Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024

Ο κονταρομάχος των φτωχών, ποιητής Κώστας Βάρναλης

(Μέρος 3ο)

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, εκπαιδευτικού Δ.Ε.

Οι μοιραίοι – Λεφτεριά – Ο λαός των Μουνούχων
Ο Βάρναλης από την πρώτη στιγμή της συνειδητοποίησής του δεν αρκείται στην αναγνώριση της άθλιας πραγματικότητας. Επιδιώκει να την επηρεάσει, να διεγείρει την επιθυμία της πάλης για την ανατροπή της. Όσο αλύπητο είναι το σφυροκόπημά του στους αδικητές, άλλο τόσο γίνεται πολλές φορές για τους αδικημένους. Κανένα δεν εξιδανικεύει.
Eνα-ένα και με ανεπανάληπτη ψυχογραφική δύναμη παρελαύνουν μέσα στην ποίησή του τα παραδείγματα προς αποφυγή. Μια ολοζώντανη πινακοθήκη από πορτρέτα αντιηρώων, τόσο προκλητικά ρεαλιστικά μέσα στην ασκήμια, τη γελοιότητα και συνάμα την τραγικότητά τους, που να σκανδαλίζουν ακόμη και κάποιους ομοϊδεάτες του, οι οποίοι τον επέκριναν -καθόλου αντικειμενικά- για ανικανότητα συγχώνευσης με το προλεταριάτο 1, σκέτο αρνητισμό και απαισιοδοξία 2, όπως και οι αντίπαλοί του τον κατηγορούσαν αντίστοιχα ότι ο φανατισμός του φορτώνει στην μπουρζουαζία όλα τα δεινά της ανθρωπότητας 3.
Στο ποίημα ´Οι μοιραίοι´ που δημοσίευσε το 1922 στο περιοδικό Νεολαία,  η καυστική σάτιρα παραχωρεί τη θέση της σε μια εξαίσια λυρική αναπαράσταση της αντίθεσης ανάμεσα στο σκοτεινό κι αποπνιχτικό βυθό της μαραμένης από τα βάσανα και τους κόπους ζωής των φτωχών -που συμβολίζεται με την υπόγεια ταβέρνα- και στη φωτεινή απεραντοσύνη του κόσμου της ελευθερίας, που οι ίδιοι ποτέ δε θα ζήσουν.

Οι μοιραίοι 4

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ? η παρέα πίναμ? εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ? άσωτ? ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη 5 γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

[?]
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

«Το πιο γνωστό από τα ποιήματά του [Βάρναλη]…» θα γράψει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «είναι ένα σιγαλόφωνο παράπονο μια θλίψη για τη ζωή την αζώητη της φτωχολογιάς» 6.
Το 1922 επίσης δημοσίευσε και τη Λεφτεριά στο περιοδικό Μούσα.
Σ? αυτό ο Βάρναλης, δε δίστασε να έρθει και σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Παλαμά, τον δάσκαλό του. Η Οχτωβριανή Επανάσταση του 1917 είχε διαθέσει εχθρικά τον τελευταίο -για τότε τουλάχιστον- απέναντι στο εργατικό κίνημα.
«Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι! Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά οι φαύλοι και οι περιττοί, καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί»… (Παλαμάς).
Και θ? απαντήσει ο Βάρναλης στο ποίημά του: Λεφτεριά

Λεφτεριά
 
[?]
Κ? έκλαψα. Πόσο; Στα βαθιά λάλησε ο κόκορας αλώνια
κι άκουσα ν? ανεβαίνει μιαν ηχή:
«Τη λεφτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τήνε παίρνουν,
με τα δικά τους χέρια, μοναχοί.

Αν δεν υπάρχει όξω από σένα, ούτε και μέσα στην ψυχή σου
έργο δικό της θα την βρεις.
Από τους λίγους, που την έχουν, πάρ? τη να τήνε δώσεις σ? όλους,
μ? όλους μαζί να τη χαρείς.

Όπου κι αν πας, θα κουβαλείς τα σίδερα που σου τα βάλαν
οι όμοιοί σου κι όχ? οι ουρανοί.
Όσο μαζεύεις την ψυχή σου, την παρθενιά της για να σώσεις,
τόσο την κάνεις πιο στενή.

Την ύπαρξή σου την οκνή για να πλαταίνεις, να βαθαίνεις,
σμίξε με τον αμέτρητο Αριθμό!
Μέσα στου πόνου, που βογγά, την άσωτη Άβυσσο κατέβα.
Κει θα βρεις της Αλήθειας το Ρυθμό.

Της Ιστορίας το Νόμο ακλούθα πρώτος φωτεινά, δεν έχεις
Μοίρα δικιά σου για οδηγό.
Από τη Βία δε σε λυτρώνουν παρακάλια, καλοσύνη
και το ξετύλιγμα τ? αργό?»

Αντάρ? από τη γης υψώθη. Η αβγή στον ουρανό αντίκρα.
Άκουσα να βαρούν σπαθιά,
πελέκια και λοστοί. Πηχτό ποτάμι φούσκωσεν αιμάτου.
Η Πολιτεία σωριάζονταν βαθιά.

Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ? είδα να ξετρέχει
τους άνομους γιγάντια Δίκη.
Και με τρεχάματα τρελά, μ? αλαλητά του θανατά
στα Τάρταρα γκρεμίζονταν οι Λύκοι.

Ενα χρόνο μετά τη δημοσίευση της Λεφτεριάς, το 1923, πάλι στην Αλεξάνδρεια εκδίδεται ´Ο λαός των Μουνούχων´, «το πρώτο έργο καθαρής πεζογραφίας» του Βάρναλη 7. Το βιβλίο περιέχει τρία, αρκετά εκτεταμένα, διηγήματα. Το πρώτο που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή, μια αλληγορική αφήγηση για ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις περιπέτειες των κοινωνικών συγκρούσεων. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το πρώτο κεφάλαιο του διηγήματος:

[?]
Στερνά ο γεροντότερος απ? όλους σηκώθηκε απάνου, κρεμάστηκε στο ραβδί του και τους είπε: «Μπορούσαμε να κάνουμε όλη τη Γης αθάνατη, μα φαίνεται, πως δεν έχει άλλη γης. Αυτό είναι άδικο! Μα είτε άδικο είτε δίκιο, δεν έχουμε καιρό να χάνουμε. Πρέπει να τολμήσουμε μια για πάντα. Πρέπει να πάψουμε να γεννούμε!»
Εδώ όλοι τιναχτήκανε απάνου και κοιταχτήκανε με φοβισμένη απορία. Κι? αρχίσανε να μουρμουρίζουνε…
 Ο γερός ξακολούθησε:
«Επειδής ο έρωτας, όσο κι? αν τόνε περιφρονούμε, είναι γλυκός, δε φτάνει μονάχα ένας λόγος, για να τον αρνηθούμε. Οι γυναίκες είναι πειρασμοί και σαν πάψουμε να τις μεταχειριζόμαστε θα βάζουνε σ? ενέργεια πλήθος αφάνταστες διαβολιές, για να μας τραβήξουνε. Κι επειδής, ό,τι είναι απαγορεμένο, γίνεται τρομερά επιθυμητό, άμα ορκιστούμε, να μην πλησιάσουμε γυναίκα, θα ξεσπάσει παντού ασυγκράτητη η λύσσα του έρωτα. Γι? αυτό προτείνω, όλοι οι αρσενικοί να μουνουχιστούμε!»
Στ? άκουσμα τούτο, όλοι μείνανε με στόματα ανοιχτά και με στεγνά τα λαρύγγια.
Τα μάτια τους πήγανε να πεταχτούνε όξω.
«Το πράμα είναι τώρα ευκολότερο, που από χρόνια πολλά ο έρωτας μας έγινε μια βαρετή συνήθεια.
Κι επειδής και τώρα ακόμα είμαστε πολύ περισσότεροι, απ? όσο πρέπει και δεν είναι τρόπος να πεθάνει ή να φύγει κανένας μας, γι? αυτό να κάψουμε το γειτονικό δάσος κι απάνω στις στάχτες του να στείλουμε να κατοικήσουνε οι μισοί…»
Μόλις τέλειωσε τούτα τα λόγια και πριν προφτάσει να συνέρθει το πλήθος, έβγαλε γρήγορα ένα μαχαίρι, σήκωσε τη ρόμπα του και μπροστά σ? όλους χρατς! έκοψε τη γονιμότητά του.
Η χειρονομία αυτή μεταδόθηκε σ? όλους σαν αστραπή. Χωρίς ν? αργήσουνε, χωρίς να φοβηθούνε και χωρίς να σκεφτούνε, κάνανε όλοι το ίδιο, ουρλιάζοντας όσο μπορούσανε, για να σκεπάζουνε με τις φωνές τον αβάσταγο πόνο.
Ομοια, αργότερα, οι αφοσιωμένοι νέοι της Κυβέλης απάνω στην άψη της οργιαστικής τους μανίας κόβανε τη φύση τους και την ανεμίζαν, ουρλιάζοντας σα σκυλιά, στον αέρα, σα να ?τανε ξένο κρέας!
Μετά οι πατεράδες μουνουχίσανε τα παιδιά τους και σε λίγα λεφτά όλος ο λαός των αθανάτων έγινε λαός μουνούχων.
Όμως πιο αξιολύπητες απ? όλους ήταν οι γυναίκες. Κλαίγανε, δερνόντανε, κυλιόντανε χάμου, κουλουριαζότανε σα φίδια, κι αρπάζοντας τα ματωμένα μέλη των αντρών, τα σφίγγανε με λαχτάρα στο στήθος, τα φιλούσανε – και πολλές απ? την απελπισία τους χώσανε τα χέρια βαθιά τους και πετάξαν τις μήτρες τους.
Ύστερις όλοι τσακισμένοι από τον πόνο και την κούραση, καθίσαν ως το βράδυ πάνου στον καυτόν άμμο για να σταματήσει το αίμα και να δέσει η πληγή.
Με το βασίλεμα του ήλιου τα ?χαν όλα ξεχασμένα. Φάγανε καλά, ήπιανε καλά και κοιμηθήκαν ένα βαθύ κι άκοπο ύπνο.
Την άλλη μέρα άρχισε μια άλλη ζωή?

Το δεύτερο διήγημα της συλλογής, Η Ιστορία του Αγίου Παχωμίου, όπου με έναν διαλογικό και διαλεκτικό τρόπο περιγράφεται η διαπάλη, από τη μια μεριά, ανάμεσα στον ιδεαλισμό, το μυστικισμό, την υποτίμηση του σώματος και των αναγκών του κ.ο.κ., και από την άλλη σε αυτό που θα ορίζαμε ως ´καρναβαλική´ αντίληψη του κόσμου, με την εξύμνηση του υλικού, του σωματικού, του ´χαμηλού´, του αναγκαίου και όλων εκείνων των αποκηρυ-γμένων -και πολλές φορές επικηρυγμένων- από την επίσημη ηθική και ιδεολογία στοιχείων.
Και το τρίτο, Οι φυλακές, στο οποίο ο Βάρναλης προσπαθεί να αποδείξει, όπως λέει, «μια κοινότατη αλήθεια: πως εκείνοι που ζούνε από την ανθρώπινη δυστυχιά, γίνονται θεριά, αν πρόκειται να τους την πάρουνε, να τους λείψει…» 8.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βάσος Βαρίκας, Κώστας Βάρναλης – Κώστας Καρυωτάκης, Εκδόσεις Πλέθρον, 1978.    
2. Στάρκος (Τάκης Κόντος) «Ριζοσπάστης» 24.2.1935 και Μάρκος Αυγέρης, Άπαντα, Τόμος Β?, εκδόσεις «Νέα Τέχνη», 1964.    
3. Αντρέας Καραντώνης, Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη, Περιοδικό Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975.    
4. Βλ. Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά, (Το φως που καίει, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, Ποιήματα), εκδ. ο Kέδρος 1956, σελ. 179-180).  
5. κροκάτος, αυτός που μοιάζει (στο χρώμα ή στην υφή) με κρόκο αβγού, κροκωτός, -ή, -ό  1. αυτός που φτιάχνεται από κρόκο 2. (συνεκδ.) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κρομμύδι (το) – * κρεμμύδι.
6. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Συντομογραφία του Βάρναλη» , Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975, σελ 17.    
7. Κώστας Παπαγεωργίου, Η μη «παραδοσιακή» πεζογραφία του Βάρναλη, εφημερίδα Αυγή, 28/11/2010.
8. Κώστας Στοφόρος, Ένα επίκαιρο βιβλίο 87 ετών!, Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον καθηγητή Βασίλη Αλεξίου, με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου του Κώστα Βάρναλη ´Ο λαός των Μουνούχων¨, εφημερίδα Δρόμος, Σάββατο, 31 Ιούλιος 2010.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα