Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Για ποια γυναικεία φορεσιά;

Οι γυναίκες στην Κρήτη πώς ντύνονταν; Πώς ντύνονταν στην καθημερινότητα τους; Ντύνονταν σε όλες τις περιοχές του νησιού με τον ίδιο τρόπο; Ντύνονταν σε όλες τις φάσεις της ζωής τους με τον ίδιο τρόπο; Ντύνονταν όλες με την ίδια ενδυμασία; Υπάρχουν στοιχεία που να μας επιτρέπουν να μιλάμε για ενδυμασία, δηλαδή ένα συστηματοποιημένο σύνολο ή μόνο για ενδύματα; Πώς εξελίχθηκε ο τρόπος ένδυσης ανά τους αιώνες; Τι να αποκαλέσουμε κρητική ενδυμασία; O,τι φορέθηκε στην Κρήτη; O,τι φτιάχτηκε στην Κρήτη; O,τι διασώθηκε στην Κρήτη;

Είθισται με τον όρο “γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά” να περιγράφουμε τη νυφική φορεσιά της κάθε περιοχής και αυτό, γιατί αυτό το ενδυματολογικό σύνολο ήταν στα μάτια των γυναικών, αρχικά, και των συλλεκτών, σε δεύτερο χρόνο, άξιο να διασωθεί, να αποκτηθεί ή να δωριστεί, ήταν πολύτιμο και επιθυμητό. Βέβαια πολλά νυφικά ενδυματολογικά σύνολα θάφτηκαν μαζί με τις κτητόρισσές τους, ή μεταποιήθηκαν για να φορεθούν και από τις απογόνους της πρώτης κτητόρισσας, ή διασκορπίστηκαν ανάμεσα στις κληρονόμους της. Η μελέτη της παραδοσιακής φορεσιάς απαιτεί σύνθετη έρευνα και προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος θα απαλλαγεί από την αισθητική της εποχής του. Χρήσιμο θα είναι επίσης αυτή η μελέτη να στηρίζεται στις μελέτες της ενδυμασιολογίας και να συμπληρώνεται από ιστορικές και κοινωνικές παραμέτρους ενώ παράλληλα θα πρέπει να είναι απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς και αυθαίρετες ερμηνείες. Ενα τρίτο ζήτημα είναι ο όρος φορεσιά ο οποίος υποδηλώνει σύνολο ρούχων προς χρήση και όχι λόγου χάρη ένα θεατρικό κοστούμι που καλείται να καλύψει συγκεκριμένες ανάγκες. Η ενδυμασία και το παράγωγό της, η φορεσιά, είναι ιστορικό φαινόμενο, διαμορφώνεται σε συγκεκριμένο χωρόχρονο και καλείται να ανταποκριθεί στις ανάγκες στολισμού, κάλυψης και διάκρισης του ατόμου. Η φορεσιά καθημερινή ή γιορτινή, ακόμη και αυτή που σπάνια βγαίνει από την κασέλα επέχει ρόλο ταυτότητας για τον κτήτορά της και αποτελεί κομμάτι της πραγματικότητάς του, ενώ το κοστούμι ανταποκρίνεται σε ανάγκες παράστασης, αναπαράστασης και αναβίωσης. Όταν τίθεται το θέμα της φορεσιάς αυτόματα προκύπτουν και διάφορα ζητήματα που πρέπει να οριστούν. Συνηθίζουμε στις παραδοσιακές φορεσιές να αποδίδουμε τοπικούς χαρακτηρισμούς και να αντιμετωπίζουμε το κάθε ενδυματολογικό σύνολο ως αυθύπαρκτο, παράλληλα όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα μικρά τοπικά υποσύνολα αποτελούν κομμάτι μεγαλύτερων ενοτήτων. Δεν μπορούμε επίσης να θέσουμε απόλυτα χρονικά στεγανά και όρια καθώς και στο θέμα ενδυμασία ο παράγοντας άνθρωπος αποτελεί τη μεγάλη μεταβλητή. Οι αλλαγές στην ενδυμασία ήταν φαινόμενα που μπορεί να διαρκούσαν και αιώνες, όπως λόγου χάρη το πέρασμα για τις Κρητικιές από το βυζαντινό τρόπο στον αναγεννησιακό τούς πήρε περίπου δύο αιώνες. Η εισαγωγή ενός νέου στοιχείου και η απόρριψη ενός παλαιότερου δεν γινόταν αυτόματα. Πολλές φορές το νέο στοιχείο κατόρθωνε να γίνει δεκτό χωρίς καν να εκτοπίσει το παλαιότερο. Κατά πόσο είναι εύκολο ή θεμιτό με τα υπάρχοντα τεκμήρια και την υπάρχουσα βιβλιογραφία να καταλήξουμε στην εξαγωγή λογικοφανών συμπερασμάτων που να απαντούν στους παραπάνω προβληματισμούς καθώς έχουν διασωθεί μόνο πολύ λίγα ακέραια ρούχα από παλαιότερες μορφές ένδυσης, πολλά εκ των οποίων βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού, σπαράγματα ρούχων, ελάχιστα πλήρη σύνολα ένδυσης και αυτά από την τελευταία περίοδο χρήσης της ονομαζόμενης παραδοσιακής φορεσιάς όταν πια η επίδραση από τέχνες άλλων περιοχών, άλλων λαών και άλλων συνηθειών ήταν εμφανής.

Εκτός λοιπόν από την καταπληκτική μεταποιητική ικανότητα που διέκρινε την Κρητικιά και αποδεικνύεται ο “μεγάλος εχθρός” της μελέτης της γυναικείας φορεσιάς της Κρήτης, πρέπει να αποκωδικοποιηθεί και η οπτική των πηγών της κάθε εποχής και η κάθε πληροφορία να εξεταστεί υπό το πρίσμα των ενδυμασιολογικών αρχών, σε συνάφεια με το ιστορικό και το γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο ανήκε η Κρήτη. Στο ζήτημα της γυναικείας φορεσιάς στην Κρήτη διακρίνουμε τρεις περιόδους επιρροής αν θέσουμε ένα συμβατικό όριο μελέτης το 1204, χρονολογία που η Κρήτη περιήλθε στα χέρια των Γενουατών. Η πρώτη διέπεται από τους ενετικούς κανονισμούς που σκοπό είχαν την αφομοίωση των πληθυσμών του νησιού και τον ταξικό διαχωρισμό του πληθυσμού. Η δεύτερη διέπεται από τους κανονισμούς της οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί που στόχευαν στη διαφοροποίηση του μουσουλμανικού στοιχείου από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η τρίτη ορίζεται από την επίδραση του νεορομαντισμού και την έμφαση που αυτός έδινε στις εθνικολαϊκές παραδόσεις των λαών (στυλ Biedermeier), πάνω στις ελληνικές συνήθειες όπως εισήχθη από την Αμαλία αρχικά και καθιερώθηκε από την Όλγα στη συνέχεια, μία επίδραση που πέρασε από την αυλή στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η τελευταία φάση χρήσης της παραδοσιακής κρητικής γυναικείας φορεσιάς πριν αυτή παραγκωνιστεί οριστικά από τα ευρωπαϊκά ρούχα αποτελεί το αμάλγαμα αυτών των τριών φάσεων και των διαφόρων ιστορικών και κοινωνικών παραγόντων που διαμόρφωσαν τη φορεσιά της γυναίκας της Κρήτης κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. Ακολούθησε η περίοδος της πόλκας, ενός ενδυματολογικού συνόλου που φορέθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα και θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί προσαρμογή του στυλ Biedermeier στα υλικά και στην ενδυματολογική πραγματικότητα της υπαίθρου όπως αυτή ορίζεται από τις διάφορες οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους της καθημερινότητάς της. Η κάθε αλλαγή στο νησί είναι ένα γεγονός που επηρεάζει όλες τις πλευρές της ζωής των κατοίκων, τόσο των γηγενών όσο και των κατακτητών. Επίδραση που μπορεί να εντοπιστεί σε πολλά επίπεδα: πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, θρησκευτικό, γλωσσικό, πολιτισμικό.

Η συνισταμένη της αλληλεπίδρασης των πολιτισμών του κατακτητή και του κατακτημένου βρίσκεται στις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής, μία εκ των οποίων είναι και η ένδυση και εν προκειμένω η γυναικεία ένδυση. Μετά από κάθε αλλαγή υπάρχει μία μακρά μεταβατική περίοδος κατά την οποία συνυπάρχουν τα παλιά ήθη με τα νεοφερμένα ή επιβαλλόμενα νέα ήθη έως ότου επέλθει η αποδοχή, η αφομοίωση, η προσαρμογή και τελικά ο εκτοπισμός ενός παλαιότερου τρόπου και η αντικατάστασή του από το νεότερο. Για να επανέλθουμε στο συμβατικό χρονικό όριο που έχουμε θέσει, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι μέχρι την απόλυτη πτώση του Βυζαντίου η μόδα και ο τρόπος ζωής της Δύσης αντέγραφε βυζαντινά πρότυπα. Για τους παραπάνω λόγους η μελέτη της γυναικείας φορεσιάς της Κρήτης θα μπορούσε να γίνει υπό το πρίσμα των αρχών και των τριών μεγάλων κυριών της ελληνικής λαογραφίας που έχουν ασχοληθεί με τη φορεσιά. Την Αγγελική Χατζημιχάλη η οποία διαχωρίζει τις ελληνικές φορεσιές με βάση την μορφολογία τους, την Πόπη Ζώρα η οποία διακρίνει στις φορεσιές κοινωνική διαστρωμάτωση και την Ιωάννα Παπαντωνίου η οποία μελετά τις ελληνικές φορεσιές με βάση την καταγωγή τους. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αντιληφθούμε ότι η φορεσιά της γυναίκας της Κρήτης διαμορφώθηκε σε συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο πολλών αιώνων υποδούλωσης άρα και αγώνων με ό,τι μία τέτοια κατάσταση συνεπάγεται, μακριά από ευφάνταστες καινοτομίες προς χάριν εντυπωσιασμού…

ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑΝΝΗ


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα