Και τρέχανε τα παιδιά στις γειτονιές και φωνάζανε: «Αναστήθηκε, Αναστήθηκε» και τούτα δω τα χρόνια τα παιδιά εννοούσαν πως αναστήθηκε το γένος ύστερα από μεγάλη δοκιμασία.
Και στεκότανε οι γυναίκες στις αυλές με το βασιλικό και έκαναν το σταυρό τους, και οι άντρες στα καφενεία ήταν αμήχανοι (σχεδόν δακρυσμένοι) για όλα αυτά που περάσαμε, όλα αυτά τα χρόνια.
Και τα παιδιά τρέχανε από δρόμο σε δρόμο κι οι παπάδες χτυπούσαν αλαφιασμένοι τις καμπάνες και όλοι ξέρανε πως η Ανάσταση του γένους τούτη τη φορά μας κόστισε πολύ ακριβά!
Μα όλοι βλέπανε στο βλέμμα των παιδιών που φωνάζανε ένα καλύτερο αύριο να ξημερώνει, λέγανε: «πάει τέλειωσε ο Γολγοθάς».
Και ύστερις που τρέξανε κι αποκάμανε τα παιδιά, εδέησε ο Θεός να σκοτεινιάσει και σηκώθηκαν οι γεροντότεροι και φώναξαν «ποτέ ξανά σκοτάδι Μνημονιακό…».
Ετσι κι έτσι συγχωρήσαμε και τον ληστή.