Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Η ανθρώπινη πλευρά του Νίκου Κοκοβλή

Ο Νίκος Κοκοβλής δεν ήταν μόνο ένας αγωνιστής που αφιέρωσε τη ζωή του για την ανεξαρτησία της πατρίδας του, τη δημοκρατία, την προκοπή του λαού, την επικράτηση της παγκόσμιας ειρήνης, για μια κοινωνία δικαιοσύνης και ανθρωπιάς.
Ο Νίκος Κοκοβλής ήταν πρώτα απ’ όλα Άνθρωπος! Αυτές τις ανθρώπινες πλευρές του θέλω να αναδείξω σ’ αυτό το σημείωμα, όπως τις έζησα από τα πρώτα χρόνια ακόμα, που συμπορπατούσαμε κι αγωνιζόμασταν. Εκείνος ως στέλεχος κι εγώ ως απλή παρτιζάνα.
Είχε μεγάλες αρετές ο χαρακτήρας του Νίκου. Φρόντιζε πάντα να κρατιέται μακριά από κομματικές ντιρεκτίβες και να αντιμετωπίζει κάθε σύντροφο με τις αδυναμίες του και με τα προτερήματά του αντικειμενικά αξιολογώντας τον ανάλογα. Έβλεπε με κατανόηση ακόμα και τις λιποψυχίες των συντρόφων μας που παραδόθηκαν στις αρχές. Κι όταν οι άλλοι τους κακολογούσαν -κι όχι άδικα- αυτός τους υπερασπιζόταν «Μέχρι εδώ άντεξαν…» έλεγε. Ήξερε αυτός ότι οι συνθήκες των διωγμών και των στερήσεων ήταν τρομακτικές κι ότι άλλοι μπορούσαν να τις αντέξουν κι άλλοι όχι.

Ο γάμος μας
Μεταξύ μας υπήρχε από χρόνια αμοιβαία συμπάθεια, ώσπου το 1960 δώσαμε την υπόσχεση ο ένας στον άλλο, να γίνουμε ζευγάρι, αν φυσικά επιζήσουμε… Πραγματοποιήσαμε την υπόσχεσή μας και νομιμοποιήσαμε τη σχέση μας στην Τασκένδη, όπου κάναμε, το 1963, γάμο πολιτικό στο Δημαρχείο. Το 1976, όταν επρόκειτο να γυρίσουμε στην Ελλάδα, κάναμε και θρησκευτικό, αφού δεν είχε καθιερωθεί εδώ ακόμα ο πολιτικός και δεν θα αναγνωριζόταν ο γάμος μας. Oταν είχαμε δώσει πια την υπόσχεσή μας, ο Νίκος θυμόταν συχνά τη μέρα που με είδε για πρώτη φορά στα Περβόλια κι είπε μέσα του: Να μωρέ μια ωραία κοπελιά! Πράγματι πήγαινα συχνά στο Καστροχώρι όπου είχα μιαν αδελφή παντρεμένη και κάναμε βόλτα με την Ελένη Λαμπάκη και τις κοπέλες του Βαρδογιώργη.

Οι παλιοί φίλοι
Ο Νίκος θυμόταν πάντα όλους τους φίλους από τα παλιά, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση. Όταν πια επιστρέψαμε από το εξωτερικό κι εγκατασταθήκαμε στα Χανιά, ήταν πολύ συγκινητικό που οι παλιοί φίλοι οργάνωσαν ένα γλέντι υποδοχής κι είπαν πολλά τραγούδια με πρώτο το «Ένας φίλος ήρθε από τα παλιά…»… κι ήταν εκεί ο Χρήστος, ο Γιώργος, ο Στέλιος, ο Αντρέας και αρκετοί άλλοι. Κάποια στιγμή σηκώθηκε ο Αντρέας και λέει στο Νίκο: «Θυμάσαι Νίκο όταν λίγο μετά την απελευθέρωση σε ρώτησα… “Που αποβλέπουν οι σημερινές σου δραστηριότητες;” Κι εσύ μου απάντησες: “Θέλω όλους τους ανθρώπους να ζήσουν καλά κι ας είμαι εγώ ο τελευταίος…”. Ο Νίκος συγκινήθηκε όταν το άκουσε κι είπε ότι αυτός είναι ο πόθος του ακόμα.
Ακόμα κι όταν πικραινόταν από εμπάθειες παλιών συναγωνιστών, δεν κρατούσε κακία. Όπως τη φορά που πλησίασε με χαρά στο δρόμο έναν παλιό φίλο που είχε να δει χρόνια κι εκείνος τον προσπέρασε λέγοντάς του: «Δεν θέλω ούτε να σε ξέρω… Αναθεωρητή, προδώσατε τη χώρα που σας φιλοξένησε…». Ο Νίκος τότε του είπε ήρεμα: «Ας τα αφήσουμε τώρα πια αυτά κι ας μιλήσουμε για τα ανθρώπινα για τα δικά μας…».

Νοιαζόταν για όλους
Ο Νίκος νοιαζόταν για όλους και μεσολαβούσε όπου μπορούσε για να διευθετηθούν τα θέματα γνωστών και φίλων που έπεφταν στην αντίληψή του. Το σπίτι μας ήτανε πάντα ανοιχτό για να μπαινοβγαίνουν φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι. Να κεραστούν και να καθίσουν μαζί μας στο τραπέζι. Δεν έφευγε κανείς χωρίς να τον περιποιηθούμε, να του προσφέρουμε ό,τι έχουμε.
Του Νίκου του άρεσε να βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους και να συζητάει για όλα τα θέματα. Από τα πιο απλά ως τα πιο σπουδαία, όπως για την παγκόσμια ειρήνη, το περιβάλλον τις πολιτικές εξελίξεις. Όταν μιλούσε για τους εξοπλισμούς έλεγε με αγωνία και πόνο: «Κάθε σφαίρα στοιχίζει μια λίμπρα γάλα. Γιατί τάχα να κατασκευάζονται τόσες σφαίρες χρήσιμες μόνο για τον αλληλοσκοτωμό;» Μελετούσε συνέχεια κι όλες οι συζητήσεις που έκανε ήταν ντοκουμενταρισμένες. Μιλούσε πάντα για θέματα που γνώριζε πολύ καλά.
Η χαρά του Νίκου ήταν να κάνει παρέα με παιδιά. Τα έπαιζε, τους έλεγε ιστορίες ανάλογα με την ηλικία τους κι εκείνα του ανταπέδιδαν την αγάπη και αποζητούσαν τη συντροφιά του, ακόμα και στα βαθιά του γεράματα.

Ηταν σεμνός
Στον Νίκο δεν άρεσε η αυτοπροβολή. Δεν είπε ποτέ είμαι συγγραφέας. Κι ας είχαμε γράψει τόσα βιβλία: «Βάσανα και καημοί», «ΕΣΣΔ: Προσδοκίες και πραγματικότητα προσφύγων», «Στα βουνά της Κρήτης και στην παρανομία», «Μνήμη που ποτέ δεν σβήνει», «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε». Είχε γράψει, επίσης, μια σειρά διηγήματα, άρθρα, μελέτες κ.λπ., που είχαν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, αθηναϊκά περιοδικά, και πολλά στον Τύπο της πόλης μας. Είχε, λοιπόν, κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τη λέξη «συγγραφέας» αλλά δεν το έκανε ποτέ. Ακόμα κι όταν παρουσιαζόταν στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων το ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη που ήταν στηριγμένο στην αυτοβιογραφία μας «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε», ο Νίκος καθόταν σε μιαν άκρη και δεν μιλούσε. Τότε ένας φίλος από τα παλιά, που ήξερε τον χαρακτήρα του, είπε: «Ο αιώνιος Νίκος».
Έχουμε γράψει από κοινού τα πέντε βιβλία. Στην αρχή βρίσκαμε το θέμα και χαράζαμε τις γενικές του γραμμές. Ύστερα, αρχίζαμε να γράφουμε χωριστά. Όταν τελειώναμε, αντιπαραβάλλαμε τα γραφτά μας και επιλέγαμε το καλύτερο. Κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι τούτο το βιβλίο ανήκει στον έναν ή στον άλλον. Άνηκε και στους δυο μας.

Η ζωή μας στο σπίτι
Στις 3.000 μέρες σχεδόν που πορευτήκαμε μαζί, ούτε μια φορά δεν θυμάμαι να πει μια άσχημη κουβέντα. Πάντα ουσιαστικός ευγενικός, υπεύθυνος και υποστηρικτικός προς εμένα και το γιο μας. Όταν είμαστε στο εξωτερικό του μάθαινε τα ελληνικά και του μιλούσε με αγάπη για την Ελλάδα. Έτσι όταν επαναπατριστήκαμε, το παιδί δεν αντιμετώπισε προβλήματα προσαρμογής. Έλεγε συχνά ο Νίκος μια ιστορία που έδειχνε πόσο ο γιος μας είχε αγαπήσει την πατρίδα πριν ακόμα την γνωρίσει από κοντά: Μια φορά αγωνίζονταν δύο ομάδες Δυναμό, το Κίεβο με τη Μόσχα. Εκείνο, λοιπόν, αγωνιούσε να νικήσει το Κίεβο. Τον ρώτησε τότε ο πατέρας του γιατί είναι με το Κίεβο. Κι αυτό απάντησε: «Γιατί είναι πιο κοντά στην Ελλάδα!..».
Ο Νίκος φρόντιζε μόνος τα ρούχα του, δεν ήθελε υπηρέτες όπως έλεγε. Το πρωί σηκωνόταν κι έφτιαχνε μόνος τον καφέ του. Τις γιορτές τις περνούσαμε συνήθως στο σπίτι μας με συγγενείς και φίλους. Από τις εορταστικές μέρες ξεχώριζε περισσότερο την ημέρα του Αγίου Νικολάου, που ήταν η ονομαστική του εορτή, γιατί εκείνη τη μέρα στο σπίτι μας κάναμε τραπέζι με πολύ κόσμο. Αλλά και την πρωτοχρονιά γιατί τότε ντυνόταν ο ίδιος Άγιος Βασίλης και μοίραζε δώρα στα μικρά παιδιά αλλά και στους μεγάλους. Αυτή η συνήθεια τον διασκέδαζε πολύ. Αργότερα η χαρά του ήταν μεγάλη όταν πια ερχόταν τα εγγόνια του παίζοντας τα μουσικά τους όργανα να του ευχηθούν. Παρακολουθούσαμε μαζί κάθε είδος πολιτιστική εκδήλωση και γυρίζοντας στο σπίτι σχολιάζαμε με πολύ ενδιαφέρον αυτό που είχαμε δει. Όταν πια δεν μπορούσε να κινηθεί και περιορίσαμε υποχρεωτικά τις εξόδους μας, διάβαζε καθημερινά εφημερίδες και σχολιάζαμε όλα τα θέματα. Ιδιαίτερα την πορεία της Αριστεράς, την τύχη των μεταναστών μα και κάθε άλλο κοινωνικό ζήτημα.

Εφυγε ευχαριστημένος
Γλυκύτατος, γελαστός και πάντα ευχάριστος ο Νίκος, ως τα βαθιά του γεράματα. Σεβαστός κι αξιαγάπητος από εχθρούς και φίλους. Γι’ αυτό, όταν έφυγε, γράφτηκαν πάρα πολλά αφιερώματα. Πιστεύω πως όταν πεθαίνει ο άνθρωπος και δεν αφήνει πίσω του ιδέες, αγώνες κι ανθρωπιά, τότε όλα χάνονται μαζί του. Ο Νίκος όμως άφησε πολλά. Οι αγώνες, το ήθος και η ανθρωπιά του μένουν κληρονομιά σ’ όλους εκείνους που κρατούν τη σκυτάλη και αγωνίζονται για την κοινωνική δικαιοσύνη. Τα τελευταία του λόγια τα έγραψε σ’ ένα χαρτάκι και το είχε συνεχώς στην τσέπη του. «Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στο τέλος, γυρίζει προς τα πίσω κι αν έχει κάνει καλό στους ανθρώπους, τότε φεύγει ευχαριστημένος». Ο Νίκος σίγουρα έφυγε ευχαριστημένος.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα