Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Ενα κρεβάτι!

Ναι! Είμαι ένα κρεβάτι και παρά του ότι τα κρεβάτια δεν μιλούν για όσα βλέπουν, εγώ αποφάσισα ν’ αλλάξω την κατάσταση!
Θα μιλήσω…
Γιατί η ιστορία μου -που ξεκινά από πολύ παλιά- αξίζει να ακουστεί!
Κι επειδή βεβαίως δεν είμαι το…οποιοδήποτε κρεβάτι!
Εγώ είμαι χειροποίητη κατασκευή του άλλοτε!
Από μασίφ ξύλο. Το στρώμα μου εξίσου παλαιικό αλλά γερό. Δεν διαθέτω βέβαια, κεφαλάρι, κολλαριστά στρωσίδια και περιττά στολίδια.
Και δεν είμαι σε καμιά κάμαρα  μέσα, άλλα έξω!
Κάτω από μια αυτοσχέδια πέργκολα από πυκνά κλαδιά φυτών.
Εδώ ο παππούς, που δεν ζει πια, ξάπλωνε για να ξεκουραστεί τα μεσημέρια και σχεδόν όλα τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού. Πολύ του άρεσε, αφού έπινε μια τσικουδιά με την κυρά του να την καληνυχτίζει, ν’ απλώνεται πάνω μου και για ώρα, πριν τον  πάρει ύπνος,  γαλήνιος να κοιτά ψηλά και να χαμογελά.
Λίγο το φως στην αυλίτσα μας, μόνο  ο φωτεινός ουρανός από πάνω να ξαγρυπνά, να τον νανουρίζει και να τον αποκοιμίζει…
Πολλαπλές οι χρήσεις μου στο φτωχικό νοικοκυριό μας. Ήμουνα και καναπές, ήμουνα κι αναπαυτήριο, και χώρος παιχνιδιού των εγγονιών, έπαιξα κατά καιρούς και το ρόλο  αποθήκης ρουχισμού όταν με τις πρώτες βροχές με μετέφεραν σε μια γωνιά μέσα στο σπίτι.
Αλλά αυτά, πάνε πέρασαν! Γιατί έφυγε ο παππούς, μεγάλωσαν κι έφυγαν και τα εγγόνια, κι έμεινε μόνο η γιαγιά χωρίς προορισμό, χωρίς ζωή και μ’ ελάχιστους πόρους, να με γυροφέρνει όλη μέρα…
Έτσι  περάσαμε κάμποσα δύσκολα χρόνια, μέχρι που μια άνοιξη μ’ έσυρε στην αυλή, την είδα να με ξεσκονίζει, να με περνά ένα λούστρο, να με ευπρεπίζει και να με καλύπτει με ό,τι πιο καλό διέθετε η προίκα της. Έφερε και τον γείτονα και στερέωσαν ένα στύλο στο πίσω πέτρινο τοίχο, απ’ όπου  κρεμάστηκε μια  κουνουπιέρα που με κάλυπτε από επάνω μέχρι κάτω…
Σα νυφούλα έγινα!
Το μυρίστηκα ωστόσο πως θα έμπαινα πάλι σε χρήση και  χάρηκα πολύ!
Μόνο που για καιρό δεν μπορούσα  να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Γιατί κάθε μέρα ερχόταν…άλλος στην αυλή μας! Άνετοι άνθρωποι -άνδρες και γυναίκες- με σακίδιο στον ώμο, που την άραζαν πάνω μου, έτρωγαν στο τραπέζι της αυλής, έκαναν  ντουζ με το λάστιχο του ποτίσματος και τα έλεγαν σαν παλιοί φίλοι με την κυρά μου.
Την άλλη μέρα άλλος, κι άλλος, κι άλλος…
Δεν λέω καλά περνάμε, αλλά ευτυχώς που σύντομα πήραν τ’ αυτιά μου μια συζήτηση, κατάλαβα επιτέλους τι γινόταν κι ηρέμησε η ψυχή μου.
Είμαι πλέον το πιο φθηνό, αλλά και το πιο…περιζήτητο ξεονδοχείο-κρεβάτι της περιοχής!
Και αποδίδω, λέει, μπόλικο χρήμα…
Μπορεί βέβαια  η ιστορία μου να σας φαίνεται λίγο ψεύτικη, αλλά γιατί να μην είναι κι αληθινή!
Ποιος δεν θα ήθελε εξάλλου να έχει -σαν το παλιό, καλό καιρό- ένα  ντιβάνι στην αυλή;
Να κοιμάται κάτω από τ’ άστρα, να τον κυκλώνει η μυρωδιά του γιασεμιού και του νυχτολούλουδο, να τον νανουρίζουν οι θόρυβοι της νύχτας, και να ονειρεύεται πως ζει στον παράδεισο;


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα