Τρίτη, 23 Απριλίου, 2024

Ο θάνατος του Ελ. Βενιζέλου στη λογοτεχνία

ΔΕΝ είναι δυνατόν, το πέρασμα μιας τόσο ισχυρής και δημιουργικής προσωπικότητας, όπως υπήρξε o Ελ. Βενιζέλος, να μην έχει καταγραφεί στην ελληνική λογοτεχνία.
Eίναι ευνόητο πως, μιας τέτοιας υφής μορφή που λατρεύτηκε και μισήθηκε όσο καμιά άλλη στην εποχή της, με τόσους φθονερούς αντιπάλους αλλά και τόσους πιστούς οπαδούς, συγκλόνισε και τον πνευματικό κόσμο της χώρας του. Και είναι φυσικό να επιδέχεται πολυποίκιλες «λογοτεχνικές» ιδεολογικές ερμηνείες, ανάλογες με την πολιτική τοποθέτηση του κάθε λογοτέχνη.
Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Βενιζέλος αποτέλεσε για τον τόπο και τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του μια ευτυχή συγκυρία: τόσο για το ελληνικό γίγνεσθαι, αφού σε καιρούς πολέμων διπλασίασε την Ελλάδα, όσο και γιατί με την ικανότατη διπλωματία του εκπληρώθηκαν μακραίωνοι εθνικοί πόθοι. Ο ίδιος, όντας επίμονος στους στόχους του, συνδύαζε μια τεράστια γνώση της ευρωπαϊκής διπλωματίας, με μια ασυνήθιστη για Έλληνα πολιτικό προβλεπτικότητα (στο πού δηλαδή και το πώς των «παιχνιδιών» των μεγάλων δυνάμεων). Όντας διορατικός και οξύνους προσγείωνε τους στόχους του («Μεγάλη Ιδέα») κάθε φορά που το απαιτούσαν οι συνθήκες, αφού οι συμμαχίες και οι συσχετισμοί άλλαζαν άρδην. Κληθείς την ύστατη ώρα, λίγο πριν την απόλυτη καταστροφή της χώρας (1922), να περισώσει ό,τι μπορούσε να περισωθεί από τα συντρίμια της υπερφίαλης πολιτικής των αντιπάλων του, κατόρθωσε τελικά το ακατόρθωτο!
…Ο ΘΑΝΑΤΟΣ του (Μάρτιος του 1936) υπήρξε η απόλυτη απώλεια, το απόλυτο «κακό» για το έθνος που μόλις είχε αρχίσει να μπαίνει στη χορεία των συγκροτημένων και υπολογίσιμων χωρών της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου.
ΑΛΛΑ, ας δούμε πώς άνθρωποι των Γραμμάτων ενσωματώνουν στο έργο τους, έστω και στον απόηχό του, το θάνατο του Εθνάρχη:
ΓΛΑΦΥΡΟΣ, με το όλο σκηνικό της μεταφοράς της σορού του Βενιζέλου στην Κρήτη με το καράβι «Κουντουριώτης», είναι ο Ασημάκης Πανσέληνος [1903-1984] (1):
«…Κι όμως ένα ή δυο μήνες πρωτύτερα, τον Μάρτη του 1936, πέθανε στο Παρίσι ο Βενιζέλος, κι ο θάνατός του συγκλόνισε άλλη μια φορά τον ίδιο τούτο λαό, που βρήκε ευκαιρία να εκδηλωθεί με πολυσήμαντο θρήνο. Γέμισε ο τόπος και τα παράθυρα εικόνες τυλιγμένες με πένθιμα κρέπια.
Πλήθη φτωχές γυναικούλες ξεκινούσαν από τις πιο απόμακρες λαϊκές συνοικίες και τριγύριζαν το κλειστό σπίτι της οδού Λουκιανού, με εικονίσματα, θυμιατά και λιβάνι, με πρώιμα λουλουδικά της αυλής και κάτι ισχνά κακορίζικα κεράκια που τα άναβαν και τα κολλούσαν στα κάγκελα του σπιτιού του. Άλλες γονάτιζαν, άλλες σταυροκοπιόταν, άλλες τον κλαίγαν και κούναγαν ζερβά δεξιά το κεφάλι, μες σ’ ένα γενικό θρήνος που ενώθηκαν τα μοιρολόγια της Μάνης και της Ανατολής.
Ήταν και γέροι και κάτι ντερέκια ως εκεί πάνω -τούτοι ακουμπούσαν στον αντικρινό τοίχο, με χέρια δεμένα πίσω και κοίταζαν ώρες, με το βλέμμα κενό, το σπίτι του ανθρώπου που έδωσε κάποτε νόημα στη ζωή τους. Ξέσπασε η λαϊκή μούσα και γέμισε ο κόσμος θλιμμένα τραγούδια- και το τραγούδι, το οποιοδήποτε, έχει μέσα του απειλή.
Κι ενώ το βαπόρι με το λείψανο αρμένιζε, να’ ρθει στην Αθήνα και να εκτεθεί σε προσκύνημα ο νεκρός, το χαμηλό επίπεδο του παλιού κόσμου εκδηλώθηκε στην πιο ποταπή του μορφή, κι ο τζερεμές ο γιος του, άλλαξε την πορεία του πλεούμενου, μετάφερε τον πατέρα του στα Χανιά, και τον έθαψε κι έγινε και στην Κρήτη θρήνος πολύς.
Τα χρόνια εκείνα θυμάμαι είχε βρέξει αρκετά και κατέβασαν πολλά νερά τα ποτάμια, γλύκανε η θάλασσα στις ακρογιαλιές, και βγήκε ένας θρύλος που γλύκανε η θάλασσα με το καράβι που ταξίδεψε ο νεκρός. Ο Βενιζέλος, ξεσήκωσε για στερνή φορά, νεκρός, τη ρωμαίικη ψυχή, κι ήταν μόνο και μόνο γιατί μπόρεσε μια φορά, ζωντανός, να ξεσηκωθεί και να χτυπήσει κατακέφαλα το κατεστημένο.
-Το μεγαλείο του, συμπέρανε ο Δέσποτας (σ.σ. υποκοριστικό φίλου του συγγραφέα), μελαγχολικά, ήταν πως μπόρειε να δίνει σε μια μερίδα λαού ιδεώδη και να της παίρνει θυσίες. (…)
Κι αν όλα κανείς τα αγνοήσει, ο Βενιζέλος, θέλοντας και μη, απομυθοποίησε στη συνείδηση ενός μεγάλου μέρους του λαού μας, την κρατική εξουσία κι έδωσε πολιτική οντότητα στον πολίτη…»
Η ΑΔΕΛΦΗ του Γιώργου Σεφέρη και σύζυγος του μεταπολιτευτικού ΠτΔ Κωνσταντίνου Τσάτσου, η Ιωάννα Τσάτσου [1909-2000], γράφει στο -ημερολογιακού τύπου- βιογραφικό βιβλίο της με τίτλο  «Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης» (2):
«… Τότε ήταν που ακούστηκε το θλιβερό εκείνο γεγονός. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πεθαίνει. Ο λαός μας μερόνυχτα κρέμονταν από ένα σημείο της οδού Beaujon (σ.σ. στο Παρίσι). Κάποια είδηση, κάποια καλύτερη είδηση. Τίποτα. Το πένθος είχε καλύψει το σπίτι μας. Ο πατέρας, ο άντρας μου, τ΄αδέρφια μου, όλοι συλλογισμένοι, αμίλητοι. Ο Γιώργος κι ο Κωστάκης ξεσηκωμένοι ν’ ακολουθήσουν το ξόδι στ’ Ακρωτήρι. Αυτός ο νεκρός που ταξίδευε κι έρχονταν να ταφεί στην κρητική γη έκλεινε μέσα του όλους του εθνικούς καημούς μας. Για μια στιγμή είχε ξεδιπλώσει τα φτερά μας στο φως του αιωνόβιου ονείρου μας. Και τώρα βουτηγμένοι στην αλγεινή, επίμονη μνήμη που σκορπάει ο θάνατος, στο όραμα του μεγαλείου εκείνου ανατρίχιαζαν οι ίνες της καρδιάς. Ο Γιώργος (σ.σ. Σεφέρης) στο ημερολόγιό του θα σημειώσει:
«Παρασκευή 27 Μάρτη 1936:
… Διακρίνω πάνω στον «Κουντουριώτη» τα φύλλα των στεφάνων… Εκεί μέσα στο ατσάλι ο νεκρός γέροντας σα θαλασσινό εύρημα απλώνει κύκλους μυθολογίας: Αιγέας, Θησέας, μαύρα πανιά οι Κρητικοί τα έχουν όλα μαύρα. Τα μαύρα μουράγια και τα μαύρα υφάσματα στον αέρα…»
Μοναχή στην Αθήνα, διάβαζα τον επιτύμβιό του που είχε γράψει ο ίδιος. Η πρώτη φράση δε μ’ άφινε να προχωρήσω, όλα τα χωρούσε: «Ο προκείμενος νεκρός ήτο ένας αληθινός άνδρας», και παρακάτω: «Με αυτοπεποίθησιν δια τον λαόν τον οποίον εκλήθη να κυβερνήση»…
Πόσο είχε δίκιο. Τώρα που έφευγε για πάντα, τον έβλεπα αυτό το λαό έξαλλο από αφοσίωση, να είναι έτοιμος να πέσει στη θάλασσα να τον ακολουθήσει στ’ Ακρωτήρι. Πόσο είχε δίκιο. Όσο περνούν τα χρόνια και τον γνωρίζω καλύτερα αυτό το λαό, μπορώ να το πω με περηφάνεια.»
ΘΑ ΕΙΝΑΙ σίγουρα στα σχέδια του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» να οργανώσει συνέδριο ή να συγκεντρώσει σε περιοδικούς τόμους τις σημαντικότερες λογοτεχνικές «ματιές» των Ελλήνων -και ξένων- συγγραφέων σχετικά με το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αρχίζοντας φυσικά από τους Κρήτες λογίους που τον έζησαν από κοντά. Έργο τεράστιο και επίπονο, όμως νομίζουμε πως θα άξιζε τον κόπο να υλοποιηθεί, ώστε να φανεί καλύτερα το μέγεθος του ανδρός.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Ασημάκης Πανσέληνος, «Τότε που ζούσαμε», σελ. 310-311, εκδ. Μεταίχμιο, Μάρτης 2014
-(2) Ιωάννα Τσάτσου, «Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης», 1973, «Εστία», σ.σ. 338-339, β’ έκδοση, κρατικό βραβείο βιογραφίας (1974)


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα