Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Κολλάζ με με πρόσωπα που γνώρισα Πήρα Ποιητικά βλέμματα

εύμορφη  τέχνη

και στη Λαμπρινή
Μανουσάκη μνήμη

Μέρος 2ο

Τα βλέμματά τους αδιάκριτα με φθείρουνε/ πλανίζουν τις ακμές μου/ τις γωνιές που συνθέτουν τη φυσιογνωμία μου λίγο-λίγο η μορφή μου στρογγυλεύει/όσο να μοιάζει με τη δική τους-ένα λείο απρόσωπο πρόσωπο

«μόνο μοναξιά»
από τη συλλογή «το σώμα της σιωπής»1970

Αργά πια, Να τους κιόλας στην πόρτα. Το αίμα αχνίζει στα χέρια τους μα κοιτάζουν μ αγέρωχο βλέμμα και τα λόγια τους πέφτουν βαριά από φοβέρα. Σιωπή. Τα κεφάλια σκυφτά. Επιβλήθηκε τυραννίδα στη χώρα. «Μυκηναίοι» (1) το ποίημα αυτό του Γιώργη Μανουσάκη φαντάζει τόσο προαγγελτικά-διαχρονικό στην αντιφατική αντιποιητική εποχή μας.
Παγκόσμια ημέρα ποίησης σήμερα, 33 χρόνια γράφω στα Χ.Ν., και η αγαπημένη συνήθεια να βρω το ποίημα που θα ταιριάζει ως προμετωπίδα, προϋπόθεση διαλεκτικής ανάπτυξης του θέματος, δημιούργησε σαφέστατα ένα δάσος με 1100 περίπου ποιήματα, ένα επιλεγμένο ποιητικό φανταστικό μουσείο, σε αυτό ένα αλσύλλιο για τον Γ. Μανουσάκη σήμερα (ένα από τα δέκα μεγαλύτερα) είναι αυτό το συμβολικό δάσος, επαναφυτεύω για τους αναγνώστες των Χ.Ν. μια μικρή συστάδα με ενδεικτικά αποσπάσματα από τις συλλογές του Γ. Μανουσάκη που έχουν ως θέμα όχι απλά τα μάτια, αλλά τη ματιά, ή καλύτερα τη λέξη βλέμμα που ο  ποιητής αρέσκεται να αναφέρει φορτίζοντας την πάντα με διαφορετικό χρώμα το συναισθηματικό ιδίωμα, τόσο ιδιαίτερο, που προφανώς μόνο η ανάγνωση ολόκληρου του ποιήματος μπορεί να αποδώσει.. Η αναπόφευκτη λόγω χώρου στενή αναφορά, ας λειτουργήσει εναυσματικά για την ποιητική μέθεξη επανακατανόηση της λέξης κλειδί στην απίστευτη εσωτερικότητα του σπουδαίου ποιητή.
Ένα βλέμμα ανάβει κάποια στιγμή/ σα φανάρι μες στο σκοτάδι.
Μια χειρονομία χαράζει μονοπάτι στον αγκαθότοπο…
…Φανερωνότανε και πάλι αποχωρούσε/ Έφευγε πίσω από το βλέμμα της
το χαμόγελο της γινότανε προπέτασμα/ για να γλιστρήσει μες από τα χέρια μου.
Από το «τρίγλυφο» Ολκός, Αθήνα, 1976

Το 1976 είχα ήδη γνωρίσει τους σημαντικούς ζωγράφους της γενιάς του ’30 Χ. Γκίκα, Ν. Εγγονόπουλο, Ν. Νικολάου, Γ. Μαυροειδή, Γ. Μόραλη, Γ Παππά, Γ. Τσαρούχη. Όλοι τους είχαν ζωγραφίσει μάτια με όμορφο τρόπο. Όμως, βλέμματα ζωγράφισε και συνεχίζει να ζωγραφίζει η εξαιρετική ταλαντούχα ζωγράφος Λαμπρινή Μποβιάτσου, που μέσα από μια σύγχρονη απόδοση, διαφοροποιεί τα μάτια 8 γενιές μετά. Γι’ αυτό και επέλεξα τα βλέμματα της ζωγραφισμένα τόσο ιδιαίτερα να συνοδεύουν σήμερα τα ποιητικά βλέμματα του Μανουσάκη.
Τα επίμονα μάτια, το αυστηρό στόμα/ το χέρι το υψωμένο σε σχήμα ευλογίας./ Τώρα δε βλέπεις παρά ξέθωρα χρώματα/ κι ασαφή ίχνη γραμμών…
Από το «τοιχογραφία»
Και στων ματιών του το κρύσταλλο/ πίσω από το παιχνίδι των ιριδισμών/φαίνεται ξάφνου ο άπατος βυθός/ που βουλιάζουν οι θεοί κι ο κόσμος
«Φωτοσκίαση» από τη συλλογή  «ταριχευτήριο πουλιών» οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1978
Μπορεί από αυτή τη συλλογή να μην ανασύρουμε τη λέξη βλέμμα, μα η ματιά του ποιητή , βρίσκει την κρυστάλλινη αποκάλυψη της Λαμπρινής.
Κι ένα, το πιο αδυσώπητο /στέκεται ασάλευτο/
Μ΄ανοιχτές τις φτερούγες/ και με κοιτάζει με τα δυο/ μαγνητικά του μάτια/ που αντανακλούνε το τίποτα.
Από το «εν Αγρυπνία» (αυτή η παράλληλη προσομοίωση είναι η ενστικτώδης ποιητική απόδοση της δύναμης ενός εκπληκτικού μεγαλειώδους ειδώματος πάνω σε ένα ταμπουλα ράζα (2) που θεωρείται a priori η παραστατική ζωγραφική όπως την αποδίδει η Λαμπρινή που δεν είχε την τύχη να γνωρίσει ο Μανουσάκης.
Μ΄ είχε κοιτάξει μ΄ ένα βλέμμα/ μενεξελί κάτω απ τον ήλιο
Είχε περάσει πλάι μου τόσο κοντά/που η γύμνια της  μ είχε δροσίσει.
«ανάληψη» από τη συλλογή «Χώροι αναπνοής» εκδόσεις Προσπέρος Αθηνα 1988 και από την ίδια συλλογή επιλέγω από το ποίημα «ένα παιδί παίζει πιάνο» γραμμένο από τον πατέρα Γιώργη για τους γιους του Διονύση και Στέλιο προφανώς, και μενα θυμίζει τα ζωγραφισμένα μάτια των αγοριών της Λαμπρινής, Κωνσταντίνου και Θανάση, όταν παίζουν πιάνο…
Κοίταζε τα μικρά του χέρια που σαν από μόνα τους πηγαινοερχόντουσαν πάνω στα πλήκτρα κι έμοιαζε ν΄ απορεί από πού να ΄βγαινε το σμήνος των ήχων που γέμιζε το δωμάτιο.

Τη Σύλβια Πλαθ, τον Ευγένιο Ιονέσκο και τον μεγάλο «μπιτ» Άλεν Γκινσμπεργκ ανακαλεί ο Μανουσάκης για να επαναδιατυπώσει την εσωτερική φωνή των εσωτερικών κλειστοφοβικών (αναπόφευκτα στο κλίμα της αποχής μικρών αριστουργηματικών πεζών όταν μια κατοπτρική διάθλαση ενός σύγχρονου Εντγκαρ Άλαν Ποε στο «ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα» εκδ. των φίλων, Αθήνα 1999, επιλέγω το «Διαδοχή εντόμων» (3)
«οι δυο μύγες μεταμορφώθηκαν σε δυο σκαθάρια , που σκεπάσανε μεγαλύτερο ακόμη μέρος των ματιών μου. Κατεύθυνα το βλέμμα μου στα πλάγια, αλλά πάντα προλάβαιναν και έμπαιναν μπροστά τα κατάμαυρα έντομα. Μισόβλεπα πια και μόλις που καταλάβαινα που βρισκόμουν. Το κακό όμως δεν είχε φτάσει ακόμη στη χειρότερη μορφή του. Κάποια νύχτα τα σκαθάρια δώσανε τη θέση τους σε δυο ακόμη μεγαλύτερες κατσαρίδες…»
Το τέλος συγκλονιστικό θα το ζήλευε και ο μέγας δημιουργός της «μεταμόρφωσης» ο εμβληματικός Κάφκα, όμως καλύτερη εικονογράφηση δεν θα μπορούσε να έχει το…καρφωμένο κρανίο από το πελώριο μάτι (εξώφυλλο στην έκθεση στην Αθήνα (4) της Λαμπρινής Μποβιάτσου με το καθρεπτισμένο κρανίο στην κόρη του ματιού.
Από-κα-λυπτικό!
Επιλέγω από το «Άνθρωποι στη σκιά» και τη συλλογή «Άνθρωποι και σκιές» Αστρολάβος/έκθεση Αθήνα 1995.
Είχε μιαν έκφραση απόμακρη/βαθειά θλιμμένη στην ακινησία της
Το βλέμμα του σερνόταν από τον ένανε περαστικό στον άλλο αδιάφορο και
κουρασμένο.
Από την προτελευταία συλλογή «Στ΄ Ακρωτήρια της ύπαρξης» εκδ. Γαβριηλίδης 2003
«Έκκληση»… άναψε μια σπιθίτσα στο βάθος των ματιών σου πες μου ότι δε μου πες κάθε φορά που συναντιόμαστε κι έμπαινε ανάμεσα μας εκείνος ο ίσκιος…
Και από το «οι Γέροντες» της ίδιας συλλογής, «έλεγα κάποτε πως όταν το φως των ματιών λιγοστέψει θα μπορείς να κοιτάς καθαρά εκείνα τα΄άλλα, τα μέσα σου που τα θάμπωνε το πλήσιο φως των πραγμάτων.
Τέλος στην τελευταία συλλογή «Σπασμένα Αγάλματα και πικροβότανα» που εξέδωσε το 2005 εκδ. Γαβριηλίδη ο ποιητής, ώριμος όσο ποτέ , προτάσσει ένα καθολικό έργο, ‘όχι ευκαιριακά μεταμοντέρνο, αλλά συγκροτημένο σ΄ένα μεγάλο πλαίσιο εκλεκτικής συγγένειας με το λυτρωτικό αρχαιοελληνικό πνεύμα, κυρίαρχο αλλά και αναμορφωμένο σε μια εξαιρετικά σύγχρονη διατύπωση.
Από το «Μυκηναίοι»
Το αίμα αχνίζει στα χέρια τους μα κοιτάζουν μ΄αγέρωχο βλέμμα
Και τα λόγια τους πέφτουν βαριά από φοβέρα..
Και πάλι από τα «Σπασμένα αγάλματα» και το «κόρη»
Το βλέμμα σου δεν κοιτάζει τα γύρω μα χάνεται/ σε σημείο μακρινό κι απροσδιόριστο/θάμπωσαν άραγε ποτέ τα μάτια σου
Απ τη μοίρα εμάς των εφήμερων ή δε βλέπεις παρά τα αστραφτερό
Γαλάζιο της δόξας σου;
Το ερώτημα θα μπορούσε ποιητική αδεία να είχε δοθεί στην Ήρα Παπαποστόλου την κριτικό και ιστορικό Τέχνης που σε ένα πυκνό κείμενο στον κατάλογο της έκθεσης (4) στη γκαλερί Φρυσίρα που τεχνηέντως καταγράφει ως έμμεσα ψυχογραφήματα τα έργα της και τα βλέμματα της Μποβιάτσου είναι απλά τα κάτοπτρα  στις διαχρονικές λατρευτικές αντανακλαστικές ιδιότητες της θέας όρασης κυρίαρχης στην ίδια τη ζωή και των κοινωνικών διαφοροποιήσεων ως προς την έντεχνη καταγραφή που είναι η ζωγραφική.
Οι πόζες, οι ρόλοι, οι αφηγήσεις της Μποβιάτσου συμπληρώνω τελειώνοντας, είναι ποιητικές και ανα αφηγηματικές με βάση την ίδια την ιστορία της Τέχνης. Είναι ξεκάθαρο πως η Λαμπρινή δεν ζωγραφίζει εξωτερικά –μόνο- το μάτι όπως οι ζωγράφοι άλλων εποχών αλλά την ίδια την εσωτερικότητα του βλέμματος και για το λόγο του αληθές παραθέτω από το ποίημα ΦΑΓΙΟΥΜ (σπαράγματα πορτραίτου)
…Κάτω απ΄το τόξο/ του φρυδιού ένα πελώριο μάτι ακίνητο
εκχέει το σκοτεινό του φέγγος.
Μας βλέπεις άραγε;  Μήπως απ το αιώνιο
θωρείς με νοσταλγία το πρόσκαιρο που άφησες βλέμμα ταξιδεύει στην ακινησία του
Πάντα αινιγματικό. Δε μαρτυρά
θλίψη  ούτε ευδαιμονία μακαριότητα
ή στέρηση. Μόνο κάτι σαν απορία.
Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη τον Ιούνιο του 1998 «Τα πορτραίτα του Φαγιούμ και η Γενιά του ΄30» απέδειξε ότι οι μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι «στην αναζήτηση της Ελληνικότητας» ζωγράφισαν με εξωτερικά μορφολογικά πρότυπα, στυλιζαρισμένα, με στερεότυπα αρχαιοελληνικών αναφορών μια εποχή πριν ο Καθένας πάρει τον δικό του δρόμο. (5) Φυσικά, θα επανέλθω αφού αρκετούς από αυτούς τους γνώρισα ως φοιτητής στη σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας τη δεκαετία του ‘70

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Από την τελευταία συλλογή του ποιητή “Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα” (Απήχηση από τον “Αγαμέμνονα” του Αισχύλου).
(2) Ταμπουλα Ραζα: λευκό χαρτί άποψη που φανερώνει την δύναμη της παραστατικής ζωγραφικής να δημιουργείται από το τίποτα. Ο Γαλιλαίος εκεί πάνω προσδιορίζει την ισχύ της έναντι της γλυπτικής.
(3) Διαδοχή εντόμων, αυτά τα μικρά “……” πεζά 32 τον αριθμό αποτελούν αντίστοιχες εκφίξεις πυκνότητας στον παρηκμασμένο σύγχρονο ελληνικό πεζό λόγο γι’ αυτό και θα μας ξανααπασχολήσουν.
(4) Dis Closures Αποκαλύψεις. Με επίσης συμπληρωματικά κείμενα του Ιωάννη Αρχοντάκη “προς τον επαμφοτερίζοντα αντανακλαστικό κόσμο της Λ. Μποβιάτσου. Και Κ. Πρωϊμου: σκιές και είδωλα του ορατου, τα ζωγραφικά σχέδια της Λ. Μποβιάτσου.
(5) Επίσης στην έκθεση του μουσείου Μπενάκη ήταν εκτεθειμένα έργα και των Φ. Κοντογλου, Δ. Πικιωνή.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα