Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Η Εκκλησία της Ελλάδας στον ύστερο Μεσοπόλεμο

Στα δύο πρώτα της χρόνια (1936 – ’38) στα ηνία της Ελλάδας, η  δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά και με εδραιωμένη, πλέον, τη θέση της επιχειρεί να τοποθετήσει δικούς της ανθρώπους σε νευραλγικές θέσεις της κοινωνίας. Στην προσπάθεια αυτή συχνά θα «κοντραριστεί» με τις «βλέψεις» του Παλατιού και των προ της 4/8/1936 πολιτικών κομμάτων (Λαϊκό – Φιλελεύθεροι – κομμουνιστές κ.ά.), που επιδιώκουν, ως είναι λογικό, να ξαναποκτήσουν δύναμη και επιρροή στις λαϊκές μάζες.
H  σύγκρουση αυτή των φορέων εξουσίας διακρίνεται, ιδίως, στην περίπτωση εκλογής του νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος το φθινόπωρο του 1938, καθώς η υποστήριξη του Τεταρτοαυγουστιανού καθεστώτος στρέφεται προς μια σημαίνουσα προσωπικότητα της Εκκλησίας, που είναι ο λόγιος πρώην Μητροπολίτης Τραπεζούντος και αργότερα ακαδημαϊκός Χρύσανθος Φιλιππίδης (1881 – 1949). Όπως μαρτυρεί χαρακτηριστικά ο Γεράσιμος Κονιδάρης, δίπλα από τη νεκρολογία που δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, καταχωρείται βιογραφικό σημείωμα του Χρύσανθου Φιλιππίδη. Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήσαν εύκολα για τον τελευταίο, αφού κατά την ψηφοφορία ο Κορίνθου Δαμασκηνός (Παπανδρέου, καταγόμενος από Ναύπακτο: 1890 – 1949) έλαβε 31 ψήφους και εξελέγη Αρχιεπίσκοπος, ενώ ο Χρύσανθος 30.
Ο Μεταξάς δεν είχε εμπιστοσύνη πλέον στη Σύνοδο της Εκκλησίας και με ειδικό νόμο μεταβίβασε την αρμοδιότητα της εκλογής σε Μικρά Σύνοδο, η οποία εξέλεξε τελικά (5 Νοεμβρίου 1938) Αρχιεπίσκοπο τον Χρύσανθο, ενώ ο Δαμασκηνός υποχρεώθηκε να «περιορισθεί» στη Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα. Τελικά, οι μεθοδεύσεις του καθεστώτος έφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, πράγμα για το οποίο ο Μεταξάς κάνει ιδιαίτερη μνεία στο Ημερολόγιό του, ικανοποιημένος για τις εξελίξεις.
Αφού παραιτείται από υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος, επειδή δεν ήθελε τον Χρύσανθο, και το υπουργείο ανέλαβε ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς, τα πράγματα για ένα διάστημα μένουν, λοιπόν, έτσι: Αρχιεπίσκοπος ο Χρύσανθος και ο Δαμασκηνός στη Σαλαμίνα. Ακολουθούν, το 1939 – ’40, όμως, τα δραματικά γεγονότα του ελληνοϊταλικού πολέμου και, την άνοιξη του 1941, της εισβολής των Γερμανών.
Ο Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου και αυτό της δίνει την ευκαιρία να τον «καθαιρέσει»: Μείζων Σύνοδος, που συγκροτείται βάσει του Ν.Δ. της 17ης Ιουνίου 1941, κηρύσσει άκυρες όλες τις πράξεις της Μικράς Συνόδου του 1938, που είχε ακυρώσει την εκλογή του Δαμασκηνού και, κατά συνέπεια, ακυρώνει την εκλογή του Χρύσανθου και αποκαθιστά στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Δαμασκηνό.
Αφού αναφερθήκαμε διεξοδικά στις προθέσεις του Μεταξά να «ελέγξει» την Εκκλησία της Ελλάδος με την εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών (φθινόπωρο του 1938) προκρίνοντας το Χρύσανθο Φιλιππίδη, ας ασχοληθούμε τώρα με άλλα σημεία της θρησκευτικής πολιτικής της Τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει, λοιπόν, να αποδοθεί στον αναγκαστικό νόμο 1363 της 15 Αυγούστου 1938 «περί κατοχυρώσεως διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύι Συντάγματος» (ΦΕΚ Α 305/3.9.1938), ο οποίος δημιουργεί ανισότητα ανάμεσα στους οπαδούς της επικρατούσας και των άλλων θρησκειών, γιατί κολάζει ποινικά μόνο τους δεύτερους και, γι’ αυτό το λόγο, αντίκειται στην αρχή της ισότητας και στη θρησκευτική ελευθερία (άρθρα 4 παρ. 1 και 13 Συντάγματος). Οι νομομαθείς στέκονται ξεχωριστά στο 1ο άρθρο του.
Ενώ με τον Α.Ν . 41/1936 ιδρύεται η Αποστολική Διακονία, που αποτελεί τον επίσημο Εκκλησιαστικό Οργανισμό και τελεί υπό την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η πολιτική του Μεταξά συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, όπως βλέπουμε στο κείμενο του αναγκαστικού νόμου 1672 της 22 Μαρτίου 1939 «περί τροποποιήσεως του αναγκαστικού νόμου 1363/1938 κλπ.» (ΦΕΚ Α 123/29.3.1939) και στο Άρθρο 1 παρ. 1 και 3 του Βασιλικού Διατάγματος 20–5/2–6–1939 «περί της εκτέλεσης των διατάξεων του αναγκαστικού νόμου 1672/1939».
Το άρθρο 2 παρ.2, λοιπόν, του αναγκαστικού νόμου 1672/1939 ορίζει τα ακόλουθα: «Προσηλυτισμός ιδία είναι η δια πάσης φύσεως παροχών ή δι’ υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, διά μέσων απατηλών, δια καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητας άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής».
Στην Ελλάδα, όμως, υπάρχουν και οι Παλαιοημερολογίτες. Τι θα έκανε ο Μεταξάς; «[…] Ο μετά την μεταπολίτευσιν της 4ης Αυγούστου 1936 νέος Υπουργός Εθν. Παιδείας της Κυβερνήσεως Ι. Μεταξά, Ο. Τουρκοβασίλης ομιλών επί του παλαιοημερολογιτικού εν τη εναρκτηρίω συνεδρία της ΔΙΣ τη 1–10–1936 είπεν ότι «καταβάλλεται ήδη από κοινού μετά της Εκκλησίας προσπάθεια προς εύρεσιν της καταλληλοτέρας λύσεως αυτού. Η γενομένη βεβαίως μεταβολή του ημερολογίου δεν αντίκειται προς τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας. Απαιτείται όμως εν τη εξετάσει του ζητήματος αντικειμενικότης και ψυχραιμία, διότι εκ του πείσματος και της φιλοδοξίας των ηγηθέντων της παλαιοημερολογιτικής κινήσεως εγεννήθησαν μεγάλαι παρεξηγήσεις, φοβερά δ’ εκμετάλλευσις αυτής ιδία παρά των αυτονομιστών εν τη Βορ. Ελλάδι». Και κατέληξεν: «Η Κυβέρνησις δεν θα ορρωδήση να λάβη τα προσήκοντα μέτρα όπως παύση πας κίνδυνος και ενωθή ολόκληρος ο Ορθόδοξος Ελληνικός λαός υπό την αυτήν κανονικήν και αρμοδίαν Εκκλησίαν» […].
Διευκρινίζων τας απόψεις ταύτας της Κυβερνήσεως ο Υπουργός βραδύτερον εδήλωσεν ότι «διά νόμου θα επαναφέρη την ενότητα και την ησυχίαν εις την Εκκλησίαν, αλλ’ ότι είναι ανάγκη να βοηθήση και η Εκκλησία το έργον του επιτρέπουσα εις τους κανονικούς ιερείς, όπως ιεροπράττωσι παρά τοις παλαιοημερολογίταις, όταν καλώνται, ούτω δε ολίγον κατ’ ολίγον θα ατονήσωσι και θα παραλύσωσιν ούτοι». (ΚώΔΙΣ 1936–1937 σ. 348). Ο αυτός Υπουργός εξέδωκεν Εγκύκλιον περί απελάσεως των παλαιοημερολογιτών κληρικών κλπ., εδέχθη δε πρόσκλησιν της Ι. Συνόδου όπως συζητήση μετ’ αυτής το παλαιοημερολογιτικόν εν τη Ι. Μονή Πεντέλης τη 6η Φεβρουαρίου 1937, ημέρα της μνήμης του ιερού Φωτίου (ΚώΔΙΣ 1936–1937 σ. 360). Βραδύτερον ο Υφυπουργός Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκης εξέδωκεν Εγκύκλιον προς τας υπ’ αυτόν Αρχάς «όπως μη παρεμποδίζωνται αλλά διευκολύνωνται εις την εκτέλεσιν των θρησκευτικών των καθηκόντων οι παλαιοημερολογίται» (ΚώΔΙΣ 1936–1937 σ. 452) ης ένεκα ανεθάρρησαν ούτοι και ήρχισαν δρώντες αντικανονινώς (ΚώΔΙΣ 1936–1937 σ. 461). Η Ι. Σύνοδος δημοσίευσε το κείμενον της εν λόγω Εγκυκλίου διευκρινίζουσα, ότι η σχετική απόφασις αφεώρα τους κανονικήν έχοντας την χειροτονίαν παλαιοημερολογίτας κληρικούς. (Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, τ. Β’ σ. 139–141.)[…]»1.
Στην Ελλάδα, ο νόμος 1672/1939 «[…]έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα σε όλους τους ετερόδοξους έλληνες και κυρίως στους Μάρτυρες του Ιεχωβά οι οποίοι κάνουν έντονο ευαγγελιστικό έργο. Μια από τις πιο δύσκολες περιόδος άρχισε το 1936, όταν ανέβηκε στην εξουσία η δικτατορία του Μεταξά. Οι καταπιεστικοί νόμοι εναντίον του προσηλυτισμού, που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, έχουν χρησιμοποιηθεί από τότε και έπειτα εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πολλοί Μάρτυρες του Ιεχωβά φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν στα ξερονήσια του Αιγαίου λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, μαζί με χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους[…] »  . 2
Στην χώρα μας, η αίρεση των Πεντηκοστιανών εμφανίσθηκε το 1918 με την Εκκλησία του Θεού της Πεντηκοστής, η οποία απέκτησε παραρτήματα στην Θεσσαλονίκη, την Πιερία, τα Χανιά, την Θήβα, την Τρίπολη, την Δράμα και την Κόρινθο. Ακολούθησε η Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής, η οποία ιδρύθηκε το 1938 και εξαπλώθηκε σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Νάξο όπως επίσης και η Αγία Δωδεκαποστολική Εκκλησία.
Σήμερα (2005), περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού στην Τήνο είναι Καθολικοί «[…]και ο σημαντικότερος τόπος λατρείας τους είναι η εκκλησία της Παναγίας της Βρυσισιώτισσας με την εικόνα της Παρθένου. Η εικόνα βρέθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα χάρη στο όραμα μιας μοναχής. Αργότερα, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε στην εκκλησία το 1937, μετά από πολλές προσπάθειες 100 χρόνων[…]»3.
Κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου πολέμου και της Βουλγαρικής Κατοχής, η καθολική κοινότητα Αλεξανδρούπολης γνώρισε τη βαρβαρότητα των Βουλγάρων ενώ καταστράφηκε μέρος του Ναού της, του Αγίου Ιωσήφ. Μετά τη λήξη του πολέμου, στις 14 Φεβρουαρίου 1919, οι εφημέριοι της εκκλησίας προσέφυγαν στη μικτή Ιταλοβουλγαρική επιτροπή διαιτησίας, διεκδικώντας αποζημίωση. Με αλλεπάλληλους δικαστικούς αγώνες δικαιώθηκαν εν μέρει το 1929. Το 1938, διέμεναν στην Αλεξανδρούπολη μόλις 110 καθολικοί. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω ανυπαρξίας ιερέων, ο ναός του Αγ. Ιωσήφ παραχωρήθηκε στο Αποστολικό Βικαριάτο της Θεσσαλονίκης.
Σ’ ό,τι αφορά το Εβραϊκό στοιχείο στην Αθήνα, ας γραφεί ότι «[…]το 1904 χτίστηκε η Ρωμανιώτικη Συναγωγή, ενώ ακολούθησε και η Συναγωγή Μπεθ Σαλώμ το 1935. Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η τοπική κοινότητα αριθμούσε περίπου 3.000 μέλη. Η Εβραϊκή κοινότητα στην Αθήνα είναι αθίγγανη, μιλάει ελληνικά και είναι πλήρως αφομοιωμένη με την πόλη και το κράτος. Το 1940 υπήρχαν 3.500 Εβραίοι στην Αθήνα και ζούσαν κοντά στην πόλη[…]4«.Να σημειωθεί, επ’ ευκαιρία, ότι στους 77.3775 πανελλαδικά καταγεγραμμένους έφταναν οι Έλληνες Εβραϊκής καταγωγής το 1940, ενώ το ίδιο έτος η Εβραϊκή κοινότητα του Βόλου ανήρχετο σε 882 άτομα, αλλά στην Πάτρα το 1928 υπήρχαν 161 Εβραίοι6, που, το 1940, μαζί με την κοινότητα του Αγρινίου ανέρχονταν σε 265 άτομα.
Βεβήλωση, προφανώς, του ιστορικού παρελθόντος της πόλης των Σερρών και καταπάτηση των αρχών της ανεξιθρησκίας αποτελεί, εξάλλου, η κατεδάφιση, στα 1937, του μουσουλμανικού τεμένους Εσκί Τζαμί, του οποίου η κατασκευή χρονολογείτο κατά την κτητορική του επιγραφή, το έτος Εγίρας 787, από Χριστού δηλαδή το 1385. Το τζαμί  κατεδαφίστηκε «διά να ανεγερθώσιν εις την θέσιν αυτού σειρά εμπορικών καταστημάτων» – πολυώροφη οικοδομή γραφείων σήμερα. Επεμβάσεις και προσθήκες που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του –ανακαινίστηκε μετά την καταστροφή του από πυρκαγιά στα 1719 και στα 1836, κατόπιν διαταγής του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ – εμποδίζουν να ανασυνθέσουμε πλήρως τον αρχικό του σχεδιασμό7.
Σ’ αντίθεση μ’ ό,τι συνέβη στις Σέρρες, με Βασιλικό Διάταγμα της 15/23 Οκτωβρίου 1937 που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 428/1937 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, το Γενή Τζαμί της Έδεσσας χαρακτηρίζεται ως διατηρητέο ιστορικό μνημείο. Το διάταγμα, μάλιστα, υπογράφεται από τον τότε βασιλέα Γεώργιο Β’. Σήμερα, χρησιμοποιείται ως χώρος φύλαξης αρχαιολογικών ευρημάτων.
Το 1937, τέλος, στο Ηράκλειο Κρήτης ιδρύθηκε Σωματείο με την επωνυμία, «Χριστιανική Ένωση Ηρακλείου «O Απόστολος Παύλος»»  προς τιμήν του Αποστόλου Παύλου. Επικεφαλής ετέθη ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Κρήτης κυρός Ευγένιος Ψαλιδάκης, τότε αρχιμανδρίτης, και διετέλεσε επί σειράν ετών ο πρώτος Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου8.
Μερικά, όμως, χρόνια νωρίτερα, εκκλησιαστική κρίση είχε δημιουργηθεί στην Κρήτη από το Νόμο 5621/1932 της Ελληνικής Δημοκρατίας, που περιόριζε τις Επισκοπές Κρήτης σε 4, μία σε κάθε νομό, με τα ονόματα: Μητρόπολις Ηρακλείου, Επισκοπή Ρεθύμνης, Επισκοπή Χανίων, Επισκοπή Νεαπόλεως. Ο νόμος αυτός, που δημιούργησε οξύτατες προσωπικές αντιθέσεις μεταξύ των αρχιερέων της νήσου, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Καταργήθηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 2125 της 24 Οκτωβρίου 1935 και επανήλθε σε ισχύ ο Νόμος 276 της Κρητικής Πολιτείας, τον οποίο αντικατέστησε αργότερα ο Νόμος 4149/1961 «Περί Καταστατικού Χάρτου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Θα ήταν παράλειψη, στον επίλογό μας, εάν δεν αναφερόταν ότι το 1940 με βάση τα στατιστικά της απογραφής έχουμε στον ελλαδικό χώρο: Τούρκους 1.29% επί του συνολικού πληθυσμού (94.509), Αλβανούς ή Τσάμηδες 0.68% (49.629) από Μωαμεθανούς, Σλαβομακεδόνες 1.29% (94.509), Κουτσοβλάχοι 0.78% (57.263), Αρμένιοι 26.796 (0.36%) από Ορθόδοξους, 52.706 Εβραίους Σεφαρδίτες (0.72%) και διάφοροι (Έλληνες προτεστάντες, ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, Ρώσοι ορθόδοξοι, ιταλόφωνοι καθολικοί κ.α.) 41.244 (0.56%). Συνολικά, οι εθνικοθρησκευτικές μειονότητες στην Ελλάδα του 1940 αριθμούν 426.312 ψυχές και καταλαμβάνουν το 5.80% επί του συνολικού πληθυσμού9.

Υποσημειώσεις:
1 «Ιστορική και κανονική θεώρησις του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι», διά χειρός του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Χριστόδουλου του Α’.
2 βλ. εγκυκλοπαίδεια «Βικιπαίδεια», el.wikipedia.org/wiki/ Μάρτυρες_του_Ιεχωβά
3 http://www.web–greece.gr/favorite_11_tinos_gr.htm
4 http://www.nyloo.com/html/ent/030/ent.16030.2.asp
5 http://www.nyloo.com/html/ent/154/ent.37154.2.asp
6 http://www.kis.gr/patra.html
7 Για το Εσκί Τζαμί στις Σέρρες δείτε στην ιστοσελίδα: www.serrelib.gr/serres6.htm
8 Εφημερίδα «Πατρίς» Ηρακλείου, 29–12–2002, άρθρο του Mιχάλη B. Περάκη, «X.E.H. – O Aπόστολος Παύλος, 1937 – 2002».
9 Άλκης Ρήγος, «Η Β’ Ελληνική δημοκρατία 1924 – 1935», 2η έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα, 1992, σελ. 236 – 237.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Γράψτε απάντηση στο Πατσουράκης Μιχάλης Ακύρωση απάντησης

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα