Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024

1930: Η πρώτη φωτογραφική προβολή των Σφακίων και οι ωραίοι άντρες των

Το έτος 1930, το τότε Υπουργείο Τουρισμού, ανέθεσε στη διεθνώς καταξιωμένη Ελληνίδα φωτογράφο NELLY’S μεταξύ άλλων περιοχών της Ελλάδας, να φωτογραφήσει και τα ενδιαφέροντα σημεία στο νησί της Κρήτης. Στο βιβλίο της “ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ” (1989) στο οποίο περιγράφει τη ζωή της, αναφέρεται και στην Κρήτη με πλέον ενδιαφέρουσες τις σελίδες που αναφέρεται στην εμπειρία της από τα Σφακιά. Εκφράζει όμως τη λύπη της που δεν μπόρεσε να φωτογραφήσει το φαράγγι της Σαμαριάς αφού, παρ’ ότι καλοκαίρι, εγκλωβίστηκε στον Ομαλό από δυνατή χιονοθύελλα. Το μεγάλο και πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο της με περισσότερα από 7.000 αρνητικά, απόκτησε το Μουσείο Μπενάκη. Και αναφέρει η NELLY’S (1930): «Όταν ξεκινήσαμε για την Κρήτη, το Υπουργείο Τουρισμού μάς έδωσε δυο γράμματα, ένα για το Δήμαρχο του Ηρακλείου και ένα για το φυλάκιο στα Σφακιά. Όταν πήγαμε στο Δήμαρχο και διάβασε το γράμμα, μας είπε ότι ευχαρίστως θα ‘κανε ό,τι μπορούσε για να μας βοηθήσει στην περιοδεία μας. Μόνο στα Σφακιά μας απέτρεπε να πάμε, προπαντός εμένα ως γυναίκα, γιατί οι Σφακιανοί, μας είπε ήταν πολύ δύσκολοι άνθρωποι. – Το θεωρώ επικίνδυνο για σας να πάτε σ’ αυτά τα μέρη. – Εγώ ήρθα να κάνω τη δουλειά μου, του απάντησα και θα τολμήσω να επιχειρήσω να πάω εκεί, εφόσον είναι μέσα στο πρόγραμμά μου και τα Σφακιά. Είναι τόσα πολλά τα μέρη που πήγαμε, και τόσα πολλά τα θέματα που φωτογραφίσαμε, που για να τα εξιστορήσω όλα θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο. Θα περιοριστώ στα Σφακιά και στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Ξεκινήσαμε ένα πρωί για τα Σφακιά. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος, λίγο ζεστός, αλλά όταν βρεθήκαμε στο ύπαιθρο ήταν πολύ ευχάριστος. Όταν φτάσαμε στα Σφακιά, πήγαμε στο φυλάκιο και έδειξα το γράμμα του Υπουργείου στον Ενωμοτάρχη. Με κοίταξε και μου είπε: – Κυρά μου, όλα καλά, αλλά δε σας εξήγησε κανείς για την κατάσταση εδώ; Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ο λόγος μας δεν περνά. – Ε, τότε, του απάντησα, θα προσπαθήσω μόνη μου να τα καταφέρω. Είπα στη συντροφιά μου να μείνουν εκεί, και ρώτησα πού είναι η είσοδος του χωριού. Μου έδειξαν ένα δρόμο που πήγαινε προς τα κάτω. Τον πήρα και προχώρησα. Βρέθηκα μπρος σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα μισανοιγμένη. Χτύπησα, την έσπρωξα λίγο, γιατί απ’ τον δυνατό ήλιο είχα τυφλωθεί -μέσα βασίλευε πηχτό σκοτάδι. Όταν την άνοιξα περισσότερο, μπόρεσα να διακρίνω δεξιά στο βάθος ένα ψηλό παλικάρι με κρητική φορεσιά και κεφαλομάντιλο, μπροστά σ’ ένα καζάνι, ν’ ανακατεύει κάτι που ήταν στη φωτιά. Με κοίταξε με έκπληξη. – Ώρα καλή, παλικάρι μου, του είπα, μπορώ να μπω μέσα; – Ε, και δεν μπαίνεις; μου απάντησε. Όταν πλησίασα, τον ρώτησα τι κάνει. – Δε βλέπεις; μου λέει. Τυρί κάνω. Ζήτησα την άδεια να τον φωτογραφίσω· ήταν όμορφο παλικάρι, σωστή λεβεντιά. Σε λίγο, μπήκαν μέσα δυο κοπέλες, στολισμένες και προπαντός βαμμένες, η μια μάλιστα με μαλλιά καμωμένα ξανθά με οξυζενέ. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση σ’ εκείνα τα βουνά να δω κορίτσια τόσο εξελιγμένα. Ήρθαν ξαναμμένες και καταστενοχωρημένες. Είπαν πως το λεωφορείο που πήγαινε στο χωριό όπου γινότανε πανηγύρι πέρασε γεμάτο και δεν τις πήρε, κι έτσι έχαναν το πανηγύρι που τόσον καιρό το περίμεναν. Μόλις άκουσα εγώ πανηγύρι, κατενθουσιάστηκα. Τι άλλο καλύτερο θα ήθελα να επιτύχω σ’ αυτά τα μέρη για τη δουλειά μου; Το παλικάρι μού τις σύστησε. Η μια ήταν αδερφή του και η άλλη εξαδέρφη του. Μού είπε μάλιστα πως δεν ήταν πολύς καιρός που γύρισαν από τον Πειραιά, όπου μάθαιναν τη μοδιστρική. – Εγώ, τους εξήγησα, βρίσκομαι εδώ με τον άντρα μου και τρεις άλλους κυρίους, που είχαν μείνει λίγο πίσω, και πως κι εμείς θα θέλαμε να πάμε στο πανηγύρι. Έχουμε ένα μεγάλο αυτοκίνητο, και να θέλετε μπορούμε να σας πάρουμε να πάμε μαζί. Αλλά με έναν όρο: να περιμένουμε να τελειώσει ο αδερφός σας το τυρί, για να τον πάρουμε κι αυτόν μαζί. Ήξερα πως δεν ήταν δυνατό ν’ αφήσει το παλικάρι τα κορίτσια να πάνε με ξένους. – Μα πώς είναι δυνατόν να χωρέσουμε όλοι σ’ ένα αυτοκίνητο; μου είπαν. – Πολύ σωστά, τους απάντησα. Μα να τι θα κάνουμε. Εσύ παλικάρι μου, θα πάρεις την αδερφή σου στα γόνατά σου, εγώ θα καθίσω στα γόνατα του αντρός μου, και οι άλλοι με λίγο στρίμωγμα θα τα καταφέρουμε. Εξάλλου, όπως λες, δεν είναι και πολύ μακριά το χωριό. Γι’ αυτούς ήταν κάτι από τα άγραφα – κατενθουσιάστηκαν. Στο δρόμο που πηγαίναμε αποκάλυψα στο παλικάρι το μυστικό. – Άκουσε, του λέγω, εμένα μ’ έστειλε το Υπουργείο Τουρισμού στα όμορφα μέρη σας να πάρω φωτογραφίες και να φωτογραφίσω κι εσάς του λεβέντες και τις όμορφες κοπελιές σας, για να μπουν στα περιοδικά που εκδίδει τώρα ο Τουρισμός. Σκέφτηκε πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα διαφημιστούν στο εξωτερικό τα Σφακιά, που είναι μοναδικά και πανέμορφα αλλά είναι άγνωστα στους ξένους. Eρχονται χιλιάδες επισκέπτες για τις αρχαιότητες στο Ηράκλειο, αφήνουν του κόσμου τα λεφτά, και σε σας κανένας δεν πατάει. Η Κυβέρνηση θέλει να προπαγανδίσει και τα δικά σας μέρη, για να ‘ρθει και σε σας κόσμος, να δείτε κι εσείς καλύτερες μέρες. Σε παρακαλώ, τού είπα, άμα φτάσουμε στο πανηγύρι, σύστησέ με στον Πρόεδρο, και πες του γιατί είμαι εδώ. Μόλις φτάσαμε με παρουσίασε στον Πρόεδρο και σε μερικούς άλλους. Είπε την ιστορία μου, και δεν μπορείτε να φανταστείτε την προθυμία και τη φιλοξενία εκείνων των ανθρώπων. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Θα μου μείνουν αλησμόνητες οι ώρες που πέρασα ανάμεσά τους. Δε θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξή μου όταν αντίκρισα αυτούς τους άντρες εκεί, μαζεμένους, καλοντυμένους και περιποιημένους· νόμισα πως βρισκόμουν σ’ άλλον πλανήτη. Ποτέ και πουθενά δεν είχα συναντήσει μαζεμένους τέτοιους ωραίους άντρες. Για μένα, διέφεραν πολύ από τα άλλα μέρη της Κρήτης που γύρισα. Βρήκα τόσους ωραίους τύπους, που δεν ήξερα ποιoν να φωτογραφίσω. Πολλοί απ’ αυτούς μου θύμισαν αρχαία αγάλματα, και μερικοί, ορισμένα αγάλματα του Μουσείου της Ακρόπολης. Αργότερα, στην Αμερική, όταν ετοίμασα ένα λεύκωμα της Ελλάδας, που το είδε το Life Magazine, ενδιαφέρθηκε τόσο πολύ γι’ αυτό, που δημοσίευσε σ’ ένα του τεύχος δυόμισι σελίδες απ’ τον παραλληλισμό που είχα κάνει με τους τύπους αυτούς και τα αρχαία αγάλματα της Ακρόπολης. Και όπου κυκλοφόρησαν απέσπασαν το θαυμασμό όλου του κόσμου. Oταν βρισκόμουν ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, τους τόσο φιλόξενους και καλόκαρδους, θυμόμουνα το Δήμαρχο του Ηρακλείου και έλεγα μέσα μου: «Τι καλά που έκαμα να μην τον ακούω, και να ‘ρθω να βρεθώ σ’ αυτόν τον άλλο πλανήτη! Τι θα είχα χάσει!». Μετά το πανηγύρι, αφού διανυκτερεύσαμε στο πρώτο χωριό, ανεβήκαμε πρωί πρωί με μουλάρια στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Εκεί φωτογράφισα τα μιτάτα και διάφορα άλλα αξιόλογα θέματα. Είχα μαζί μου και κινηματογραφική μηχανή των 16 χιλιοστών και τραβούσα συνάμα και φιλμ. Στην περιοδεία μας στην Κρήτη ένα πράγμα λυπάμαι που δεν καταφέραμε, να πάμε στο φαράγγι της Σαμαριάς…».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα