Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Κείμενα με διαλεκτικά καλλιτεχνών πορτραίτα

Αγγελμα* Λογοτεχνία  και ζωγραφική

6.δ. Μάτια ερμητικά κλειστά της Μ. Γιαννακάκη άνθη ονειρικά μνήμη Ε. Μαλεφάκη
Σελινιώτη στην καταγωγή, φιλόλογο στο Α’  Γυμνάσιο Χανίων, προϊστάμενο Β/ θμιας 1984-85

«…οι σκάλες, τα δωμάτια
Ούτε κανείς πια ξέρει
Αν πάλι θ’ ανατείλουν
Τα παιδικά σου μάτια.
Στην άδεια ζαρντινιέρα
Τα παιχνίδια σου βάνω
Η μαϊμού σου καβάλα
Στο προβατάκι πάνω.
Ύστερα η πεταλούδα
Με τα φτερά μεγάλα.
(κλυδωνίζεται τώρα
Ως τα θεμέλια φρίττει
Και το πηγαίνει ο χρόνος
Το πατρικό μου σπίτι
Άξαφνα βλέπω να μαι
Ο τελευταίος ο μόνος.

16 από τους 36 στίχους (6 εξάστιχες στροφές) του ποιήματος «Ωδή σ’ ένα παιδάκι» του Κώστα Καρυωτάκη από το Ελεγεία: δεύτερη σειρά (1)

ΣΥΜΠΙΛΗΜΑ ΚΑΙ ΠΕΣΣΟΑ ΚΑΙ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Η ονειροδιάσταση της Μαρίας Γιαννακάκη μέσα από τη μαγεία του χρωστήρα των κατεκτημένων τεχνικών και των μη προφανών υφολογικών άμεσα διατυπώσεων (έξω και μέσα) από τη σκοπιά τη κριτικής φανερώνει ένα πνεύμα οξυδερκές όπου η προσωπική ευαισθητοποίηση λειτουργεί διαλεκτικά με τους λογής λογής φιλότεχνους θεατές των έργων της. Θα συμπλήρωνα ότι βαθύτατα ποιητική στο εγχείρημα που γίνεται πλέον ταυτότητα, αναζητά τον διάλογο-χωρίς λόγο- μέσα από τα διαχρονικά ερωτήματα που βάζει η ίδια η ζωγραφική και η ιστορία  της, σαν την παρένθεση (που χρησιμοποιούν σπουδαίοι ποιητές) που βάζει ο Καρυωτάκης στο ποίημα του «ωδή σ ένα παιδάκι» για να υπαινιχτεί συμπτύσσοντας τη δοκιμιακή-φιλοσοφική του θεώρηση σε έξι στίχους που συνίσταται (προσωπικά ερμηνεύω:) ανάτμηση ξανά και ξανά της «κλυδωνισμένης» αθωότητας της παιδικής ηλικίας από τους στοχαστικούς ενηλίκους πλέον και σε αυτή τη θεσπέσια διαλεκτική σχέση με «έναν κόσμο υψηλής βιωματικής και συγκινησιακής έντασης» (όπως γράφει ο διακεκριμένος συγγραφέας (2 ) σπουδαίος δάσκαλος, τρυφερός γονιός Δημήτρης Αγγελάτος, που η σελίδα μας σήμερα φιλοξενεί το μικρό και πυκνό «κριτικό του σημείωμα για την έκθεση της Μ. Γιαννακάκη) έρχεται να αποδώσει ευεργετικά η Τέχνη όχι σαν νατουραλιστική, η ρεαλιστική απόδοση, ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ όπου το φανταστικό-στοχαστικό συνυφασμένο με το ονειρικό δίνει αποτέλεσμα ελπιδοφόρο -συνεπικουρούμενο από έντεχνο κατακτημένο στοιχείο- που απεμπολεί τις υπαρξιακές πλήξεις μέσα από τη γόνιμη, δημιουργική ανησυχία, φιλτράροντας «παρήγορο φως». Επιλέγω από το αριστουργηματικό «το βιβλίο της ανησυχίας» (3 ) του Φερνάντο Πεσσόα στοχασμός νούμερο 27 , «Η λογοτεχνία, που είναι η τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη και  πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας μου,  μου φαίνεται πως είναι ο σκοπός προς τον οποίο έπρεπε να τείνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν ήταν πραγματικά ανθρώπινη και όχι μια επιπολαιότητα του ζωώδους… τα άνθη, αν περιγράφονταν με φράσεις που τα περιγράφουν στο χώρο της φαντασίας, θα είχαν χρώματα ανεξίτηλα που η ζωή των κυττάρων δεν επιτρέπει…. Πρέπει λοιπόν να διατηρούμε την ωραία μέρα σε μια μνήμη ανθισμένη και πλούσια, και ετσι να στολίζουμε με καινούρια άνθη και καινούρια άστρα τους αγρούς ή τους ουρανούς της άδειας και περαστικής εξωτερικότητας…».
Αυτή η «περαστική εξωτερικότητα» , αντιδιαστέλλεται μέσα από την πολυφασματική εσωτερική διατύπωση της πλουραλιστικής ονειρικότητας του βιβλίου του Πεσσόα που στοχαστικά διαφοροποιεί το αισθάνομαι (μέσω της Τέχνης) από το σκέφτομαι (μέσα από τα επιβληθέντα συστήματα κατεύθυνσης της σκέψης). Ενδεικτικά, με το στοχασμό  νούμερο 28, «μια πνοή μουσικής ή ονείρου, κάτι που να μας κάνει σχεδόν να αισθανόμαστε, κάτι που να μας κάνει να μη σκεφτόμαστε». Τι καλύτερο να τραγουδάς εσωτερικά, να ονειρεύεσαι με τα μάτια ανοιχτά μπροστά στα θαυμάσια έργα της Μ. Γιαννακάκη και να διαπιστώνεις πως ευαισθητοποιούν εναυσματικά για γραπτό-κριτικό λόγο έναν πολυσχιδή δάσκαλο συγγραφέα, που διατυπώνει καταληκτικά «αφηγούνται δηλαδή την ανάγκη να ξεκινήσουμε πάλι από την αρχή να βλέπουμε.
Και είναι η απώλεια δικών μας ανθρώπων που ενισχύει τις αναμνήσεις τις φωτεινές της παιδικής αθωότητας μας τα δάκρυα μας με αφορμή την «αφύσικη» ομορφιά της ΤΕΧΝΗΣ χαρακτηρίζουν την όποια «αμήχανη ωριμότητα μας». Από την τόσο ευαίσθητη «ονειρική» σελίδα της Μαίρης Αδαμοπούλου που φιλοξένησε τη σπουδαία λυρική τραγουδίστρια Σόνια Θεοδωρίδου, “Τα Νέα” 24/10.18
«…να, κοίτα, πάμε στο φως»… Και σιγά σιγά σηκώνεται ένα ελαφρό κύμα και παίρνει όλους τους αγγέλους ψηλά μαζί με τη Μαρία μας. Τα ξανθά μαλλιά της  λάμπουν στον αέρα και τα  ρούχα της πέφτουν από επάνω της ένα προς ένα. Ο πόνος φεύγει από το πρόσωπο της και μου χαμογελά. ¨Τραγούδα¨ μου φωνάζει και εγώ τότε τραγουδώ. Βγάζω ήχους και κλαίω. Κλαίω και φωνάζω «σ αγαπώ» και εκείνη με τη μητέρα χάνονται σε ένα υπέροχο χρυσό σύννεφο. Μένω κάτω στην ακρογιαλιά με την επίγνωση πως με εγκατέλειψαν. Νιώθω απέραντη μοναξιά και φόβο….».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Από την ποιητική συλλογή του Κ. Καρυωτάκη “Ελεγεία και Σάκρες”, 1927
2. Ο πολυγραφότατος καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει εκδόσει Gutenberg 2015 το βιβλίο “Οψεις και Εφαρμογές της διαλογικότητας” (από τον Κ.Γ. Καρυωτάκη στο νεοελληνικό μυθιστόρημα) που θα μας απασχπλήσει… επίσης το νέο βίβλιο του εκδ. Γκουτενμπεργκ 2017 “Λογοτεχνία και Ζωγραφική” δανειστήκαμε και ενσωματώσαμε στους τίτλους της σελίδας.
3. Το βιβλίο της ανησυχίας” δυο τόμοι του Μπερνάντο Σοάρες (ετερώνυμος του Φ. Πεσσόα) μεταφρ. Μαρία Παπαδήμα εκδ. Εξάντας

Μαρία Γιαννακάκη
Τα Ανθη του Καλού
» Εκθεση ζωγραφικής – Αφιερωμένη
στη μνήμη του Παναγιώτη Τέτση
Αίθουσα Τέχνης Β. Μυλωνογιάννη (24/11-14/12/2018),  Χ. Τρικούπη 14, Χανιά

~Αν ο τίτλος της έκθεσης των έργων της Μαρίας Γιαννακάκη, Τα Άνθη του Καλού, αντιδιαστέλλεται εμφατικά προς τον ορίζοντα του εμβληματικού για το δυτικό κανόνα της λογοτεχνίας, ποιητικού έργου του Ch. Baudelaire, Τα Άνθη του Κακού (1857), αυτό υποδεικνύει μια διαφορετική ανάγνωση της μπωντλερικής, απεχθούς και τερατώδους, «Πλήξεως» («Ennui») η οποία διαστίζει έκτοτε ό,τι συνηθίσαμε να ονομάζουμε μοντέρνο πνεύμα.
Στον αντίποδα της «Πλήξεως», τα έργα της Γιαννακάκη αφηγούνται ιστορίες για τα «παιδικά μάτια», το «χαμόγελο» και το «παρήγορο φως» τους, εν είδει αγγελικών «παραστατ[ών]», όπως θεματοποιούνται αίφνης, στην καταληκτήρια στροφή της «Ωδή[ς] σ’ ένα παιδάκι» του προνομιακού συνομιλητή του Baudelaire, Κ. Γ. Καρυωτάκη (Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)1:
«Ευτυχίζω σ’ έσένα/ τις ερχόμενες τύχες,
την άγνοια του κόσμου,/το χαμόγελο που είχες,
ω άγγελε παραστάτη,/ ω παρήγορο φως μου!» (ό.π., 137).
~Η αυλή ως προσίδιος χώρος της αθωότητας των παιδιών, της ψυχής που δεν έχει ακόμα αποχωριστεί το σώμα, του παιχνιδιού αδιαίρετου από το όνειρο, συγκεντρώνει στο ομότιτλο έργο της ζωγράφου, «Στην αυλή», έναν κόσμο υψηλής βιωματικής και συγκινησιακής έντασης, με επίκεντρο ακριβώς τα καρυωτακικά «παιδικά μάτια»:
~Έτσι, στο έργο οι ποικίλες χωρικές και πραγματολογικές σημάνσεις της αυλής (φυσικοί όγκοι, κτίσματα, χρηστικά καθημερινά αντικείμενα), ρέοντας προς όλες τις διευθύνσεις της ζωγραφικής επιφάνειας με μελετημένους τονικούς κυματισμούς “προωθούν” στο ύψος του οπτικού πεδίου του θεατή, μια ομάδα παιδιών, καθώς εκείνα έχουν μαζευτεί σε ορισμένο σημείο και κοιτούν με έκδηλο ενδιαφέρον κάτι που φαίνεται να τα (προσ)καλεί εκεί και να εκδιπλώνεται στα άδολα μάτια τους.
Κοιτούν προς την κατεύθυνση δύο μορφών, με ευκρινή -ανδρικά η μία και γυναικεία η άλλη- χαρακτηριστικά, που με κλειστά τα μάτια βρίσκονται στην πάλλουσα ζώνη του ονείρου, όπως ζωγραφικά υποδεικνύει το sfumato της σύνθεσής τους. Την ίδια στιγμή τα παιδιά κατευθύνουν το βλέμμα τους και προς τους φασματικούς όγκους που αναδύονται ως κηλίδες, ορατές από τα πίσω και κυκλικά στοιχημένες με τις παραπάνω δύο μορφές, παραδομένες στο όνειρο, και τείνουν να δεσμεύσουν, ιδιαίτερα η τρίτη από τα αριστερά -και μάλλον μη ανθρωπόμορφη-, το οπτικό πεδίο των παιδιών:
~Πρόκειται για δύο ζωγραφικά διαφοροποιημένους κύκλους προσώπων, πλην σκηνοθετικά αξεχώριστους, κατά την πυκνή συνάθροισή τους, που αφηγούνται τους όρους απεγκλωβισμού μας από την καθήλωση στη βιομηχανία της οιονεί επικοινωνίας, από την αδιαφορία για ό,τι μας αμφισβητεί εν κοινωνία, από την πνιγηρή πνευματική οκνηρία εν τέλει· αφηγούνται δηλαδή την ανάγκη να ξεκινήσουμε πάλι από την αρχή να βλέπουμε.
Και αυτό ασφαλώς σημαίνει ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε όπως τα παιδιά «[Σ]την αυλή» της Γιαννακάκη μας δείχνουν και μας λένε:  να κοιτάξουμε το όνειρο που μας κοιτά.

1. Κ. Γ. Καρυωτάκης, Tα Ποιήματα (1913-1928), (επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης), Aθήνα, Nεφέλη, 1992, 136-137.

Δημhτρης Αγγελaτος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα