος, εφόσον έπαιξε πολύ ώρα μαζί με τον φίλο του, κρατώντας και οι δύο τους μούτζους τους, χωρίστηκαν, εφόσον πρώτα ο Βασίλης ευχαρίστησε τον φίλο του για την βοήθεια που του πρόσφερε ώστε ν’ αποκτήσει κι εκείνος μούτζα.
Πηγαίνοντας όμως στο σπίτι του ο Βασίλης, κρατώντας το λάφυρό του και παίζοντας με κείνο, του ήρθαν στο νου τα λόγια που του είπε ο φίλος του, δηλαδή ότι δεν πρέπει να τον κρατήσει αιχμάλωτο για πολλές ώρες γιατί θα ψόφαγε, κάτι που ο Βασίλης δεν ήθελε να γίνει αυτό γιατί θα του τρυπούσαν το νου οι τύψεις. Έτσι έλεγε.
«Ναι, καλό είναι να έχεις μούτζα και άλλα ζούμπερα, αλλά όχι και να ψοφήσουν γιατί έτσι το θέλεις εσύ!»
Με αυτές τις σκέψεις, όταν έκρινε εκείνος ότι ήρθε η ώρα ν’ αφήσει το μούτζα ελεύθερο, λίγο στεναχωρημένος αλλά και ευχαριστημένος ταυτόχρονα, γιατί είχε μάθει από το φίλο του πως πιάνουν τους μούτζηδες. Με αυτό τον τρόπο, όπως έπιασε τον πρώτο μούτζα ο φίλος του, θα έπιανε αυτή τη φορά μόνος του έναν άλλο μούτζα κι έπειτα άλλον κι άλλον να ξαναπαίξει μαζί τους. Κι εκεί που προσπαθούσε ο δόλιος ο Βασίλης να ελευθερώσει τον μούτζα του, δεν κρατούσε όμως την άκρη της κλωστής, εκείνος, μάλλον δίχως να γνωρίζει ότι θα τον ελευθέρωνε ο Βασίλης, με μιας πετάει από το χέρι του Βασίλη πριν ακόμα του λύσει την κόκκινη κλωστή από το πόδι του. Και όπως ήταν φυσικό, την κλωστή την πήρε μαζί του, ελεύθερος μεν ο μούτζας, αλλά με την κόκκινη κλωστή δεμένη στο πόδι του. Ο δόλιος ο Βασίλης στενοχωρήθηκε πάρα πολύ για το λάθος του αυτό και πάει αμέσως στο φίλο του να του αναγγείλει το λάθος που έκανε.
«Πήγα να τον ελευθερώσω…» λέει στο φίλο του «… αλλά δεν κρατούσα την άκρη της κλωστής και πέταξε προς τον ουρανό με την κλωστή… και δεν με νοιάζει για την κλωστή, κλωστές θα βρω, αλλά σκιάζομαι μήπως και μπερδευτεί σε κανένα δέντρο και δεν μπορεί ο μούτζας μου να πετάξει και πεθάνει από την πείνα κρεμασμένος».
Ο φίλος του βέβαια, παρ’ όλο που ήθελε πολύ να βοηθήσει τον Βασίλη, λύση δεν έβρισκε και για να μην τον στενοχωρήσει περισσότερο απ’ ότι ήταν στεναχωρημένος του είπε:
«Ε, και να μπερδευτεί σε κανένα κλαδί, σε κάποιο δέντρο τι θα κάνει; Θα προσπαθεί να ελευθερωθεί και στο τέλος, από την δύναμη που θα βάλει για να ελευθερωθεί, το πολύ – πολύ να κόψει την κλωστή ή το πόδι του. Ό, τι κι αν γίνει όμως, δεν πρέπει να στεναχωριέσαι. Και το πόδι του να κοπεί θα κουτσαίνει λίγο, δεν θα ψοφήσει κιόλας».
Και με αυτή την παρέμβαση του φίλου του, ο Βασίλης δεν στενοχωριότανε τόσο πολύ όσο πρώτα.
Παιδί όπως ήταν ο δόλιος ο Βασίλης, όποιον χωριανό του έβλεπε να έρχεται από την μεριά του χωριού που του έφυγε ο μούτζας, σέρνοντας την κόκκινη κλωστή μαζί του, τον ρωτούσε:
«Μήπως εκεί στα πλατάνια που πήγες και στο ρέμα, είδες ένα μούτζα με κόκκινη κλωστή;»
Πολλοί, στην ερώτηση αυτή του Βασίλη γέλαγαν στην αρχή, όταν όμως τον ρωτούσαν γιατί τους ρωτάει, ο Βασίλης τους έλεγε όλη την ιστορία του με τον μούτζα του.
«Δεν θέλω…» τους έλεγε με πόνο ψυχής, «…να πεθάνει ο μούτζας μου. Άμα τον βρεις να του λύσεις την κόκκινη κλωστή να ξεμπερδευτεί, αν είναι κρεμασμένος να ελευθερωθεί», έλεγε σε όποιον τον ρωτούσε.
Ένας όμως πολύ πονόψυχος άνθρωπος στο χωριό – και σοφός θα έλεγα εγώ – κατάλαβε ότι ο μικρός Βασίλης στεναχωριότανε πάρα πολύ για τον μούτζα του, όχι γιατί του έφυγε, αλλά, γιατί δεν ήθελε να είναι εκείνος η αιτία που ίσως να πέθαινε κρεμασμένο το ζούμπερο. Έτσι, μια μέρα πιάνει έναν μούτζα, του δένει μια κόκκινη κλωστή στο ένα πόδι και μια και δυο, όταν είδε τον μικρό Βασίλη να παίζει, τον πλησιάζει και του λέει πολύ σοβαρά:
«Βασίλη, βρήκα αυτόν τον μούτζα κρεμασμένο σε μια αγκορτσιά κοντά στην ραχούλα – και του είπε σε ποια ραχούλα – μήπως ξέρεις Βασίλη τίνος είναι ο μούτζας;»
Ο Βασίλης πλησιάζει τον χωριανό του τόσο πολύ χαρούμενος που τα ματάκια του έλαμπαν από τη χαρά του σαν διαμάντια και του λέει:
«Δικός μου είναι ο μούτζας μπάρμπα! Να τον λύσουμε αμέσως να μην πεθάνει! Πρόσεχε μπάρμπα, μην σου φύγει πάλι με την κλωστή!»
Και ο πονετικός εκείνος άνθρωπος λέει στον Βασίλη:
«Έλα να με βοηθήσεις Βασίλη, δεν θα τα καταφέρω μόνος μου»
Και ο Βασίλης αυτό έκανε. Έλυσε εκείνος την κόκκινη κλωστή από το πόδι του μούτζα, σχεδόν κλαίοντος από την χαρά του. Τέλος, όταν ο μούτζας χάθηκε στον ουρανό πετώντας κι ενώ ο Βασίλης έκλαιγε από την χαρά του, ο σοφός εκείνος άνθρωπος παίρνει τον Βασίλη στην αγκαλιά του και φιλώντας τον στα ροδοκόκκινα μάγουλά του, του λέει συγκινημένος:
«Μπράβο σου Βασίλη που αγαπάς τα πλάσματα του Θεού τόσο πολύ. Είσαι καλό παιδί Βασίλη και να παραμείνεις καλός. Άιντε τώρα να παίξεις».
Έκτοτε, τον Βασίλη δεν τον φώναζε πια κανείς στο χωριό με το όνομά του, του κόλλησαν το παρατσούκλι «ο Μούτζας».

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα