Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Ι. Ανυφαντάκης: «Εκεί που η κοινωνική στατιστική γίνεται προσωπική ιστορία ξεκινά η λογοτεχνία»

Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης (Ηράκλειο, 1983) έχει δημοσιεύσει τη νουβέλα “Αλεπούδες στην πλαγιά” (Εκδόσεις Πατάκη, 2013) και τη συλλογή διηγημάτων “Oμορφοι έρωτες” (Εκδόσεις Πατάκη, 2017). Επ’ αφορμή της κυκλοφορίας του μυθιστορήματός του “Kάποιοι άλλοι” (Εκδόσεις Πατάκη, 2019) του ζητήσαμε να μας απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις. Ιδού τι μας απάντησε!
Στο τέλος του μυθιστορήματος, μας αποκαλύπτεις πως η συγγραφή του διήρκεσε τέσσερα χρόνια. Πώς είναι να ασχολείσαι με μία ιδέα για τόσο καιρό, ενώ τόσα πράγματα γύρω μεταβάλλονται, και κυρίως εσύ ο ίδιος;
Υπάρχουν πολλά πράγματα που αλλάζουν. Εσύ ο ίδιος, ο κόσμος γύρω σου, ο τρόπος που διαβάζεις το βιβλίο. Eνα παράδειγμα: Το πρώτο draft του βιβλίου γράφτηκε το ’15, υπήρχε από τότε όλη η πλοκή, οι περισσότερες σκηνές και το περίγραμμα των χαρακτήρων. Το ’17 έσκασε το #metoo.
Oταν ξανακοίταζα το βιβλίο στην τελική επιμέλεια το ’19 έβλεπα πόσο είχε αλλάξει τώρα η ερμηνεία μου σε κάποιες φράσεις, κάποιες κινήσεις των ηρώων υπό το φως της αλλαγής στο δημόσιο διάλογο.
Έπρεπε να πάρω μία απόφαση. Τελικά προτίμησα να μην κάνω τον αναχρονισμό και να κρατήσω τη δράση ακριβώς όπως είχε γραφτεί στην αρχή. Έμεινα πιστός στον εαυτό μου που το άρχισε, όχι σ’ αυτόν που το ολοκλήρωσε.

Τώρα πώς νιώθεις;
Θα μάθουμε στο επόμενο βιβλίο.

Η συλλογή διηγημάτων Όμορφοι έρωτες λειτούργησε καθόλου ως σπουδή πάνω στις σχέσεις ώστε να χτίσεις τη σχέση του Βαγγέλη και της Μάρως;
Στους “Oμορφους έρωτες” δεν υπάρχει ούτε μία συμβατική σχέση. Όλοι οι έρωτες και οι ερωτικές επαφές συμβαίνουν μέσα σε μία κατάσταση ρευστότητας: εκτός γάμου ή παράλληλα με αυτόν, χωρίς πολύ συναίσθημα, κάποιες φορές μόνο για να ικανοποιηθεί ο εγωισμός και η έξαψη των ηρώων ή η ερωτική πράξη εργαλειοποιείται με ξεκάθαρο υστερόβουλο κίνητρο. Για την ακρίβεια υπάρχει μόνο μία σχέση, ένας γάμος, στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, που τοποθετήθηκε εκεί καθόλου τυχαία: Ένας γάμος πρότυπο για τους τριγύρω, άνυδρος και βασανιστικός για το ίδιο το ζευγάρι.
Μετά από ένα τέτοιο βιβλίο είχα την ανάγκη να αντιστρέψω τη συνθήκη. Ήθελα να μελετήσω ένα ζευγάρι που πέρα από την αγάπη που αισθάνονται, αναγνωρίζουν ότι ο ένας κάνει καλό στον άλλον. Ένα νεαρό, σύγχρονο, προοδευτικό ζευγάρι που ξεκινάει με αμφίδρομο θαυμασμό και αλληλοϋποστήριξη, και τις αντίστοιχες συγκρούσεις. Τοποθετώντας τους εντός της κοινωνίας να δω πώς αγγίζει τις ανθρώπινες σχέσεις η κρίση, η μετανάστευση, η ανεργία.

Εκείνο που κατά τη γνώμη μου ξεχωρίζει το Κάποιοι άλλοι από άλλα μυθιστορήματα της επονομαζόμενης “λογοτεχνίας της κρίσης” είναι πως εδώ ο ήρωας έχει επίγνωση της ατομικής του ευθύνης, δεν νιώθει άβουλο θύμα των καταστάσεων, δεν προβαίνει σε ένα κατηγορώ απέναντι σε όλους και σε όλα. Αναρωτιέμαι αν κάτι τέτοιο ισχύει και αν ναι κατά πόσο ήταν μια συνειδητή συγγραφική επιλογή;
Πρέπει να αρχίσω με μια παραδοχή: δεν με απασχόλησε στιγμή να γράψω μία ιστορία της κρίσης. Αλλά αν γράφεις οποιαδήποτε ιστορία για τη γενιά μας, σήμερα, και αγνοήσεις την επιρροή της κρίσης -οικονομικά, κοινωνικά, ψυχολογικά συναισθηματικά, πολιτιστικά- είναι σαν να θέλεις να μιλήσεις για ψάρια και να τα εξετάσεις στο δάσος.
Δεν ξέρω κατά πόσο ο ήρωας, ο Βαγγέλης, έχει επίγνωση της ατομικής του ευθύνης. Σίγουρα είναι σε μία διαρκή αναζήτηση για το τι μπορεί να πήγε λάθος στην ζωή του, σίγουρα είναι κομβική για εκείνον η ανεργία και εξετάζει αν ήταν μόνο οι γενικότερες συνθήκες ή αν έφταιγε και ο ίδιος προσωπικά. Ελπίζει ότι, όταν βρει τις απαντήσεις, ίσως θα βρει ένα τρόπο να αντιστρέψει την κατάσταση.

Είναι όμως και ένας χαρακτήρας σε κατάσταση μετατραυματικού σοκ, και αυτό το κατάλαβα αρκετά χρόνια αφότου άρχισα να γράφω το βιβλίο, φέρει το βάρος της αντίδρασής του τη μέρα της απόλυσης. Δεν ήταν κάτι συνειδητό από την πλευρά μου αυτό, αλλά είναι ένας λόγος που τον αγαπάω λίγο παραπάνω.Είναι πιστεύεις η ανεργία το στίγμα της εποχής;
Ευτυχώς ή δυστυχώς όταν το εξετάζεις από μακριά νομίζω ότι περνάει απαρατήρητη. Είναι τόσο συχνή σε κάποιες ηλικίες, κάποιες περιοχές που καταλήγει αναμενόμενη, δεδομένη.
Αυτό αφορά στο «απ’έξω», όμως. Μέσα του ο καθένας το βιώνει και το παλεύει διαφορετικά. Εκεί η γνώση ότι και οι άλλοι βρίσκονται στην ίδια θέση με σένα δεν βοηθάει για να καταπραΰνει τον πόνο. Εκεί ο καθένας εστιάζει στη δική του τραγωδία, βλέπει πώς η δική του ζωή μένει στάσιμη, αναρωτιέται αν το δικό του περιβάλλον τον κοιτάζει περίεργα, θρηνεί τα δικά του όνειρα που χάνονται, σκέφτεται τους δικούς του δρόμους που θα μπορούσαν να είναι διαφορετικοί.
Εκεί είναι που το η κοινωνική στατιστική γίνεται προσωπική ιστορία και εκεί ξεκινάει η λογοτεχνία.
Είναι εφικτό ο συγγραφέας να αφήσει τον εαυτό του έξω από το μυθιστόρημα;
Και γιατί να το κάνει αυτό; Γιατί να μιλήσει για ξένες πληγές άμα έχει τις δικές του. Ο συγγραφέας δεν αυτοβιογραφείται- μπορεί φυσικά να το κάνει και αυτό αλλά δεν είναι απαραίτητο- αλλά κατέχει μία μοναδική αλήθεια που είναι η ζωή του. Θα ήταν κρίμα αν δεν την χρησιμοποιούσε στα βιβλία του.
Από την άλλη, αν μείνει μόνο στον δικό του εαυτό, φοβάμαι ότι θα ήταν αφόρητα βαρετό κάθε βιβλίο του.
Όσο γράφεις, ζητάς τη γνώμη κάποιου ή κάποιων; Έχεις βρει τον ιδανικό σου αναγνώστη;
Κάνω πάντα μερικά drafts μόνος μου. Συνήθως στο τέταρτο ή πέμπτο, έχω φτάσει να έχω μια αρκετά καλή εικόνα πώς θα είναι το διήγημα ή το βιβλίο. Εκεί πια, μπορώ να το μοιραστώ με μερικούς καλούς φίλους την γνώμη των οποίων εκτιμώ. Κρατάω τις σημειώσεις τους. Είναι πράγματα που αφορούν τον πυρήνα του κειμένου.
Όταν το βιβλίο είναι κοντά στο τέλος, το μοιράζομαι με ένα μεγαλύτερο κύκλο. Εκεί ελέγχω και πραγματολογικά ζητήματα, προσπαθώ να ακούσω διαφορετικές οπτικές, να σώσω πράγματα που ίσως ο ίδιος να μην είχα αντιληφθεί.
Τον εκάστοτε επιμελητή τον θεωρείς εν δυνάμει φίλο ή εχθρό;
Αν τον θεωρείς φίλο σου, θα είναι φίλος σου. Αν τον θεωρείς εχθρό σου, θα είναι εχθρός.
Θέλω να πω, ότι αν είσαι διατεθειμένος να συζητήσεις με καλή πίστη, να εξετάσεις και να επιχειρηματολογήσεις για κάθε παρατήρηση πάνω στο βιβλίο σου, τότε θα είναι φίλος. Αν θωρακιστείς πίσω από μία αυθεντία που λέει «εγώ το έγραψα, δικό μου είναι, δεν με νοιάζει», τότε θα είναι εχθρός σου.
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα γινόταν να έχεις την ευκαιρία να συζητήσεις για τη δουλειά σου με κάποιον που ξέρει από λογοτεχνία και να μην προσπαθήσεις να το εκμεταλλευτείς για να κάνεις καλύτερο το αποτέλεσμα.
Πώς είναι αλήθεια να γράφει κανείς στον ελάχιστο χρόνο που μια πρωινή δουλειά του αφήνει; Επηρεάζει το γράψιμο την κοινωνική σου ζωή;
Τις μισές μέρες το γράψιμο με σώζει από τη δουλειά, τις άλλες μισές η δουλειά με σώζει από το γράψιμο.
Αυτή η μάχη δημιουργεί μία ισορροπία που για την ώρα μάλλον είναι λειτουργική και για τα δύο.
Η κοινωνική ζωή είναι άλλο πράγμα. Εκεί είναι απαραίτητο να έχεις γύρω σου ανθρώπους που να καταλαβαίνουν την ανάγκη σου να γράψεις, όχι μόνο επειδή έχεις μια ιδέα που θέλεις να βάλεις στο χαρτί αλλά και απλώς επειδή τώρα έχεις λίγο χρόνο για να γράψεις, χρόνο που θα κλέψεις από ένα οικογενειακό τραπέζι, μία εκδρομή, μία ταινία, μία συζήτηση.

Κάτι καλό που διάβασες τώρα τελευταία;
Κάτι καλό…Θα σου μιλήσω για κάτι συγκλονιστικό.
Βρήκα τυχαία σ’ ένα βιβλιοπωλείο το ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΠΟΛΥ της Βασιλικής Δήμου με φωτογραφίες του Steven C. Harvey (εκδόσεις Bibliotheque).
Δεν ξέρω πώς ακριβώς να ορίσω αυτό το βιβλίο. Είναι μια συλλογή φωτγραφιών με πρωταγωνίστρια τη Δήμου, μαζί με αποσπάσματα από το blog της, που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό της πέρυσι. Ο συνδυασμός ερωτισμού και πένθους σε κάθε σελίδα καταφέρνει μία νίκη στον θάνατο. Όποιος ανοίξει αυτό το βιβλίο, δύσκολα θα το ξεχάσει.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα