Όταν ήμασταν παιδιά στην Αμπεριά που μεγάλωσα, παίζαμε “πόλεμο”, με αυτοσχέδια τόξα, σφεντόνες και κράνη από εφημερίδα.
Oλοι σε φώναζαν αρχηγό κι ήξερες μονάχα να διατάζεις…
Θυμάμαι τον Σταύρο, τον Νικήτα, τη Φιλιώ, την Τζορτζίνα (απ’ την Αυστραλία) και τον Νίκο που ήταν ορφανός από πατέρα.
Είχαμε βρει το γιαπί μιας πολυκατοικίας, χωριζόμαστε σε δυο ομάδες (η Φιλιώ ήταν μια ομάδα μόνη της…)
Και πήγαινε ο “πόλεμος” σύννεφο…
– Πάλι σού πέταξαν πέτρα; φώναζε η μάνα μου. Πήγαινε πλύσου να φας και να κάτσεις να διαβάσεις. Σιγά μην καθόμουνα να διαβάσω.
Ονειροπολούσα τον επόμενο “πόλεμο”…
Η μάνα του Νικήτα μάς έλεγε «να ’χετε από κοντά το ορφανό, να του μιλάτε».
Μια – δυο φορές είχα δει τον Νικήτα να κλαίει στην ταράτσα του γιαπιού.
Του ’λεγα τότες από αφέλεια: «Μην κλαις Νικήτα, κλαίνε οι άντρες;».
Σκούπιζε τότε τα μάτια του και έπιανε την σφεντόνα.
Κλαίνε οι άντρες; κλαίνε οι άντρες; έγινε σύνθημα στην παρέα.
Μόνο η Φιλιώ όλο γέλαγε, γέλαγε…
Μεγάλωσα, παράτησα τον “πόλεμο” και ξανάδα άντρα να κλαίει, μια φορά που ο Οδυσσέας έχασε τη δουλειά του…