Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Η Λισαβόνα του Φερνάντο Πεσσόα

…Χάραζε βιαστικά στο χαρτί τις λέξεις, ανασηκώνοντας συχνά το κεφάλι και κοιτώντας τη διπλανή, άδεια καρέκλα, σα να απευθυνόταν σε κάποιον φανταστικό ακροατή, σε κάποιο ίσως ετερώνυμό του. Αξαφνα σηκώνεται και κατευθύνεται στο ταμείο. “Δύο, έξι, οκτώ” λέει αινιγματικά, βγαίνει έξω και ενώνεται με το μαύρο της νύχτας.

Πηγαίνοντας να καθαρίσει το τραπέζι, ο σερβιτόρος βρίσκει πεσμένο στο έδαφος ένα χαρτί:
«Δεν έχω φιλοδοξίες μητ’ επιθυμίες.
Να ’μαι ποιητής δεν ειν’ φιλοδοξία δική μου.
Είναι δικός μου τρόπος να ’μαι μόνο»
Οσο για τον ταμία, αυτός ήξερε να αποκρυπτογραφεί τα λόγια του περίεργου πελάτη. Δύο( tostoes = νόμισμα) ήταν η τιμή για ένα κουτί σπίρτα, έξι για ένα ποτήρι Macieira μπράντι και οκτώ για ένα πακέτο τσιγάρα Bons.
Η ψηλόλιγνη μαυροντυμένη φιγούρα κατεβαίνει αργά τη Rua Garret αφήνοντας πίσω τη μυρωδιά από το τσιγάρο…. Περπατά και η ματιά απλώνεται στους περαστικούς που τον προσπερνούν. Οι σκέψεις αντηχούν στο μυαλό του.
«Η ματιά μου είναι ξεκάθαρη σαν ηλιοτρόπιο.
Έχω την συνήθεια να περπατώ στους δρόμους,
κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά,
κοιτάζοντας πότε – πότε και κατά πίσω…
Κι ότι βλέπω κάθε στιγμή
ειν’ ότι ποτέ δεν είχα δει
και ξέρω να δίνω γι’ αυτό μ’ απλοχεριά…».
Ο Φερνάντο Πεσσόα κατευθύνεται στο σπίτι του, στη Rua Coelho da Rocha. Έχοντας μετακομίσει γύρω στις 30 φορές, αποφάσισε να εγκατασταθεί τελικά στο συγκεκριμένο σπίτι όπου και έμεινε 15 χρόνια, μέχρι τον θάνατό του, τον Νοέμβριο του 1935.
Ο μεγαλύτερος Πορτογάλος ποιητής που έδωσε στη λογοτεχνία της χώρας του την ευρωπαϊκή της διάσταση, γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου του 1888 στoν αριθμό 4 της Largo de Sao Carlos, στην περιοχή Σιάντο της Λισαβόνα. Οι γονείς του, Maria Madalena Pinheiro Nogueira και Joaquim de Seabra Pessoa, τον βάπτισαν στην εκκλησία dos Martines που βρίσκεται πολύ κοντά στο σπίτι του. Ορφάνεψε στα 5 του χρόνια από πατέρα, ο οποίος πέθανε από φυματίωση και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε μ’ έναν διπλωμάτη που διορίστηκε στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής όπου και μετεγκαταστάθηκε η οικογένεια. Εκεί ο Πεσσόα παρακολουθεί μαθήματα αγγλικής γλώσσας με εξαιρετικές επιδόσεις, γεγονός που του επιτρέπει να γράφει με μεγάλη άνεση ποιήματα και κείμενα στα αγγλικά.
Στα 17 του χρόνια γυρίζει στη Λισαβόνα την οποία δεν εγκαταλείπει ποτέ. Αγαπούσε άλλωστε ιδιαίτερα τη θλιμμένη πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, με τα πλακόστρωτα δρομάκια, τα διατηρητέα κτήρια και τα παραδοσιακά καφενεία όπου είχε γράψει τα περισσότερα έργα του.
Τρία χρόνια αφότου επέστρεψε από την Αφρική, ο Πεσσόα νοίκιασε ένα δωμάτιο στον αριθμό 18 της οδού Largo do Carmo, στην αγαπημένη του συνοικία, το Chiado της Λισαβόνας όπου χτυπούσε η καρδιά του πολιτιστικού γίγνεσθαι. Και φυσικά, έγινε θαμώνας του Cafe A Brasileira και του Casa Havaneza, των περίφημων καφενείων που καθόταν επί ώρες, είτε μόνος του, είτε συζητώντας με τον στενό του φίλο, τον λογοτέχνη Mario de Sa- Carneiro. Το 1915 μάλιστα, μετά το σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει από την κυκλοφορία του πρωτοποριακού περιοδικού “Ορφέας”-όργανο του μοντερνιστικού κινήματος- ο Πεσσόα κάθισε σε ένα απ΄ αυτά τα καφενεία και έγραψε στον Armando Cortes-Rodrigues:
«Είμαστε το κέντρο συζήτησης στην Λισαβόνα»
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μπροστά σ’ αυτά τα καφενεία όπου ακουμπούσε η ανήσυχη ψυχή του ποιητή, υπάρχει το άγαλμά του, ένα υπέροχο μνημείο, δωρεά κάποιων «ανώνυμων φίλων του», όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά. Η εικόνα του αγάλματος του Πεσσόα, καθισμένου σε ένα μπρούτζινο τραπεζάκι με μια άδεια καρέκλα δίπλα του, εναρμονίζεται πλήρως με τους σύγχρονους πελάτες του A Brasileira που νοιώθουν τυχεροί να πίνουν τον καφέ τους παρέα με τον ποιητή. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που κάθονται στην διπλανή, άδεια καρέκλα του ποιητή προσπαθώντας να αφουγκραστούν τα λόγια του…
Αγαπημένο καφενείο του Πεσσόα ήταν και το Cafe Martinho, το μεγαλύτερο και το πιο πλούσια διακοσμημένο καφέ στις αρχές του 19ου αιώνα στη Λισαβόνα, στην πλατεία Ροσίου το οποίο πλέον, δεν υπάρχει. Σ’ αυτό το καφέ που σύχναζαν δικηγόροι, γραφειοκράτες, πολιτικοί, ποιητές και δημοσιογράφοι, ο Πεσσόα καθισμένος στις καρέκλες που ήταν διακοσμημένες με το μονόγραμμα Martinho, είχε ατελείωτες συζητήσεις με τον επιστήθιο φίλο του Sa-Carneiro, ενώ πολλές φορές καθόταν μόνος του σ΄ένα γωνιακό τραπεζάκι, πίνοντας αργά τον καφέ του και καπνίζοντας. Στο συγκεκριμένο καφενείο πήγαιναν αργά το απόγευμα όλοι οι φίλοι του Πεσσόα για να τον συναντήσουν. Μία φωτογραφία δημοσιευμένη στο Noticias Ilustrado το 1928 τον δείχνει να κάθεται σε ένα από τα κεντρικότερα τραπέζια παρέα με τους Antonio Botto, Raul Leal και Augusto Ferreira Gomes. Υπάρχουν άλλες τρεις τουλάχιστον φωτογραφίες που δείχνουν τον Πεσσόα να κάθεται στο καφενείο μόνος ή με παρέα, ντυμένος πάντα με μια μαύρη καπαρντίνα και παπιγιόν. Η φιλία του μάλιστα με τους ιδιοκτήτες, του επέτρεπε να κάθεται πολλές φορές για μία ώρα στο τραπέζι του αφού το καφενείο είχε κλείσει. Το Cafe Nicola είναι το μόνο καφενείο που απέμεινε στην πλατεία Ροσίου από την εποχή του Φερνάντο Πεσόα.
Το 1912 ο ποιητής μετακόμισε στη θεία του Anica στη Rua Passos Manuel και στην συνέχεια, μέχρι το 1916, έμεινε διαδοχικά στη Rua Pascoal de Melo, Rua Dona Estefania, Rua Antero Quental και Rua Almirante Barroso. Ήταν η περίοδος που δημιούργησε τα “ετερώνυμά” του και από μία επιστολή που είχε στείλει στον Armando Cortes-Rodrigues προκύπτει το συμπέρασμα ότι το επίθετο του ετερώνυμού του, Αλμπέρτο Καέιρο, το είχε “δανειστεί” από μια επιγραφή καταστήματος στην Avenida Almirante Reis.
Ο Πεσσόα προτιμούσε να ενοικιάζει δωμάτια και όταν αποφάσισε να νοικιάσει ένα δικό του διαμέρισμα στην περιοχή της Benfica, ήταν 30 χρόνων και είχε ελάχιστα χρήματα. Ωστόσο, γρήγορα βαρέθηκε την περιοχή και αποφάσισε να μετακομίσει και πάλι στις αρχές Απριλίου του 1920, στο νούμερο 16 της Rua Coelho da Rocha, αρκετά μακριά από το κέντρο της Λισαβόνα. Αυτό ήταν και το μοναδικό σπίτι που έμεινε πιστός, κατοικώντας τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του. Στην περιοχή, ο Πεσσόα είχε κερδίσει την συμπάθεια δύο καταστηματαρχών, του Manaces του κουρέα και του Mr Trindade, ιδιοκτήτη του A Morgadinha Cafe οι αναμνήσεις του οποίου για τον διάσημο πελάτη του ήταν πολύτιμες για τους βιογράφους του Πεσσόα.

Το “Βιβλίο της Ανησυχίας”
Ο Πεσσόα αρνιόταν πάντα τη σταθερή εργασία καθώς προτεραιότητά του ήταν το γράψιμο. Δούλευε ως συντάκτης- μεταφραστής και αναλάμβανε την εμπορική αλληλογραφία πολλών οίκων, έχοντας αλλάξει περίπου 20 εταιρείες! Μεταξύ των μεταφράσεων, έβρισκε την ευκαιρία να γράφει και δικά του έργα όπως το “Βιβλίο της Ανησυχίας” που γράφτηκε σχεδόν ολόκληρο στο γραφείο του πρώτου ορόφου, πάνω από το κοσμηματοπωλείο Moitinho, στην Μπάϊσα, όπου εργαζόταν για περισσότερα από 10 χρόνια.
Στη διαδρομή για ένα από τα γραφεία που εργαζόταν, στην Rua da Betesga, διέσχιζε καθημερινά την Avenida Almirante Reis από το όνομα της οποίας εμπνεύστηκε και το όνομα ενός ετερώνυμου που είχε δημιουργήσει, του γιατρού Ρικάρντο Ρέις.
“Ετερώνυμους” αποκαλούσε τα πρόσωπα που κατασκεύαζε προικίζοντάς τα με μια ξεχωριστή βιογραφία -ακόμη και με το δικό τους ωροσκόπιο!- και ένα διαφορετικό λογοτεχνικό ύφος. Ο Αλμπέρτο Καέιρο ήταν ένας ποιητής που έγραφε αποτραβηγμένος στην εξοχή, ο Ρικάρντο Ρέις ζούσε μετά την κήρυξη της δικτατορίας εξόριστος στην Βραζιλία, ο Αλβάρο ντε Κάμπος ήταν μηχανικός που στο έργο του υμνούσε την τεχνολογία.
«Πασχίζω να γυμνωθώ απ’ ότι έμαθα,
πασχίζω να ξεχάσω τον τρόπο να αναθυμάμαι που μου δίδαξαν
και να ξύσω το χρώμα με τ’ οποίο μου έβαψαν τις αισθήσεις,
να βγάλω απ΄το μπαούλο τις αληθινές μου συγκινήσεις,
να ξετυλιχθώ και να΄μαι εγώ, όχι ο Αλμπέρτο Καέιρο,
αλλά ένα ζώο ανθρώπινο που η Φύση παρήγαγε» γράφει ο Πεσσόα στα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο.
Στις 27 Νοεμβρίου του 1935, ο Πεσσόα μεταφέρεται εσπευσμένα στο Νοσοκομείο όπου τρεις μέρες μετά αφήνει την τελευταία του πνοή διαλυμένος από το αλκοόλ. Μετά τον θάνατό του, βρέθηκαν σ’ ένα μπαούλο στο σπίτι του 27.453 χειρόγραφα, πολλά από τα οποία δεν έχουν ακόμη μελετηθεί. Άλλωστε ο ίδιος δεν ήθελε να χάσει χρόνο εκδίδοντας το έργο του και προτιμούσε να γράφει, να ταξινομεί και να διορθώνει τα κείμενά του. Και δεν είναι τυχαίο ότι είχε δημοσιεύσει μόνο ένα βιβλίο στα πορτογαλικά, το Mensagem, δύο πλακέτες με αγγλικά ποιήματα καθώς και μερικά λογοτεχνικά και πολιτικά μανιφέστα. Επίσης, ήταν εκδότης της επιθεώρησης Athena και συνεργάστηκε στα δύο τεύχη που κυκλοφόρησε το περιοδικό “Ορφέας”.
«Μ’ αποκάλεσαν μια φορά υλιστή ποιητή
και θαύμασα τον εαυτό μου, γιατί δεν έκρινα
πώς θα μπορούσα να ονομαστώ ο,τιδήποτε.
Εγώ δεν είμαι καν ποιητής: βλέπω.
Αν αυτό που γράφω έχει αξία, δεν ειμ’ εγώ που ’χω αξία:
η αξία είναι εκεί, στους στίχους μου.
Ολ’ αυτά είναι απόλυτα ανεξάρτητα από τη θέλησή μου…».

Casa Fernando Pessoa
Στο σπίτι του που αναπαλαιώθηκε από τον Δήμο, οι ειδικοί στο έργο του και ένας Ιταλός αρχιτέκτονας συνεργάστηκαν προκειμένου να δημιουργήσουν έναν χώρο κοντά στο πνεύμα του Φερνάντο Πεσσόα. Στον πρώτο όροφο υπάρχει το μοναδικό πορτρέτο που του είχε ζωγραφίσει εν ζωή ο Rodriguez Castane, ενώ στο δωμάτιο του ποιητή καλούνται πολλές φορές διάφοροι καλλιτέχνες για να του “δώσουν” ζωή προσπαθώντας να φανταστούν πώς ήταν στην πραγματικότητα, κάτι που είναι τρομερά δύσκολο εξαιτίας της πολυσχειδούς προσωπικότητάς του Πεσσόα. Του ποιητή που σ’ ολόκληρη τη ζωή του προσπαθούσε να βρει την ταυτότητά του, δημιουργώντας πολλαπλές προσωπικότητες που όλες ήταν διαφορετικές αλλά όλες είχαν ένα κοινό στοιχείο, τον μοναχικό δημιουργό τους…..
Μια ζωή εργένης, ο Πεσσόα αγάπησε τη “γκρίζα” Λισαβόνα με τις κεραμυδωτές σκεπές, τα στενά δρομάκια όπου του άρεσε να περπατάει επί ώρες και τα γραφικά καφενεία. Γι’ αυτόν, η αγάπη ήταν «η μόνη αθωότητα, κι η μόνη αθωότητα είναι να μη σκέφτεσαι».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα