Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Κι έγινε ο σεισμός

Όλο ρυτίδες μελωδικές η θάλασσα, άχνιζε από της αύρας το χαϊδολόγημα που γινότανε -σαν της μάνας που κοιμίζει το βρέφος- γλυκό νανούρισμα στα θαλασσινά όντα κι ευλαβικό προσκύνημα στο ξωκλήσι του Αρχάγγελου Γαβριήλ πάνω στο Ανεμοβούνι, και με καλωσόριζε πλάνα να περπατώ ξυπόλυτος στην αρμυρισμένη αμμουδερή αγκαλιά της, προσεχτικά, αθόρυβα, μη γκρεμίσω ετούτη τη μαγεία, εδώ στα μέρη των προγόνων μου τα ιερά.
Απολάμβανα τη δροσερή ετούτη επαφή σάρκας με θαλασσοπλυμένη άμμο και διάβαινα σε σύννεφο απάνω, θαρρείς, όταν, δίχως να το καταλάβω, βρέθηκα στην απεναντινή βραχώδη ακτή του ακρωτηριού με το ιαματικό νερό, τα «αγιάσματα» όπως το λένε οι ντόπιοι, εκεί που πηγαίνανε νηστικοί γυναίκες και άντρες και πίνανε ποτήρια πολλά ώσπου να καθαρίσει το γαστρεντερικό τους σύστημα, γιατρικό σπουδαίο κατά που έλεγε κι η μακαρίτισσα η μάνα μου. Σταμάτησα, έβαλα προσεχτικά μην ταράξω τη γαλήνη του, έβγαλα δυο χούφτες γιομάτες το υφάλμυρο νερό, τράβηξα γουλιές κάμποσες, σταμάτησα.

― Με τη δροσιά της αυγής, νηστικός, σα που κάνανε τα παλιά χρόνια θα ξανάρθω να πιω κάμποσα ποτήρια, όσα μπορέσω που καλό είναι, κακό όχι, ψιθύρισα. Τραβήχτηκα, έβαλα τα άθλια πέδιλά μου μη καρφώσουν ατριβόλοι κι άλλα αγκάθια στις πατούσες μου, πορπάτηξα ίσαμε δυο χιλιάδες βήματα, βγήκα στην άλλη καρπερή φτωχομάνα την πεδιάδα του Κάμπου που, μαζί με το Γαβαθά απ’ όπου ξεκίνησα, μαζί κι η περίφημη Λιώτα η Λυγερή, είναι οι μεγάλες «εξοχές» των αρχοντομαθημένων Αντισσαίων, όπου πηγαίνουν τρεις πάνω κάτω μήνες να παραθερίσουν στα εξοχικά σπίτια τους. Πάνε δηλαδή με φορτωμένα γαῒδουράκια και μουλάρια με τα κυριότερα υπάρχοντά τους μόλις ή λίγο πριν κλείσουν τα σκολειά και γυρίζουν όταν πάλι ανοίγουν μπορεί και πιο ύστερα, για να βγάλουν το ούζο και κονιάκ αρωματικό απ’ τα στράφυλα που περιμένουν σε βαρέλια 2-3 μήνες, από τότε δηλαδή που πατήσανε τα σταφύλια και πήρανε χωριστά το γλυκό μούστο που θα ζυμωθεί σε πιθάρια ή βαρέλια και να γίνει μυρωδάτο μπρούζικο κρασί ή και γλυκό λιαστό κρασί.
Ανάκατα συναιστήματα με συγκλονίζανε, παιδικά κι ανέμελα χρόνια προβάλανε εμπρός μου, τα παραμέριζα, περιπλανήθηκα χαιρόμουνα να βλέπω μετά από χρόνια πολλά γνώριμα μέρη, ώσπου αντίκρισα την καγκελόπορτα την ξύλινη που τώρα ήτανε καινούργια, φρεσκοβαμμένη, με ένα σύγχρονο εξοχικό, μεγάλο κι ευρύχωρο σπίτι, παραμέσα.
Κοντοστάθηκα, κανένας δεν φάνηκε. Ερημιά. Πήγανε για μπάνιο φαίνεται τέτοια ωραία μέρα οι νοικοκυραίοι, σκέφτηκα, κι έκανα δισταχτικά δυο ακόμα βήματα. Κάτω από την κληματαριά κι ανάμεσα λουλούδια πολύχρωμα σε τενέκες ασβεστωμένες, δέκα μέτρα παρέκει, πλάι σε ένα πιθάρι με μια ορτανσία πλημμυρισμένη ροζ κι άσπρα λουλούδια, τον διέκρινα καθήμενο σ’ ένα αγκωνάρι, στον απόσκιο της μεγάλης καρυδιάς, αντικριστά το εξοχικό σπίτι του γιου του.
Ναι, αυτός ήτανε. Ο Δημητρός. Άσπρος, αυλακωμένο πρόσωπο, άσπρο κιτρινισμένο στη μέση το μουστάκι, ογδοντάρης, μπορεί και παραπάνω.
Με ξέκρινε αμέσως, μισόκλεισε τα μάτια, πληθύνανε οι αυλακιές, με κοίταξε προσεχτικά, συλλογίστηκε, ταξίδεψε ο νους του πίσω, χρόνια πολλά, με αναγνώρισε, χαμογέλασε, μου ‘γνεψε να κάτσω, άνοιξε το στόμα του.

― Μ’ ήφειρει η γιος μ’ να δω του τσινούργιου αγγουνέλι μ’. Μκρό όμους μ’ πέφκ’ του σπίκ’. Καπανκίζουμει,(μπλαντώ) τσι θέλου να παγαίνου πίσου· στου βνό. Στου καλύβι μ’, είπε, κι ατένισε πέρα, στην κορφογραμμή που έλουζε κι ασήμωνε ο καυτερός ήλιος.
Κόπηκε όμως η κουβέντα μας, με το πέρασμα το θορυβώδικο δυο μπόμπιρων, ήταν δεν ήταν οχτώ χρονώ, συμπαθέστατοι, με ένα τεράστιο κρουασάν, θαρρώ γεμισμένο σοκολάτα στο ένα χέρι να το πολεμάνε, κι άλλες δυο – τρεις σοκολάτες ή γκοφρέτες, αγνώστου ποσότητος και ποιότητος στο άλλο, και το κινητό, εν δράσει.
Ο ένας ήταν πιο πολύς στο φάρδος, παρά στο ύψος.
Με κόπο κι ευγένεια, ανάμεσα τα φουσκωμένα μάγουλά τους, βγήκε η καλημέρα, συνοδευόμενη με ένα μικρό συννεφάκι από ψίχουλα.
Ανταποδώσαμε, κοιταχτήκαμε σιωπηλοί. Άνοιξε το στόμα του πάλι ο Δημητρός.

― Α σ’ πω μια κουβέντα. Τα μουρά έ φταίν σι κίπουτα. Μεις φταίμει. Ούλ(οι). Η κόσμους χάλασει. Μεις τουν χαλάσαμει.  Τσι ‘κόμα,.. πού είσει! Είδεις πόσεις σουκουλάτεις βάστουν; Τσι χώρια εύτες που τρώγαν.
Δεν απάντησα· τον άφησα στον κόσμο του. Στα πιστεύω του. Στα πιστεύω μου. Και μουρμούρισα: «Ααχ Δημητρό! Γύρνα στην ερημιά σου. Μείνε στο παρθενικό κόρφο της φύσης· όσο μπορείς· όσοι μπορούν. Οι προνομιούχοι λέγω εγώ, οι αξιολύπητοι λένε άλλοι». Δυνάμωσα μετά τη φωνή μου, και του είπα.

―Πού να δεις και τα άλλα! Τα χειρότερα! Οι σοκολάτες δεν είναι τίποτα.
―Μμμ, γι αυτό τσι δε θε ν’ αργήσ’ γη δεύτηρ παρουσία! Του διάβασα σκ’ απουκάλυψ’.

Μιλούσε κι έβλεπε μια τα παιδιά να φεύγουν, να απομακρύνονται, και μια τα βουνά να έρχονται, να σιμώνουν.
Είπαμε πολλά χαιρόμασταν που ξανασμίξαμε μετά σαράντα χρόνια, από τότε που ήτανε βοσκός στο υποστατικό μας, γελούσαμε σαν παιδιά, νιώθαμε μια παράξενη ευτυχία που την ταράξανε τα πιτσιρίκια που ξαναφάνηκαν να μασουλάνε τις σοκολάτες. Κοιταχτήκαμε, ένας κόμπος είχε ανέβει στο λαρύγγι, δε μιλήσαμε άλλο.
Ψάχνησε μετά, βρήκε μια γωνίτσα στη καρδιά μου, και ξανάπε.

-Θμάσει; έ; Πού να βρούμει τότις, σουκουλάτα! Τα χαρούπια ήνταν η σουκουλάτα μας.
Κι είπαμε για τότες, γύρω το 1944, που μέναμε μακριά από τον κόσμο, στο χτήμα, η μάνα μου με εμάς τα πέντε παιδιά, χωρίς πατέρα που αρρώστησε και πέθανε νέος, με το Δημητρό βοσκό και συμμεσάτορα σε σπαρτά και μπαχτσέδες, και τα αγαθά από τη γης βγαλμένα σε αφθονία.
Τα παιδιά τότε εξόν από χαρούπια παίρνανε και κανένα γλειφιτζούρι τις μεγάλες σκόλες.
Προνομιούχοι εμείς, τότε, είχαμε τον Πρόδρομο τον ξάδερφο μας, ζαχαροπλάστη στη Μυτιλήνη. Με το φορτηγό, μας έστειλε μια χαρτοσακούλα μέχρι τρακόσια δράμια της οκάς, καραμέλες. Μικρή περιουσία.
Με θρησκευτική ευλάβεια στα μαγικά χέρια της μαμάς, βγήκανε πέντε καραμέλες, χρωματιστές θυμάμαι, φάγαμε από μία, φχαριστηθήκαμε, ξανάκλεισε η σακούλα, κι εξαφανίστηκε.

―Το δεκαπενταύγουστο πάλι, μας είπε αυστηρά η μαμά, σίγουρη, πως θα τις εξασφάλιζε σε σίγουρο μέρος και κανένας δεν θα εύρισκε τον κρυψώνα της.
Μα πέστε μου. Ποιοι από σας τους μεγάλους, τους αρκετά μεγάλους, τους πολύ μεγάλους, δεν κλέψατε το γλυκό της μάνας σας;
Προσωπικά εγώ, ήταν το πρώτο αμάρτημα που έλεγα όταν με στέρνανε στον παπά-Πανάγο να με ξομολογήσει και φυσικά πάντα έπαιρνα άφεση αμαρτιών, κι ένα συγκρατημένο μειδίαμα, ανάμεσα μουστάκι και πλούσια γενειάδα.
Οι καραμέλες κρυφτήκανε, που λες, για να ξαναβγούνε μετά δυο μήνες, 15 Αυγούστου, να φάμε άλλες πέντε, μπορεί και δέκα (δυο φορές, λόγω μεγάλης εορτής). Μα το θέμα, εμάς τα παιδιά, μας απασχολούσε σφόδρα. Σχέδια πάνω σε σχέδια, να τις ανακαλύψουμε.
Κι έτσι, η συμμορία έδρασε· βάσει σχεδίου. Οργανωμένο έγκλημα που λένε. Οι κακοποιοί, τα πέντε αδέρφια.
Ο μικρότερος, η αφεντιά μου, πεντάχρονος τότε, έκανα τον άρρωστο στο κρεβάτι, και μόνο καραμέλα ήθελα, για να μου περάσει.
Η μητέρα μου, που μου είχε αδυναμία, πήγε ανυποψίαστη στον κρυμμένο θησαυρό, ανασηκώθηκα εγώ λίγο στο κρεβάτι που ήμουνα, την είδα, έμαθα, έφαγα και την καραμέλα από πάνω!
Το πρώτο βήμα είχε γίνει.
Ένα ψηλό παράθυρο – θάταν δυο μέτρα από το χώμα– που έβλεπε στο πίσω μέρος του σπιτιού, φροντίζαμε κάθε πρωί να το αφήνουμε ξεμαντάλωτο, γιατί μετά έκλεινε η πόρτα και ξανάνοιγε το βράδυ για ύπνο.
Ένα προμεσήμερο ξεκινήσαμε. Εγώ, φύλαγα τσίλιες. Η μοναδική αδερφή μας, βοηθούσε, τάχα, τη μαμά για να τη χασομεράει. Ο άλλος, έσκυψε κολλητά στον πετρότοιχο, ο τέταρτος ανέβηκε στους ώμους του και σκαρφάλωσε στο παράθυρο. Ο πέμπτος, βοηθός και γενικών καθηκόντων.
Το κατέβασμα ήταν πιο εύκολο.
Χωρίς να αφήσουμε ίχνη, σε χρόνο μηδέν, από διαφορετικές κατευθύνσεις, ανταμώσαμε στη μεγάλη βαλανιδιά, και μοιραστήκαμε τη λεία μας.
Αυτό μας φάνηκε εύκολο και επαναλαμβανότανε συχνά.
Μέχρι που έγινε ο δυνατός σεισμός και μας βρήκε στρωματσάδα να κοιμόμαστε. Τρομάξαμε, πεταχτήκαμε απάνω, σκοτάδι παντού, μόνο το καντηλάκι αναμμένο, άνοιξε τις φτερούγες της η μάνα, μας σκέπασε, μας προστάτεψε με το κορμί της.
Βάλαμε τα κλάματα, ρεμήσανε τα έγκατα της γης, ρεμήσαμε κι εμείς, κρεμαστήκαμε στα χείλη της μαμάς, πέσαμε στα γόνατα, προσευχηθήκαμε.
Μας λυπήθηκε εκείνη, «να σας γλυκάνω», είπε, κι απομακρύνθηκε.
Εμείς, καρδιοχτυπήσαμε.
Γύρισε όμως κόκκινη από θυμό, και τη χαρτοσακούλα άδεια στο χέρι της.

―Ποιος; Ρώτησε αγριεμένη και γλυκά απειλητική.
Τσιμουδιά εμείς.

―Είπα· ποιος; Ποιος τις έκλεψε;
―Μήπως ποντικός; Τραύλισε κάποιος.
―Ποντικός ε; Πέστε μου αμέσως την αλήθεια, γιατί ο Θεός θα μας κάψει. Είδατε που έγινε ο σεισμός; Για να σας τιμωρήσει. Εμπρός· μιλήστε.
Μπρος το φόβο για μεγαλύτερη τιμωρία, αρχίσαμε όλοι μαζί.

―Εγώ, μόνο έβλεπα.
―Όχι μόνο εγώ!
―Εγώ έβαζα τη πλάτη μου να ανέβει ο Γιάννης.
……..
Ήταν η πιο οδυνηρή ομολογία και τιμωρία μου. Η παιδική μου ψυχή πόνεσε, και το ¨σπορ¨ αυτό, σταμάτησε.
Μέχρι σήμερα, δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ πως θα πάρω κάτι που δεν μου ανήκει. Νιώθω τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια μου.
Στο αεροπλάνο μια φορά, σαν πρότεινε η αεροσυνοδός το γνωστό πανεράκι με τις καραμέλες, πήρα δυο αντί για μία, και, φευ! Σύμπτωση! Τύχαμε σε μεγάλο κενό, και, μπάαμ, βρεθήκαμε κάμποσα μέτρα κάτω. Έχασα τον κόσμο από τα μάτια μου, πέταξα ό,τι κρατούσα, και «όχι άλλος σεισμός», τραύλισα.
Για τους καινούργιους βέβαια, αυτά φαντάζουν εξωγήινα, και τα παιδιά σήμερα που δεν ξέρουν τι να πρωτοφάνε, με θεωρούν το λιγότερο φαντασιόπληκτο.
Κι ονειροπόλος εγώ, ξανασκέφτομαι.
Ήταν στ’ αλήθεια πιο γλυκές οι καραμέλες τότε;


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. Αγαπητέ Γιώργο Καμβυσέλλη,
    θαρρώ πως είναι ο καιρός να γράψω και για σένα μερικά καλά λόγια: όχι, γιατί τα χρειάζεσαι, αλλά από ευγνωμοσύνη στο σπουδαίο, το ευλογημένο κι ανθρώπινο πρόσωπό σου. Κι όπως τα έργα σου [Πανεπιστημιακός της γης και της φυσικής ομορφιάς], έτσι κι η γραφίδα σου κεντά απίστευτα όμορφο λόγο και κάθε φορά γίνεται “σεισμός” και στον δικό μας ψυχισμό. Και πού να φανταστούν οι “σύντεκνοι” των Χανίων και “ούλης” της Κρήτης, ότι δεν γνωριζόμαστε καν!! Να θέλω “σφόδρα” να γράψω για σένα λίγα κι όμορφα – καλά λόγια και να μην μπορώ…. Και, πώς να μπορέσω, αγαπητέ Γιώργο, που μόλις στην Εβδόμη Γυμνασίου Βεροίας [τάχω κι εγώ τα χρονάκια μου, μην θαρρείς] έμαθα τυχαία πως υπάρχουν και …. βιβλιοθήκες που δανείζουν όμορφα βιβλία!…
    ΩΣΤΟΣΟ, όταν περισσεύει η αγάπη στις καρδιές μας, πάντα θα βρεθεί ο τρόπος να εκφράσουμε τα άδολα συναισθήματα φιλίας κι εκτίμησης στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας. ΜΟΛΑΤΑΥΤΑ, βρίσκω, αγαπητέ Γιώργο, σχεδόν μοναδική την περίπτωσή σου, ως ανθρώπου ελεύθερου, διαφορετικού και οικουμενικού θα έλεγα, και όλα σχεδόν τα κείμενα σου σε ιδιόρρυθμη μορφή απλής γραφής “μεταγγίζουν αληθινά βιώματα που αχνίζουν ως τις μέρες μας”, για να δανειστώ μια πανέμορφη φράση από κείμενο της αγαπητής μας Αγγελικής Γ. Μανουσάκη. Εντυπωσιάζομαι με τον τρόπο γραφής σου: μια ανεπανάληπτη σύνθεση τριών ντοπιολαλιών τα κείμενά σου, δηλ. της λεγόμενης “ντόπιας – παραδοσιακής Ελληνικής γλώσσας”, της όμορφης παλιάς “Κρητικής γλώσσας” και βέβαια της ντοπιολαλιάς της γενέθλιας γης της “Λέσβου” δίνουν ανάγλυφα την εικόνα και τα πρόσωπα της όμορφης Πατρίδας μας ανά τους αιώνας. ΠΡΕΠΕΙ και δεν μπορώ να μην μνημονεύσω και την μοναδική σε ομορφιά και αρχαιοπρεπή “Ρουμλουκιώτικη γλώσσα” του Ημαθιώτικου κάπου: [ Ρουμλούκι σημαίνει τόπος ρωμιών – Ελλήνων από αρχαιοτάτων, Βυζαντινών χρόνων και Τουρκοκρατίας με πρωτεύουσα τον “Γιδά” τη σημερινή πόλη “Αλεξάνδρεια” Βεροίας. Η πανέμορφη αυτή γλώσσα είναι σεχδόν όμοια με τη ντοπιολαλιά των ντόπιων κατοίκων της Λέσβου, της Δυτ. Μακεδονίας που “τρώνε” τα φωνήεντα κι άλλων περιοχών της χώρας μας. Ας γράψω μερικές φράσεις της Ρουμλουκιώτικης ντόπιας γλώσσας του Βεροιώτικου κάμπου: ” Δεν κάντ’ ς πιδί μ’ για τα χουράφχια, άϊντι, σύρι στου καλό!…” “Καταστράφ’κα, Τζιόλα μ’ [Γιώργο]: όντας σκώθ’κα του προυί κι πααίνου στου παραθύρ’, κοιτάω όξου, τι να δω: ένα γόνατου χιόν[ι]!.. Αγαπητέ Γιώργο, μάς έφερες πολλά χρόνια πίσω, και βέβαια, κάναμε κι εμείς [δεν αφήναμε βάζο και πήλινα δοχεία γλυκού των μανάδων μας -αγιασμένα νά’ ναι τα κόκκαλά τους- τα ίδια κι ακόμη χειρότερα. Τί να λέμε τώρα. Οφείλω να σε καλοτυχίσω, Γιώργο, και για την εμμονή σου να μην ξεκολλάς από την όμορφη και γραφική περιοχή του Σφηναρίου, όπως το ίδιο θα έκανα κι εγώ: Έχουμε βυθιστεί από τα παιδικά μας χρόνια στη φυσική ομορφιά της Πατρίδας μας. Σ’ ευχαριστούμε και σε συγχαίρουμε θερμά για τον αριστουργηματικό λόγο σου, ίδια σεισμός στις καρδιές μας. Καί γράφεις, ταυτόχρονα σε τρεις διαφορετικές ντοπιολαλιές!!.. Με εκτίμηση και φιλική αγάπη. Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα