Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Eχουμε βεντέμα κι εφέτος, πατέρα!

Σαν σήμερα, ημέρα των γενεθλίων μου, η κηδεία σου πατέρα, πάνε 21 χρόνια από τότε. Hταν μια ηλιόλουστη μέρα, “μέρα για ελιές”, για να χρησιμοποιήσω μια δική σου έκφραση. Κι αν είχαμε βεντέμα εκείνη τη χρονιά, να σπάσουν ήταν οι ελιές απ’ τον καρπό! Καληώρα, όπως κι εφέτος!

Να δεις τα μουρέλα που φυτέψαμε μαζί (εσύ τα φύτευες, εγώ τους λάκκους άνοιγα) στον Κάτω Βλάση, πριν από ένα χρόνο η τελευταία σου επιθυμία, όταν κατάλαβες πως έφτανε το τέλος σου. Να βρεθεί τρόπος να πας μέχρι το χωράφι, παίρνοντας ανάσες απ’ τη φιάλη οξυγόνου, για ν’ αποχαιρετήσεις τα τελευταία απ’ τα πολλά σου δέντρα. Βρέθηκε…

«Και την καρυδιά εγώ θα την φυτέψω», μου ’χες πει, όταν τελειώσαμε με τις ελιές. Διαταγή ο λόγος σου. Λένε, πως “όποιος φυτέψει καρυδιά, την βγάζει δεν την βγάζει τη χρονιά”, σκεφτόμουν, ενώ άνοιγα τον λάκκο. Ηταν το τελευταίο απ’ τα τελευταία σου δέντρα. Το κύκνειο άσμα σου. Το θυμήθηκα κι εφέτος μαζεύοντας τα καρύδια…

Μια μεγάλη βόλιτα στους τόπους που για 85 χρόνια διαντάλλασσες, το καλύτερο συναπάντημα, στη μνήμη σου και για τη μνήμη σου τις προάλλες. Στους τόπους εκείνους που φύτεψες αμπέλια κι ελιές, άνοιξες πηγάδια και στέρνες, έβαζες μποστάνια. Στους Βλάσηδες, στην Γρεν Ελέ, στον Οχουδο, στα Λιβάδια, στον Τρευλό, στην Γκαγιαρή, στον Παγά. Στους τόπους εκείνους που αγωνιζόσουν σχεδόν κάθε μέρα από ήλιο σε ήλιο, με τη σκαλίδα και το ζευγάρι, να κάνεις τη γη να σ’ απαντά κατά που τη ρωτούσες…

Όχι, δεν πεθαίνουν οι αγαπημένοι μας, όσο τους θυμούμαστε, όσο ξαναβρίσκουμε τις πατημασιές τους, όσο μένει η ευωδία απ’ το πέρασμά τους. Τι κι αν διαβαίνουν οι καιροί, τι κι αν περνούν οι χρόνοι… Πάρε το ραβδιστήρι σου κι έλα, πατέρα! Εχουμε κι εφέτος βεντέμα, σου λέω!

Μπορείτε να πείτε ότι είμαι ονειροπόλος
«Ο φόβος πλανιέται στο Μανχάταν…/ Οπως πλανιέται ο φόβος όπου Γης,/ όταν -ερήμην του “δίδαξαν με τα δικαιώματα του άλλου”-/ παιδιά πεθαίνουν απ’ την πείνα και τη δίψα,/ εν ψυχρώ δολοφονείται η ελπίδα μιας καλύτερης ζωής,/ τα τύμπανα του πολέμου δεν κουράζονται να ηχούν». Οι στίχοι από το ποίημά μου “Ο φόβος πλανιέται στο Μανχάταν”, που γράφηκε λίγες μέρες μετά την τρομοκρατική επίθεση (11 Σεπτεμβρίου 2001) στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης (βλ. και ποιητ. συλλογή “Οταν γίνεις ποίημα”, εκδ. “Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης – Πυξίδα της Πόλης”, Χανιά 2013) στον νου μου διαρκώς τις τελευταίες μέρες, μετά την 13η Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή.

Να αλλάξω τον τόπο στον πρώτο στίχο: Ο φόβος πλανιέται στο Παρίσι…
Βεβαίως και δηλώνουμε όλοι Γάλλοι μετά το μακελειό στην πόλη των Φώτων απ’ τους φανατικούς μουσουλμάνους. Οπως δηλώναμε όλοι Αμερικανοί, πριν από 14 χρόνια, μετά την πρωτοφανή τρομοκρατική επίθεση στην καρδιά του αμερικανικού ονείρου, με εκατοντάδες αθώα θύματα. Ταυτόχρονο, ωστόσο, να δηλώνουμε και Σύροι κα Τούρκοι και Λιβανέζοι και Κούρδοι και Λίβυοι και Ρώσοι και Αφγανοί… Αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι. Ίδιο ακριβώς βάρος έχει στη ζυγαριά του Θεού, όπως κι αν τον λέμε, η ανθρώπινη ζωή, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, εθνικότητας…

Σε μυστική συνάντηση μεταξύ του Αλλάχ και του John Lennon ο πρώτος (κατά που μας λέει ο Νίκος Γκάτσος στον “Κεμάλ” που μελοποίησε ο Μάνος Χατζηδάκις) είπε: “Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί/ με φωτιά και με τσεκούρι πάντα ο κόσμος προχωρεί/ Καληνύχτα Κεμάλ αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ”, και ο δεύτερος απάντησε, (το γράφω στα ελληνικά): “Φαντάσου όλους τους ανθρώπους/ Ζώντας τη ζωή εν ειρήνη/ Μπορείτε να πείτε ότι είμαι ονειροπόλος/ Αλλά εγώ δεν είμαι ο μόνος”. Τη συνομιλία κατέγραψαν, γράφει η αδελφή μου η Χρύσα, στη σελίδα της στο βιβλίο των Προσώπων, τόσο οι ρεαλιστές όσο και οι ονειροπόλοι.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα