Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

«Καλή πατρίδα συντροφάκο…»

Γεννήθηκαν σε τόπους μακρινούς ως πολιτικοί πρόσφυγες, έζησαν σε ένα διαφορετικό κοινωνικό πολιτικό σύστημα και κάποια στιγμή επέστρεψαν στη χώρα καταγωγής τους. Παιδιά προσφύγων σε ανατολικές χώρες μας αφηγούνται ιστορίες από ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν.

«Δεν γινόταν διαφορετικά…»
«Οι γονείς μας που ξενιτεύτηκαν στην άλλη άκρη του κόσμου, ηττημένοι, κυνηγημένοι, με σκληρές διώξεις σε βάρος τους ήταν συνειδητοποιημένοι άνθρωποι, ήξεραν τι έκαναν και ακόμα περισσότερο ήξεραν πως δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά» είναι τα λόγια του Θανάση Ντρουμπρογιάννη, γιος του Δημήτρη Ντρουμπρογιάννη και της Διαμάντως το γένος Μαρκαντώνη, ανταρτών και των δύο του Δ.Σ.Ε., που γνωρίσθηκαν και παντρεύτηκαν στην Τασκένδη.
Συνομιλώντας με τον κ. Θανάση αντιλαμβανόμαστε γρήγορα ότι απέναντι μας έχουμε ένα άνθρωπο που μιλάει με ειλικρίνεια, χωρίς υπερβολές, ούτε φτιασιδώματα.
Η καταγωγή της οικογένειας του ήταν από το χωριό Λιας στη Θεσπρωτία. «Σε μια μάχη κατά τη διάρκεια του εμφυλίου τραυματίσθηκε η μητέρα μου στο πόδι -το βλήμα το είχε μέχρι και το θάνατο της- και νοσηλεύτηκε σε ένα νοσοκομείο στην Αλβανία. Οταν ήλθε η νοσοκόμα και ζήτησε τα στοιχεία της, της είπε ότι στο διπλανό ακριβώς κρεβάτι βρίσκεται άλλη μια τραυματίας με το ίδιο επώνυμο! Ηταν η μεγάλη της αδελφή που δεν την είχε γνωρίσει στην κατάσταση που ήταν. Αυτή έγινε καλά γύρισε στο μέτωπο και εκεί σκοτώθηκε!
Ο αδελφός της πάλι πέθανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου! Οι δύο αδελφές του πατέρα μου εξόριστες και αυτές σε Τσεχία και Ουγγαρία» μας περιγράφει ο συνομιλητής μας συνοπτικά την πορεία της οικογένειας.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
Ζώντας τα παιδικά του χρόνια τη δεκαετία του ’50 στη Τασκένδη, πόλη του Ουζμπεκιστάν της ΕΣΣΔ ο κ. Θανάσης έχει έντονες μνήμες. «Θυμάμαι καταρχάς το μεγάλο “σοκ” όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα και οι συγκρίσεις του τι βρήκα εκεί και τι εδώ. Για τους Ελληνες είχαν παραχωρήσει ένα τεράστιο χώρο, μια ολόκληρη συνοικία της τεράστιας πόλης. Οι γονείς μου ήταν εργάτες σε εργοστάσιο, εγώ και ο αδελφός μου πηγαίναμε σε παιδικό σταθμό και μετά σε νηπιαγωγείο κάτι που δεν υπήρχε τότε στην Ελλάδα, το μεσημέρι πηγαίναμε όλοι μαζί και τρώγαμε σε ένα εστιατόριο με κουπόνια. Το διαμέρισμά μας ήταν σε μια κανονική πολυκατοικία ένα δωμάτιο για τα δύο παιδιά, ένα για τους γονείς μου, τουαλέτα, κουζίνα, σαλόνι, ένα κανονικό δυάρι δηλαδή. Ηταν όλα οργανωμένα σύμφωνα με τις ανάγκες μας. π.χ. ένας γιατρός που έμενε μόνος του είχε μικρότερο διαμέρισμα από το δικό μας. «Μα ο γιατρός να μένει σε μικρότερο σπίτι από εμάς;» έλεγα μετά στη μητέρα μου. «Ναι γιατί είναι μόνος του δεν έχει οικογένεια, δεν έχει ανάγκη για μεγαλύτερο σπίτι. Ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του» μου απαντούσε η μητέρα του. Το πόσο σημαντικό ήταν αυτό το κατάλαβα μετά όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα και είχαμε μπλέξει με τα νοίκια. Εκεί ήταν μηδαμινά τα χρήματα που δίναμε για ενοίκιο, ρεύμα,νερό. Με σημερινά νούμερα αν έπαιρνες 700 ευρώ το ενοίκιο δεν ήταν ούτε 2 ευρώ…» αφηγείται.
Αλλα πράγματα έντονα χαραγμένα στη μνήμη ήταν «τα τεράστια πάρκα και οι μεγάλοι ελεύθερο χώροι, η όπερα που με έπαιρνε ο θείος μου και πηγαίναμε, αλλά βέβαια και οι γιορτές όλων των Ελλήνων μαζί στα σπίτια τους, με τραγούδια και μουσικές. Αυτά έβλεπα με τα μάτια και αντιλαμβανόμουν με το μυαλό ενός 8χρονου παιδιού.»

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Παρόλα αυτά, στα 1958 επιστρέψατε πίσω, γιατί; Αφού όπως μας περιγράφετε περνούσατε καλά, ρωτάμε τον κ. Θανάση. «Μετά από πιέσεις του παππού μου, που έλεγε στο πατέρα μου ότι τα πράγματα έχουν ηρεμήσει, ότι αν γυρίσουμε δεν θα πάθουμε κακό, επιστρέψαμε» διηγείται και συνεχίζει «βέβαια οι δυσκολίες ήταν τέτοιες που αντιμετωπίσαμε ως οικογένεια γυρίζοντας στην Ελλάδα που είχα ακούσει πολλές φορές τη μητέρα μου να λέει στον πατέρα μου “δεν με άκουσες που σου έλεγα να μείνουμε εκεί”. Φτάσαμε με πλοίο στον Πειραιά. Ανέβηκε μια ομάδα ανθρώπων που φώναξαν τα επώνυμα μας. Ηταν με πολιτικά ρούχα, προφανώς ασφάλεια. Με το που λέμε τα επώνυμά μας, βάζουν χειροπέδες στους γονείς μας! Μου λέει η μητέρα μου “πάρε στα χέρια σου τον μικρό αδελφό σου και μην τον αφήσεις για κανένα λόγο”. Παίρνουν τους γονείς μας και εμάς μας πήγαν σε κάποιο ίδρυμα. Ερχόταν ο πατέρας της μητέρας μου να μας δει και δεν τον άφηναν! Μετά από μια εβδομάδα ελευθέρωσαν την μητέρα μου και ήλθε και μας πήρε. Τον πατέρα μου δεν τον ξαναείδαμε για δύο χρόνια, τον είχαν βάλει στη φυλακή ως πρώην αντάρτη».
Του ζητάμε να μας περιγράψει τη νέα καθημερινότητα… «Δύσκολες εποχές, προσπαθήσαμε να επιβιώσουμε αλλά για να βρεις την οποιαδήποτε δουλειά έπρεπε να έχεις πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης. Στο δημόσιο ούτε λόγος, αλλά δεν έβρισκες τίποτα ούτε στον ιδιωτικό τομέα. Μόνο αν κάποιος γνωστός έπαιρνε κάποια δουλειά και έπρεπε να προσλάβει άτομα, μόνο μέσω αυτού αν μπορούσες να βρεις δουλειά. Ο πατέρας μου πήγαινε στο Γ΄ Νεκροταφείο μήπως κάνει κάποιο μεροκάματο, πολύ μετά μπόρεσε κάποια στιγμή να δουλέψει σε εργοστάσιο. Η μητέρα μου καθάριζε σκάλες, έπλυνε ρούχα. Ολη η ζωή μας ένα άγχος! Καθόμασταν στο τραπέζι με μια τοματοσαλάτα για μένα και τον αδελφό μου. “Εμείς φάγαμε πριν” έλεγαν οι γονείς μου. Εμαθα μετά από χρόνια ότι έτρωγαν μέρα παρά-μέρα γιατί δεν έφτανε ποτέ το φαγητό. Ηταν ένα μεγάλο σοκ όταν είχαμε έλθει από μια “ξένη” χώρα όπου μας περιέθαλψαν και μας φρόντισαν με πολύ οργανωμένο τρόπο.
Ο πατέρας μου στην ΕΣΣΔ δούλευε σε εργοστάσιο και είχε αλλάξει 3-4 δουλειές μέχρι να βρει αυτή που του άρεσε, η υγεία ήταν δωρεάν, το αντίτιμο για τις μετακινήσεις συμβολικό. Κάποια στιγμή μετακομίσαμε στα Χανιά στον Αλικιανό. Θυμάμαι να παίζουν τα άλλα παιδιά στην αυλή της μπίλιες και ένας από αυτούς να λέει “μωρέ το Ρωσάκι για να δούμε πόσα ζευγάρια κάλτσες φοράει γιατί εκεί κάνει πολύ κρύο” και μου σήκωνε τις κάλτσες! Για ένα μικρό χωριό ήμασταν “ξένοι” αλλά “ξένους” έλεγαν και αυτούς από το διπλανό χωριό, και αναμαζωξιάρηδες αυτούς που έρχονταν από τα Χανιά.
Υπάρχουν αυτοί οι τοπικισμοί… Ακόμα και τώρα όταν βλέπει κάποιος την ταυτότητα μου σε μια υπηρεσία και βλέπει ότι γεννήθηκα στην Τασκένδη με ρωτάει αν είμαι… Αλβανός ή Ρώσος. Σε κάποιους ενεργοποιεί συντηρητικά ανακλαστικά. Αυτό δεν συνέβαινε όταν ζούσαμε στον Πειραιά όπου όλοι ήταν απόγονοι των Μικρασιατών…».

ΚΑΤΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ
Η συζήτηση στρέφεται αναπόφευκτα σε ιδεολογικά ζητήματα. Θέματα που απασχόλησαν τον κ. Θανάση για πολλά χρόνια και ακόμα τον προβληματίζουν. «Τι πίστευαν οι γονείς μας και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ξενιτεύτηκαν; Σε κάτι πολύ ανθρώπινο. Να έχουμε όλοι μας δουλειά, να έχουμε όλοι περίθαλψη. Πως δεν μπορεί να έχουμε τα συμφέροντα τα ίδια με αυτόν που βγάζει εκατομμύρια. Ήταν όλα καλά στην ΕΣΣΔ και στις Ανατολικές χώρες; Σίγουρα όχι. Αλλά αν με ρωτούσατε ποιο ήταν πιο απλό να διορθωθεί αυτό το σύστημα που υπήρχε στην ΕΣΣΔ ή αυτό που υπάρχει στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, θα σου έλεγα η ΕΣΣΔ! Ναι ήταν πιο εύκολο να διορθωθούν τα αρνητικά της ΕΣΣΔ και να προχωρήσει η ανθρωπότητα μπροστά! Ξέρετε υπάρχουν κάποιοι που μου λένε “μα ξέρεις εγώ θέλω να έχω ΙΧ, να έχω την Jaguar, τη Μercedes, τη BMW”. Είναι θεμιτό αλλά πόσοι μπορούν από τους μισθούς τους να αγοράσουν αυτά τα αυτοκίνητα; Φτάνω σε λίγο τα 70 και δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσα ποτέ να έχω ακριβό αμάξι, βίλα, κότερο ακόμα και αν είχα και 2 και 3 δουλειές, τίμιες δουλειές. Και φυσικά δεν μπορώ να παραγνωρίσω τι γίνεται στην κοινωνία. Δεν μπορεί εγώ να έχω ακριβό αμάξι και ο διπλανός μου, ο γείτονας μου, να μην μπορεί να θρέψει τα παιδιά του!
Θα είμαι ευχαριστημένος αν εγώ έχω τα πάντα και ο άλλος τίποτα; Μπορείς να ζεις σε ένα γυάλινο κόσμο; Είναι λογικό ο άνθρωπος να σκέφτεται τον εαυτό του και να θέλει να πετύχει πράγματα για την οικογένειά του, αλλά αν δεν χαλιναγωγήσεις αυτόν τον εγωισμό, δεν μπορεί να πάει η κοινωνία μπροστά! Μπορώ να βλέπω το ναρκομανή και να λέω “δεν με νοιάζει αρκεί να μην πάρουν ναρκωτικά τα παιδιά μου”; Ε, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αν κάτι με στεναχωρεί τελευταία είναι ότι υπάρχουν άτομα που χάρις στο ΚΚΕ σπούδασαν στις Ανατολικές χώρες, στηρίχθηκαν ως παιδιά μελών του κόμματος και τώρα βγάζουν χολή. Θεμιτό να λες ότι τώρα είμαι ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, να κάνεις κριτική αλλά να φτάνεις στο σημείο να εξισώνεις την ΕΣΣΔ με τον Χίτλερ και τη ναζιστική Γερμανία εκτός από ανιστόρητο είναι και ντροπή για αυτόν που τα λέει…»

«Και του χρόνου στην Ελλάδα!»
«Σε κάθε γιορτή η πρώτη ευχή ήταν μία: “και του χρόνου στην Ελλάδα!”. Σ’ όλα τα πράγματα υπήρχε ένα αίσθημα προσωρινότητας και η σκέψη της επιστροφής σκέπαζε τα πάντα».
Η Αγγελίνα Συρακούλη και ο Γιώργος Κοκοβλής είναι παιδιά πολιτικών προσφύγων που γεννήθηκαν μεγάλωσαν στην Τασκένδη.
Δύο από τα πολλά παιδιά που μοιράστηκαν την ιδιαίτερη μοίρα των χιλιάδων Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι βρέθηκαν στη σημερινή πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν μετά τον εμφύλιο.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Η Αγγελίνα έζησε στην Τασκένδη τα πρώτα 19 χρόνια της ζωής της, μέχρι το 1978 που η οικογένειά της πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Ο Γιώργος επέστρεψε στην Ελλάδα 2 χρόνια νωρίτερα, αφού είχε ζήσει 12 χρόνια στη μεγάλη αυτή πολιτεία του Ουζμπεκιστάν.
Γυρίζοντας πίσω στον χρόνο θυμούνται μια ακμαία ελληνική κοινότητα: «Ηταν έντονο το ελληνικό στοιχείο στην Τασκένδη κι όλοι ζούσαν με το όνειρο της επιστροφής στην Ελλάδα», θυμάται ο Γιώργος και τονίζει ότι υπήρχαν ολόκληρες “πολιτείες” ελληνικές. Ωστόσο, εκείνο που χαρακτήριζε τον πληθυσμό της Τασκένδης ήταν η πολυπολιτισμικότητα: «Υπήρχαν πάνω από 30 φυλές. Στην πολυκατοικία μας ήταν Αρμένιοι, Τάταροι, Εβραίοι, Ελληνες κ.ά.».

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Τα παιδιά των Ελλήνων προσφύγων διδάσκονταν ελληνικά στο σχολείο 2-3 φορές την εβδομάδα, ενώ τα υπόλοιπα μαθήματα γίνονταν στα ρωσικά ή τα ουσμπεκικά. Το κλίμα ήταν καλό, η οργάνωση υποδειγματική, ενώ όπως τόνισε η Αγγελίνα δεν αισθάνθηκε ποτέ καταπιεστικά: «Ηταν εντυπωσιακή η οργάνωση. Τα σχολεία λειτουργούσαν όλο τον χρόνο. Τα καλοκαίρια υπήρχαν κατασκηνώσεις αλλά και ολοήμερα σχολεία. Μέσα στο σχολείο υπήρχε νοσηλεύτρια, εστιατόριο, γυμναστήριο κ.λπ. Υπήρχαν παιδικοί σταθμοί που λειτουργούσαν 24 ώρες για να μπορούν οι γονείς που δούλευαν βραδινές βάρδιες να αφήνουν τα παιδιά τους», αναφέρει και συμπληρώνει: «Γενικά, υπήρχε μέριμνα για τους εργαζόμενους γονείς, ενώ και οι φοιτητές ακόμα έπαιρναν μισθό».
Ρωτάω την Αγγελίνα και τον Γιώργο αν οι ντόπιοι τούς αντιμετώπιζαν ως ξένους: «Για εκείνους ήμουν ο Έλληνας, όμως, δεν με ενοχλούσε αυτό, δεν ήταν προσβλητικό γιατί όλες οι εθνότητες είχαν ενταχθεί στην κοινωνία. Περισσότερο προσβλητικό μού ακούγονταν το “ρωσάκι” που με φώναζαν όταν γύρισα στην Ελλάδα», απαντά ο Γιώργος. «Η Ελλάδα και σε άλλες περιόδους δεν δέχονταν εύκολα τους Ελληνες που έρχονταν από άλλα μέρη. Σκεφτείτε με τους μικρασιάτες τι είχε γίνει», σχολιάζει η Αγγελίνα.

Ο ΝΟΣΤΟΣ
Τους ρωτάω αν αισθάνθηκαν την Τασκένδη ως πατρίδα τους: «Περισσότερο την αισθάνθηκα όταν γύρισα στην Ελλάδα παρά όσο ήμουν εκεί. Ηταν πολύ έντονο το στοιχείο της νοσταλγίας από την οικογένεια κι αυτό μας επηρέαζε», σημειώνει ο Γιώργος που θυμάται τους γονείς του τα βράδια να μιλάνε για τον τόπο τους, να αγωνιούν για το πότε θα βγουν τα χαρτιά της επιστροφής και να προσπαθούν να ενημερωθούν για τις εξελίξεις στην πατρίδα.
Οι πληροφορίες από την Ελλάδα έφταναν με δυσκολία μέσα στη δύνη του ψυχρού πολέμου και τα περιορισμένα τεχνολογικά μέσα της εποχής. Κύριες πηγές πληροφόρησης ήταν η αλληλογραφία, ορισμένες εφημερίδες και κάποια κέντρα άλλων ελληνικών κοινοτήτων προσφύγων, όπως της Ρουμανίας. «Το πολιτικό στοιχείο ήταν κυρίαρχο στα σπίτια και οι μεγαλύτεροι ζούσαν έντονα τις εξελίξεις στην Ελλάδα», θυμάται η Αγγελίνα.

“ΜΥΡΩΔΙΑ” ΕΛΛΑΔΑΣ
Οπως είναι φυσικό τα μέλη της προσφυγικής κοινότητας αξιοποιούσαν κάθε δυνατότητα να έρθουν πιο κοντά και να πάρουν μια “μυρωδιά” από την πατρίδα. Η έκδοση της τοπικής εφημερίδας “Νέος δρόμος” ήταν μια από αυτές. Οπως και η επαφή με Έλληνες καλλιτέχνες που έρχονταν στην Τασκένδη για συναυλίες. «Είχαν έρθει θυμάμαι η Γιοβάννα και ο Θεοδωράκης», τονίζει η Αγγελίνα, ενώ ο Γιώργος αναφέρεται στα 33αρια δισκάκια “made in Tashkent” των Καζαντζίδη – Μαρινέλλας και Γιοβάννας που υπήρχαν στο σπίτι.
Στη μνήμη τους έχουν χαραχθεί ακόμα οι προβολές στο θερινό σινεμά του “Ποτέ την Κυριακή” αλλά και της ταινίας “Διπλοπενιές” με τους Παπαμιχαήλ – Βουγιουκλάκη.
Οι αναφορές στην ελληνική κουλτούρα δεν θα μπορούσαν να αφήσουν απ’ έξω την κουζίνα με τους συνομιλητές μας να θυμούνται πως Ουζμπέκοι και Ρώσοι κοίταζαν με έκπληξη τους Ελληνες όταν οι τελευταίοι μάζευαν χόρτα για να τα μαγειρέψουν.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Οταν έφτασε η στιγμή της επιστροφής στην Ελλάδα, στο σπίτι επικρατούσαν η χαρά και οι προσδοκίες, αναπολεί ο Γιώργος. «Εγώ βέβαια ήμουν μικρός και δεν άφηνα πολύ πράγμα πίσω μου», σημειώνει. Αντίθετα για τη 19χρονη τότε φοιτήτρια και εργαζόμενη Αγγελίνα, η στιγμή του γυρισμού έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή της: «Ο αποχωρισμός ήταν δύσκολος και υπήρχε η αγωνία για το άγνωστο».
Στην Ελλάδα οι συνθήκες που συνάντησαν ήταν τελείως διαφορετικές και η πρώτη πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη: «Εγώ βρέθηκα σε ένα σχολείο, στην οδό Χανίων στην Κυψέλη, σ’ ένα κτήριο που ήταν πρώην φυλακή – κρατητήριο ή κάτι τέτοιο, με κάτι κάγκελα μέχρι εκεί πάνω, με αίθουσες μικρές, που ήταν ο ένας πάνω στον άλλο και μια αυλή λίγων τετραγωνικών. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά είχα κι ένα δάσκαλο που με φώναζε κομμουνιστή και μου έλεγε διάφορα για τους γονείς μου! Είχα πάθει σοκ!».
Δύσκολη η προσαρμογή και για την Αγγελίνα η οποία χρειάστηκε να περάσει ένας χρόνος για να συνεχίσει τις σπουδές της.
Τελικά και οι δυο τους τα κατάφεραν. Ξεπέρασαν τις δυσκολίες και γνώρισαν την Ελλάδα από κοντά, χωρίς το φίλτρο των προσδοκιών και της νοσταλγίας των γονιών τους.
Τους ρωτάω αν έχουν επιστρέψει από τότε στην Τασκένδη. Η απάντησή τους με ξαφνιάζει. Ούτε ο Γιώργος, ούτε η Αγγελίνα έχουν πάει ξανά στη μακρινή αυτή πολιτεία της κεντρικής Ασίας: «Θα ήθελα να ξαναπάω αλλά τώρα θα έχουν αλλάξει όλα και ίσως αισθανθώ μια απογοήτευση. Είναι όπως εκείνοι που γύρισαν στην Ελλάδα και δεν βρήκαν τίποτα όπως το είχαν αφήσει και το είχαν στο μυαλό τους. Είναι σαν να βρέθηκαν εκτός τόπου και χρόνου», υπογραμμίζει η Αγγελίνα, ενώ ο Γιώργος τονίζει:
«Εγώ είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω την απογοήτευση και σκέφτομαι να πάω. Ξέρω ότι θα είναι ένας άλλος κόσμος. Για εμένα ήταν τόσο έντονη η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη που εκείνο το κομμάτι της ζωής μου, μου φαίνεται πια σαν κάτι ονειρικό. Νομίζω ότι όλο αυτό που ζήσαμε εκεί έχει εξαφανιστεί, βρίσκεται σε μια άλλη σφαίρα».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. Συγχαρητήρια για το άρθρο σας. Αυτές οι ανθρώπινες ιστορίες των συμπολιτών μας πρέπει να βγαίνουν συνέχεια στην επιφάνεια για να μορφωθούμε ιστορικά σαν κοινωνία που παλεύει ακόμη, εδώ και διακόσια χρόνια, να αρθρώσει ‘ταυτότητα’.

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα