Ας υποθέσουμε ότι όσο θα προχωρούμε στον χειμώνα, τα Χανιά θα σφιχταγκαλιάσουν… τον εαυτό τους.
Τώρα που ξεπνέει το κόρδισμα του θέρους, κάθε πάγκος κι ένας κατεργάρης.
Σκέφτομαι την Παλιά Πόλη γενικώς και αορίστως αφημένη στον εαυτό της, να ξυπνά και να κοιμάται μέσα σε ένα πέπλο άρρητων λόγων.
Πάω πιο κάτω βλέπω το κολυμβητήριο, τη Νέα Χώρα, τον Κλαδισό.
Τι θ’ αλλάξει μέχρι το επόμενο καλοκαίρι;
Δύσκολη ερώτηση για δυνατούς λύτες.
Κι αν ξεμακρύνω και στρίψω προς την Αν. Γογονή, θα δω και εκεί τον εαυτό τής πόλης που θέλει απλά να ξεχειμωνιάσει ανώδυνα.
Κι αν πάω στον Κουμπέ και πιάσω τη Σούδα -μια νύχτα με φεγγάρι- θα δω μόνο το φεγγάρι, γιατί τα άλλα τα ’χω ξαναδεί…
Το Καλοκαίρι που χάθηκε στον Χειμώνα.
Νύχτα και μέρα…
τόσο ωραίο αλλά τόσο …απαισιόδοξο! ο χρόνος… η άμυνα των πόλεων να μην συμβαίνουν αλλαγές – όσο κι αν μέσα στην ιστορία τους το παρελθόν τους εξαγνίζεται από τα ίχνη της, θες από φωτιά, θες από σεισμό, από τον άνθρωπο πιο πολύ απ΄ όλα…. τώρα που αγναντεύουμε το καλοκαίρι που φεύγει σαν πλοίο από την προβλήτα του χρόνου – οι άνθρωποι σιγά – σιγά μαζεύονται και αγκαλιάζονται σε δράσεις, σε αφηγήσεις, σε μαθήματα, κάνοντας αυτά τα βήματα που φέρνουν τα όνειρα στο προσκήνιο της πόλης… οι αλλαγές έρχονται σιγά – σιγά αλλά τα προβλήματα παραμένουν – άλλοτε εντείνονται άλλοτε όχι… ο χρόνος θα ηττηθεί και μια ‘νέα’ πόλη, στριμωγμένη στην αρχή μέσα στην ‘παλιά’ θα ανατείλει – μετά που θα κυριαρχήσει αυτή η ‘νεότητα’ ή η ‘ζωντάνια’ της – η καινοτομία της – θα χαθεί από τα φτιασίδια που επιβάλει το κοίταγμα στον καθρέφτη της ματαιοδοξίας…