Πολλές από τις κακοδαιμονίες της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας και Δικαιοσύνης αποτυπώνονται στην υπόθεση των «μαύρων» ταμείων της Ζίμενς.
Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά 14 ολόκληρα χρόνια χρειάστηκε να περάσουν για να ολοκληρωθεί η δικαστική έρευνα και να βγει η απόφαση από το Δικαστήριο.
Χρόνος πολύς που επέτρεψε, μεταξύ άλλων, να εμπεδωθεί στην κοινωνία ένα κλίμα απαξίωσης των θεσμών και μια αίσθηση ατιμωρησίας.
Αίσθηση την οποία ενίσχυσε η διαφυγή κάποιων από τους καταδικασθέντες στο εξωτερικό μεταξύ των οποίων και βασικοί πρωταγωνιστές του σκανδάλου, όπως οι Μιχάλης Χριστοφοράκος και Χρήστος Καραβέλας.
Στο μεσοδιάστημα δέκα άλλοι κατηγορούμενοι έφυγαν από τη ζωή με τη μνήμη τους να μένει για πάντα στιγματισμένη από αδικήματα που δεν πρόλαβε να αποδειχθεί αν είχαν διαπράξει ή όχι.
Το πιο σοβαρό, ωστόσο, είναι ότι η δικαστική έρευνα άφησε αναπάντητα ορισμένα σοβαρά ερωτήματα. Μεταξύ αυτών και το τι απέγινε η μίζα του 1 εκατομμυρίου μάρκων που ομολόγησε ο Θόδωρος Τσουκάτος ότι πήρε από την εταιρεία και την κατέθεσε στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ.
Εφόσον δεν απαντήθηκε το συγκεκριμένο ερώτημα η απαλλαγή του από τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν λόγω παραγραφής των αδικημάτων, ηχεί προκλητική για το κοινό περί δικαίου αίσθημα και τροφοδοτεί αισθήματα αδικίας και θυμού για την “ασυλία” που απολαμβάνουν πολιτικοί και κόμματα.
Σε κάθε περίπτωση “σκιές” αυτού του τύπου υπονομεύουν το κύρος και την αξία της τελικής απόφασης για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής της Ελλάδας.